του Γιώργου Κυριακού

Το σύνολο της πολιτικής-πνευματικής ελίτ της Δυτικής Ευρώπης διακατέχεται από ιστορική προκατάληψη για τα «διαχρονικά καθυστερημένα» Βαλκάνια – προσπερνώντας το γεγονός ότι για μεγάλες περιόδους τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να δεσπόζουν ως αρχέτυπο συνοχής των λαών τους. Τα τελευταία χρόνια η προκατάληψη συχνά αποσιωπάται υποκριτικά από το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι, καθώς αυτό προβλέπει πλέον και μερικά δωμάτια για το υπηρετικό του προσωπικό. Η Δυτική ελίτ φυσικά αποδοκιμάζει –όποτε την εξυπηρετεί– τις αντιφάσεις και αντιθέσεις που όντως είναι ισχυρές στα Βαλκάνια (Αλλά μόνο εδώ υπάρχουν τέτοιες; Ποιος μιλάει για την Καταλονία, τη Βασκία, τη Σκοτία, την Ιρλανδία κ.ο.κ.;). Και τώρα το κοινό σπίτι, που σπαράσσεται από έλλειψη κοινής γραμμής για τα ζητήματα της οικονομικής κρίσης, για το μεταναστευτικό ζήτημα, για τη διαχείριση της πανδημίας, όπως και για τις κυρώσεις που δεν κυρώνονται, δείχνει για μια ακόμη φορά με το δάχτυλο τα Βαλκάνια.

Στη νέα περίοδο πολέμου στην Ευρώπη τα ενεργειακά, τα οικονομικά, τα γεωπολιτικά και τα εθνικά ζητήματα έχουν περάσει σε ένα ενιαίο πλαίσιο, και τα Δυτικά Βαλκάνια είναι σε θέση πρώτης γραμμής. Πρώτον, διότι τα θεωρούν ζωτικό χώρο για την περικύκλωση της Ρωσίας, για την αναγκαστική επαφή με την απρόβλεπτη Τουρκία, όπως και για τη μείωση της κινεζικής επιρροής. Δεύτερον, επειδή η ένταξή τους στην Ε.Ε. αποτελεί προϋπόθεση ισχυροποίησης των ευρωπαϊκών ελίτ, στο βαθμό που επιδιώκουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους να ικανοποιήσουν τους στόχους του κοινού σπιτιού. Τρίτον, εξαιτίας της «προσφοράς» των Δυτικών Βαλκανίων ως χώρου εκμετάλλευσης εργατικού δυναμικού, απομύζησης των φυσικών τους πόρων και επέκτασης των αγορών.

Οι Bελούδινες κι άλλες μεταβάσεις

Η νέα περίοδος, που ξεκίνησε από την κατάρρευση των καθεστώτων «Λαϊκής» ή «Σοσιαλιστικής» Δημοκρατίας, ταυτίστηκε με το πλιάτσικο της μετάβασης στην οικονομία της αγοράς. Η έλλειψη προθέσεων εκσυγχρονισμού από πλευράς των διάδοχων ελίτ (οι οποίες προέκυψαν κυρίως μέσα από τις τάξεις των καθεστωτικών κομμάτων) επέτειναν μια διαρκή πολιτική και οικονομική κρίση, που αποτιμάται με τη διάλυση-ξεπούλημα κάθε παραγωγικής διαδικασίας ή φυσικών πόρων, με τη μαζική φτώχεια και την πρωτοφανή μετανάστευση. Επιπλέον το «ξεπέρασμα» του εθνικισμού, ο οποίος αναδύθηκε όταν κατάρρευσαν οι πολυπολιτισμικές βιτρίνες της ταξικής πάλης και του διεθνισμού, έγινε βασικό ιδεολογικό εργαλείο της μετάβασης στη διεθνή οικονομία της αγοράς υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων ακολούθων τους.

Η πρόθεση εκφράστηκε κυνικά με τη βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον ακρωτηριασμό της από το 1991 μέχρι και το 1999, αφού εκεί υπήρξαν υπολογίσιμες αντίρροπες δυνάμεις. Έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες και σε εποχές που άνθιζε η χρηματοδότηση, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβενία και η Κροατία εντάχθηκαν στην Ε.Ε., ενώ τα Δυτικά Βαλκάνια –το «υπόλοιπο Βαλκανίων» θα λέγαμε– τέθηκαν σε διαδικασίες ένταξης. Βασικές προϋποθέσεις ένταξης έγιναν η αναδιοργάνωση των θεσμών και της οικονομίας (σε μια εκβιαστική αναδιάταξη τύπου «ειρηνευτικών» συνομιλιών Ραμπουγέ*), καθώς και η επίλυση σοβαρών διεθνικών ζητημάτων, με ανταποδοτικά οφέλη για τις ελίτ – οι οποίες θα μπορούσαν να εδραιώνονται και να καλλιεργούν νέες συνειδήσεις.

