Το Βερολίνο «διορθώνει» δημόσια το κουαρτέτο, αλλά συνεχίζει τη μυστική διπλωματία για συμβιβασμό με το ΔΝΤ – Εντατικό κυβερνητικό «μασάζ» για υπερψήφιση των μέτρων
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ενώ η ηγεσία της κυβέρνησης επιδίδεται σε εντατικό μασάζ στις Κοινοβουλευτικές Ομάδες ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ για να διασφαλίσει την άνευ απροόπτων υπερψήφιση των μέτρων μέχρι τις 16 του μηνός, τα ίχνη του οδικού χάρτη προς την «ολική συμφωνία» έχουν ξαναχαθεί: Η ανακοίνωση του κουαρτέτου, όπως και οι δηλώσεις των Μοσκοβισί (Κομισιόν) και Ντάισελμπλουμ (Eurogroup) στις αρχές της εβδομάδας, ανέφεραν ότι η προκαταρκτική συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση «θα συμπληρωθεί με τις περαιτέρω συζητήσεις τις επόμενες εβδομάδες για μια αξιόπιστη στρατηγική που θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».
Στην ανακοίνωση του EuroWorkingGroup της περασμένης Πέμπτης αυτό σχεδόν εξαφανίστηκε: «Μόλις εφαρμοστούν τα προαπαιτούμενα από την Ελλάδα, το Eurogroup θα μπορέσει να εγκρίνει το πακέτο πολιτικής και τους όρους για την επόμενη εκταμίευση και να διευθετήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στο άμεσο μέλλον, στη βάση της συμφωνίας του Μαΐου 2016», αναφέρει η ανακοίνωση.
Πόσο κρατάει το «άμεσο μέλλον»; Κανείς δεν ξέρει. Πάντως, πολύ περισσότερο από «εβδομάδες». Μπορεί να εκτείνεται και μετά τις γερμανικές εκλογές.
ESM εκ μέρους Βερολίνου
Ευθεία απάντηση στο ερώτημα έδωσε πρώτος ο ESM, που έκανε μια απολύτως «γερμανική» ερμηνεία της ανακοίνωσης του κουαρτέτου: Θα συζητηθεί η στρατηγική για τη βιωσιμότητα του χρέους, είπε ο εκπρόσωπός του B. Proissl, αλλά «το εάν και σε ποιο βαθμό όλο αυτό οδηγήσει στο τέλος σε ελαφρύνσεις, δεν είναι κάτι που βλέπουμε στον ορίζοντα… Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μπορούν να συνομολογηθούν μόνο όταν η Ελλάδα θα έχει ολοκληρώσει με επιτυχία το συμφωνηθέν με τον ESM μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα το 2018 και μόνο εάν τότε σχετικές ελαφρύνσεις κριθούν αναγκαίες».
Ακόμη κι αυτή η τυπικά «γερμανική» απάντηση δεν ικανοποίησε προφανώς τον Β. Σόιμπλε. Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, σε ανακοίνωση που διέψευδε δημοσίευμα της Handelsblatt για το γερμανικό deal με το ΔΝΤ, ανέφερε: «Καμία ελάφρυνση χρέους δεν ετοιμάζεται. Όσον αφορά τα πιθανά μέτρα για το χρέος, καταλήξαμε σε μια ξεκάθαρη συμφωνία στο Eurogroup, τον Μάιο του 2016. Σύμφωνα με αυτήν, μετά την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, θα εξεταστεί κατά πόσο τα μέτρα για το χρέος είναι αναγκαία. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει».
Ο γερμανικός γρίφος
Το κατηγορηματικό «πάγωμα» της κυβερνητικής αισιοδοξίας ότι μετά το Eurogroup της 22ας Μαΐου θα έχει ένα πλήρες πακέτο συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της «λεπτομερούς» περιγραφής των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, σχετίζεται με τις ιδιαίτερες πολιτικές ανάγκες της γερμανικής κυβέρνησης, που έχει «απαγορεύσει» στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας της κάθε υπαινιγμό για νέες δανειακές διευκολύνσεις προς την Ελλάδα. Αλλά, εάν μεταφραστεί σε αντίστοιχη αρνητική στάση της γερμανικής πλευράς στις προσεχείς συναντήσεις των «παικτών» -από τη σύνοδο υπουργών Οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών του G7 στο Μπάρι της Ιταλίας (11-13 Ιουνίου) μέχρι το Eurogroup της 22/5-, τότε προκύπτει πρόβλημα.
Διότι, τόσο το ΔΝΤ όσο και η ΕΚΤ θεωρούν ότι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης περιλαμβάνει και τη «στρατηγική προς βιώσιμο χρέος». Το μεν ΔΝΤ γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να πάρει απόφαση για δανεισμό, η δε ΕΚΤ γιατί δεν μπορεί να αποφασίσει ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Επειδή, τελικά, η γερμανική πλευρά μπορεί να τα «στυλώσει» στο ζήτημα αυτό μέχρι τις 22/5 και να επιλέξει να δώσει στο ΔΝΤ τις απαιτούμενες εγγυήσεις για το ελληνικό χρέος αργότερα (αρχές Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου), μέσω του εκπροσώπου της στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου, είναι πιθανό το Eurogroup να περιοριστεί σε πράσινο φως εκταμίευσης της δόσης περίπου 7 δισ. ευρώ (που κι αυτή θα ολοκληρωθεί περί τα μέσα Ιουνίου), είτε μεταθέτοντας το θέμα του χρέους είτε καλύπτοντάς το μέσω μιας «πολιτικής υπόσχεσης», λίγο πιο ισχυρής από αυτήν που είχε δοθεί στο ΔΝΤ το 2012, χωρίς ποτέ να εκπληρωθεί.
