Η κυβέρνηση παρουσίασε στις 30/9/2024 το νέο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028 (Μεσοπρόθεσμο – ΜΔΣ) που θα κατατεθεί στην Κομισιόν για έγκριση σύμφωνα με το νέο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Οικονομικής Διακυβέρνησης που ισχύει από τον παρελθόντα Απρίλιο. Βασικοί περιορισμοί σύμφωνα με αυτό είναι: 1) Ο «Κανόνας του ορίου δαπανών» (δείκτης δαπανών), που τίθεται από την Κομισιόν και στηρίζεται στην ανάλυση της βιωσιμότητας τους χρέους από την ίδια και 2) Η Τιμή αναφοράς του δημοσιονομικού ελλείμματος που δεν μπορεί να υπερβαίνει ετήσια το 3% του ΑΕΠ σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Από τον δείκτη δαπανών εξαιρούνται οι δαπάνες για τόκους, συμμετοχή σε προγράμματα που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε., και κάποια άλλα πολύ μικρότερης σημασίας από άποψη μεγέθους ποσά. Το όριο των δαπανών έχει «αντι-κυκλικό» χαρακτήρα. Επέκταση δαπανών σε περιόδους χαμηλής οικονομικής δραστηριότητας και σύσφιξη σε περιόδους μεγάλης ανάπτυξης.
Η Ελλάδα στη μέγγενη
Η Ελλάδα ως «πρωταθλήτρια» στην Ε.Ε. στο δημόσιο χρέος υπάγεται στον ως άνω έλεγχο της Κομισιόν, χωρίς όμως να εμπίπτει στη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (όταν το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι σε ένα έτος μεγαλύτερο του 3% του ΑΕΠ), όπως συμβαίνει με 8 χώρες της Ε.Ε. φέτος, μεταξύ των οποίων Ιταλία (-7,4%), Γαλλία (-5,5%) και Βέλγιο (-4,4%).
Σύμφωνα με την τελική έγκριση της Κομισιόν για την Ελλάδα η ανώτατη επιτρεπόμενη συνολική ετήσια μεταβολή των δημοσιονομικών δαπανών, που είναι υπό έλεγχο, ανέρχεται σε 2,6% το 2024, 3,7% το 2025, 3,6% το 2026, 3,1% το 2027 και 3,0% το 2028. Εάν η αύξηση των δαπανών είναι μεγαλύτερη από τα όρια αυτά τότε τα παραπάνω ποσά θα πρέπει να αντισταθμίζονται με αντίστοιχα μέτρα αύξησης εσόδων. Διαφορετικά δεν γίνονται αποδεκτές οι παραπάνω δαπάνες. Αντίστροφα αν υπάρχουν μέτρα μείωσης των εσόδων (π.χ. φοροελαφρύνσεις) θα πρέπει να αντισταθμίζονται από ανάλογη μείωση των δαπανών.
Τα παραπάνω ποσοστά αυξήσεων σημαίνουν ετήσια αύξηση των συνολικών δαπανών κατά περίπου 3,7 δισ. ευρώ το 2025 και 2026 από περίπου 3,2 δισ. ευρώ το 2027 και 2028. Αυτά αναμένεται να διατεθούν κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως για τις τακτικές/πάγιες δαπάνες των φορέων της κυβέρνησης λαμβάνοντας υπόψη και τον εκάστοτε πληθωρισμό (αυξήσεις μισθών δημοσίων υπαλλήλων, δαπανών για νοσοκομεία, φάρμακα, ενοίκια, ρεύμα, συντηρήσεις κ.λπ.). Κατά 1,3 δισ. ευρώ ετησίως (μέσο ύψος, καθώς είναι 860 εκατ. ευρώ το 2024 και γίνονται 1,34 δισ. το 2026, και 1,5 δισ. το 2027 και 2028) για παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων και κατά 1 δισ. ευρώ για αύξηση συντάξεων. Έτσι δεν θα μένει απολύτως τίποτε για οποιαδήποτε άλλη ανάγκη είτε για βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης είτε για κάτι έκτακτο. Η κυβέρνηση όμως με τις γνωστές λαθροχειρίες της αναφέρει ότι «διατηρείται ένα δημοσιονομικό περιθώριο ύψους έως 1 δισ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, για εφαρμογή επιπλέον μέτρων πολιτικής». Μόνο που αυτό δεν υπάρχει, δεν βγαίνουν τα νούμερα.
Συμπέρασμα: Με τα παραπάνω δεδομένα δεν προβλέπεται καμία ουσιαστική αύξηση των δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία και τις κοινωνικές ανάγκες.