Οι τρίτες δυνάμεις

Το σχέδιο θα γινόταν πράξη αν η Ιστορία άφηνε τους θεσμούς της Ε.Ε. να καθοδηγούν τις βαλκανικές ελίτ, και τις ΗΠΑ να πουλούν προστασία και εξοπλιστικά προγράμματα ή να εδραιώνουν παντού βάσεις. Για τους… Βρυξελλόψυχους, αυτές οι «εκκρεμότητες» ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων έμοιαζαν ότι μπορεί να λυθούν με τα χρήματα που κατευνάζουν τα πάθη, και με τα συνθήματα για διάφορους τύπους ανάπτυξης. Οι πολιτικοτεχνοκρατικές ελίτ υπάκουαν σε διαγράμματα που είχαν εκπονήσει με βάση τις πρόσκαιρες επιτυχίες τους, μέχρι το χρήμα να μετατραπεί σε υπόσχεση. Όμως η οπισθοχώρηση των ΗΠΑ από το 2008, καθώς και η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, συνέβαλαν αποτελεσματικά στο να εισχωρήσουν νέες δυνάμεις στο στρατιωτικό, οικονομικό και ιδεολογικό πεδίο – ενίοτε συνεργαζόμενες στην προσπάθειά τους για πολλαπλές διεισδύσεις. Μέσα σε μια δεκαετία, η ανάκαμψη της Ρωσίας υπό τον νεοτσάρο Πούτιν, η μεταξένια επέκταση μιας Κίνας που παρενέβαινε στα κενά χρηματοδοτήσεων, καθώς και η νέα οθωμανική πολιτική για τα εδάφη της παλιάς Αυτοκρατορίας από πλευράς Ερντογάν, άρχισαν να περιπλέκουν την κατάσταση.

Έτσι στους δυο βασικούς «παίκτες», την Ε.Ε. που χρηματοδοτεί για τις μεταρρυθμίσεις και τις ΗΠΑ που παρέχουν έναν τύπο υποχρεωτικού Security, προστέθηκαν τρεις ακόμη διεκδικητές. Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε ένα σύνθετο τοπίο πολυεξαρτήσεων και συντήρησης προβλημάτων: την αποτυχία της Βοσνίας, τον αλβανοσερβικό ανταγωνισμό για το Κόσοβο, τη διαμάχη μεταξύ Βουλγαρίας και Σκοπίων. Η «ανησυχία» ή οι προθέσεις των non papers για την αδυναμία ένταξης των «υπόλοιπων Βαλκανίων» στην Ε.Ε. επαναπροσδιόρισαν μια νέα ζώνη, η οποία εκφράζει –μέσα από τις αντιφάσεις της– υψηλούς κινδύνους για την επέκταση των ΗΠΑ αλλά και την εναπομείνασα συνοχή της Ευρώπης. Το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Αλβανία, τα Σκόπια, το Κόσοβο, η Βοσνία, αλλά και η Μολδαβία, παραμένουν σε μια ευρωπαϊκή νάρκη-αναμονή, που ξυπνάει είτε από τις εθνικές διαμάχες (απειλές διάλυσης της Βοσνίας, πολέμου Σερβίας-Κοσόβου) είτε από το τραγικό επίπεδο φτώχειας – το οποίο οι πολιτικές ελίτ ενίοτε αποδίδουν σε αυτήν την ολιγωρία. Έτσι, το NLG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) και οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί που προωθούν οι ΗΠΑ, και μέσω του ΝΑΤΟ παγιώνουν τη δορυφοροποίηση της Ευρώπης, έχουν άμεσες επιπτώσεις στα «Δυτικά Βαλκάνια». Τα οποία συνεχίζουν να μην προσπερνούν τις σχέσεις που διαμόρφωσαν με τις δυνάμεις της ανταγωνιστικής Ανατολής.

* Η συμφωνία του Ραμπουγέ, την οποία δεν υπέγραψε ο «εθνικιστής» Μιλόσεβιτς, προέβλεπε την απόλυτη χρήση των εδαφών της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας από το ΝΑΤΟ. Άλλα άρθρα απαιτούσαν την καθιέρωση της ελεύθερης αγοράς και την ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας. Την επόμενη μέρα από τις «ειρηνευτικές» συνομιλίες με βάση «μη διαπραγματεύσιμες αρχές» (24/3/1999) ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί.


Ποιος ασχολείται;

Σήμερα λείπει δραματικά μια πραγματική ενδοσυνεννόηση των λαών, που σε προηγούμενες εποχές υπήρχε και λειτουργούσε ως στοιχείο γέφυρας και διαλόγου – ακόμα κι αν προσπερνούσε πραγματικότητες στο όνομα ιδεοληψιών. Πλέον, τα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια με τα αρπαχτικά τους, τα γραφεία των ΥΠΕΞ που κοπιάρουν τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Κομισιόν, η «διαδικασία του Βερολίνου» ή το OPEN BALKANS, είναι οι φορείς που αποκλειστικά ασχολούνται με τις σχέσεις των λαών μας – σε μια αντιφατική εξάρτηση με τους τρίτους παράγοντες. Κι έχουν βεβαίως απομείνει ιδεολογικές σκιές που επισημαίνουν για μια ακόμα φορά την αποτυχία.

Τα Βαλκάνια παραμένουν όμως ένας χώρος όπου η αποτυχία των ελίτ αφήνει κενό για την ανάπτυξη ενός διαλόγου στο σύνθετο ιστορικό και γεωγραφικό τοπίο. Επιστημονικοί φορείς, πανεπιστημιακές σχολές με τους καθηγητές και τους φοιτητές, καλλιτέχνες, κινήσεις που προβληματίζονται με τη βαλκανική γειτονιά μας θα μπορούσαν να δώσουν τη δική τους μάχη. Ένας νέος οργανισμός για τα Βαλκάνια θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τη δύναμη που έχουν κρυμμένη οι λαοί μας. Είναι καιρός να βάλουμε το δάχτυλο στις εθνικές μας πληγές και να στήσουμε ειλικρινείς γέφυρες, αναγνωρίζοντας τις όχθες που μας χωρίζουν. Ενόψει διανομής του πλανήτη μας σε τρεις μεγάλες δυνάμεις, συν μερικούς περιφερειακούς διεκδικητές, η Διεθνής Κοινότητα των Λαών οφείλει να αναδείξει τη βαλκανική της αντίσταση στον πόλεμο και την πυρηνική απειλή.

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!