Οι αγορές και το deal
Ωστόσο, οι δανειστές είναι αντιμέτωποι με ένα δεδομένο που θα ήταν «αυτοχειρία» να αγνοήσουν: το γεγονός ότι οι «στερημένες» από κερδοσκοπικές ευκαιρίες αγορές έχουν μειώσει θεαματικά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, κάτω από το 6% πια (2,5% πάνω από τα πορτογαλικά), προσβλέποντας για τους δικούς τους λόγους σε μια έξοδο της Ελλάδας στον δανεισμό ακόμη και εντός του έτους. Κι αυτό, παρ’ ότι όλοι (τελευταία η Κομισιόν) προσγειώνουν τις προβλέψεις ανάπτυξης στο 2% του ΑΕΠ και κάτω.
Αν και το ειδικό οικονομικό βάρος της Ελλάδας είναι σχετικά αδιάφορο, το πολιτικό μήνυμα που περικλείει η προβολή του τελευταίου success story από το πείραμα των μνημονίων δεν τους είναι αδιάφορο. Πολύ περισσότερο που περιλαμβάνει την «εξημέρωση» του απρόβλεπτου το 2015 ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, και για ν’ αποφύγουν ένα ακόμη φιάσκο, είναι υποχρεωμένοι να καταλήξουν σε ένα modus vivendi. Κι αυτό περιλαμβάνει τα εξής:
Στο ΔΝΤ πρέπει να παρασχεθεί, εκτός από το πακέτο των ψηφισμένων μέτρων, μια «ρεαλιστική» συμφωνία για πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και για κάτω του 2% αργότερα, αλλά και μια περιγραφή των βασικών παρεμβάσεων που θα γίνουν στο χρέος μετά το 2018. Τόσο στη διάρκεια των λήξεων όσο και στη σταθεροποίηση του κόστους εξυπηρέτησης των τόκων, αφήνοντας την ποσοτικοποίησή τους για μετά το 2018. Απ’ αυτά πρέπει να προκύπτει τουλάχιστον μια μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα χρέους, για το διάστημα μέχρι να εξοφληθεί το ΔΝΤ για παλιά και ενδεχόμενα νέα δάνεια. Αυτό είναι το πλαίσιο συμβιβασμού που προτείνει ο Τόμσεν. Και σ’ αυτό δεν έχει εκφράσει κάποια σαφή αντίρρηση -μέχρι στιγμής- το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.
Στην ΕΚΤ αντίστοιχα, που θα κάνει «ανεξάρτητη» έκθεση βιωσιμότητας, αλλά όχι και σε σύγκρουση μ’ αυτή του ΔΝΤ, πρέπει να δοθούν επαρκείς εγγυήσεις ώστε να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στις αγορές του καλοκαιριού, στο πολύ μικρό παράθυρο ευκαιρίας που δίνεται μέχρι την έναρξη της επόμενης αξιολόγησης, τον Σεπτέμβριο. Αυτό ενδιαφέρει και την ηγεσία της ΕΚΤ που, αντιμετωπίζοντας την όλο και ισχυρότερη γερμανική πίεση να δώσει τέλος στο QE, θα ήθελε να είναι αυτή που δίνει την τελική ώθηση της Ελλάδας στις αγορές για δανεισμό.
Πίεση και στη Ν.Δ.
Στους αστερίσκους αυτής της διελκυστίνδας, την οποία οι δανειστές θέλουν να διατηρήσουν σε καθεστώς μυστικής διπλωματίας, είναι και το ενδεχόμενο να δυσκολευτεί ο δρόμος της κυβέρνησης προς την υπερψήφιση των μέτρων, αν το ΔΝΤ δημοσιοποιήσει μια επιπλέον πολιτική απαίτηση, να δεσμευτεί και η Ν.Δ. τουλάχιστον ότι δεν θα «ανατρέψει» τα μέτρα που δεν θα υπερψηφίσει. Το είπε (ανώνυμος) αξιωματούχος της Κομισιόν και στην πραγματικότητα δεν είναι πρωτοφανές -οι δανειστές το έχουν ξανακάνει το 2011, το 2012 και το 2014.
Αν συμβεί αυτό, φυσικά θα δυσκολέψει την κυβερνητική πλειοψηφία που δίνει μάχη ανάκτησης του χαμένου εδάφους και διαφοροποίησης από τη Ν.Δ. ως προς τη «μνημονιακή αποτελεσματικότητά» της (χαρακτηριστική η υπεράσπιση του πλεονάσματος του 2016 από τον πρωθυπουργό). Αλλά θα φέρει σε δύσκολη θέση και την ηγεσία της Ν.Δ. που θα πρέπει να παραδεχθεί δημόσια ότι δεν θα αμφισβητήσει την τελευταία σαρωτική δόση λιτότητας εις βάρος συνταξιούχων, μισθωτών και λοιπών θυμάτων της.