Η φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων συνεχίζεται
Με βάση τα παραπάνω και τις λοιπές αναφορές του μεσοπρόθεσμου για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους το συμπέρασμα είναι προφανές: 18 χρόνια μετά τα μνημόνια (2028) η φτωχοποίηση του λαού συνεχίζεται.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης που έχουν συμπεριληφθεί και στο Μεσοπρόθεσμο ο ονομαστικός κατώτατος μισθός θα αυξηθεί από τα 830 ευρώ σήμερα στα 950 ευρώ το 2027, ενώ ο μέσος ονομαστικός μισθός θα φτάσει στα 1.500 ευρώ. Πρακτικά με αυτές τις αυξήσεις συνεχίζεται η μνημονιακή λαίλαπα στους μισθούς ενώ η ακρίβεια και η αυξημένη φορολογία ροκανίζουν αυτά τα εισοδήματα. Οι μισθωτοί δεν προβλέπεται να πάρουν ανάσα μέχρι και το 2027. Για μετά βλέπουμε… Αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και όσοι είναι μερικής απασχόλησης δεν μπορούν με αυτά τα δεδομένα να ξεφύγουν από το επίπεδο του εργαζόμενου-φτωχού, καθώς οι αμοιβές τους συνεχίζουν να μην μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες διαβίωσης, ενώ παράλληλα δεν υπάρχει ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών όπως προαναφέραμε. Αντίστοιχα οι μεταβολές του μέσου μισθού, που η κυβέρνηση δεν μας λέει πόσος είναι σήμερα και κυρίως δεν το αποδεικνύει με στοιχεία, υπολείπονται δραματικά σε πραγματικούς όρους (σταθερές μονάδες αγοραστικής δύναμης) συγκριτικά με την περίοδο πριν από τα μνημόνια.
Τα πράγματα διαγράφονται χειρότερα για τους συνταξιούχους οι οποίοι ως γνωστόν έχουν υποστεί την μνημονιακή περίοδο μειώσεις στις συντάξεις που είναι κατά μέσο στο 50% ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που έφτασαν οι μειώσεις το 70%!. Με όριο αύξησης δαπανών το 1 δισ. ευρώ ετησίως για συντάξεις εκ των οποίων τα 400 εκατ., όπως αναφέρει το Μεσοπρόθεσμο, αφορούν τις μέσες ετήσιες αυξήσεις σε όλη την περίοδο των ήδη συνταξιούχων. Συνεπώς τα υπόλοιπα 600 εκατ. αφορούν τις νέες χορηγούμενες συντάξεις. Όμως το μέγεθος αυτό δεν είναι συμβατό με τα ήδη γνωστά μεγέθη σύμφωνα με τα στοιχεία του e-ΕΦΚΑ.
Με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (ηλικία συνταξιοδότησης, προϋποθέσεις και ύψος / τρόπος υπολογισμού συντάξεων) κάθε χρόνο βγαίνουν πάνω από 150.000 εργαζόμενοι στη σύνταξη. Αυτή η διαδικασία ενισχύεται με τα μέτρα μείωσης του προσωπικού που λαμβάνουν μεγάλες επιχειρήσεις (π.χ. τράπεζες με «εθελούσιες» αποχωρήσεις για πολλούς εργαζόμενους). Έτσι ακόμα και με χαμηλές συντάξεις, συγκριτικά με το παρελθόν, μέσου ύψους 700-800 ευρώ μηνιαία, στις οποίες οδηγεί το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (νόμοι «Κατρούγκαλου» και «Βρούτση») τα επόμενα χρόνια, απαιτούνται ποσά διπλάσια από τα 600 εκατ. ευρώ που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο για τις νέες συντάξεις.
Εάν σε αυτό το σημείο λάβουμε υπόψη 1) τις μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών που καταγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο (-1% από 1/1/2025 και επιπλέον -0,5% από το 2027), 2) τη σταδιακή αποστέρηση εσόδων για την επικούρηση του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης λόγω της εφαρμογής τω επαγγελματικών ταμείων και 3) το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, κατανοούμε ότι το ασφαλιστικό σύστημα είναι για μία ακόμα φορά υπό κατάρρευση. Συνεπώς σχετικά σύντομα θα μας ανακοινώσουν ότι απαιτούνται νέα μέτρα για τη σωτηρία του. Το πρώτο είναι ήδη έτοιμο. Αύξηση του ορίου ηλικίας πάνω από τα 67 έτη, που ισχύει σήμερα, στα 68,5 έτη το 2030 και τα 72,5 έτη στη συνέχεια το 2070 ή και νωρίτερα!. Στη συνέχεια Παράλληλα θα ακολουθήσει η διαδικασία επίθεσης στους υφιστάμενους συνταξιούχους με πρόσχημα τη βιωσιμότητα του συστήματος που θα οδηγήσει σε νέες περικοπές συντάξεων.