Το Eurogroup πρόσφερε χρόνο… περισυλλογής στο ΔΝΤ και μια «λύση» για το χρέος που τη χλευάζουν ακόμα και οι αγορές – Διαπραγμάτευση με ημερομηνία λήξης για την αξιολόγηση

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Η εξαγγελία Τσίπρα για τη διανομή του υπερ-πλεονάσματος του 2016 είχε ως τελικούς αποδέκτες τους συνταξιούχους –που αποτελούν μάλλον τη σχετικά πιο σταθερή εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ- και τους επιβαρυμένους από το προσφυγικό κατοίκους των νησιών. Όμως, ίσως οι βασικοί της αποδέκτες ήταν το ίδιο του το κόμμα και πρωτίστως οι βουλευτές του.

Παρ’ ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ορατή ένδειξη ότι επίκειται κάποια διαφοροποίηση στη συζήτηση του προϋπολογισμού ή των προαπαιτουμένων της αξιολόγησης που έρχονται ή θα έρθουν στη Βουλή, το κλίμα που αναδύεται από τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και οι αλλεπάλληλες διαψεύσεις της κυβερνητικής υπεραισιοδοξίας για κλείσιμο της αξιολόγησης χωρίς νέα μέτρα κάνουν δύσκολη τη ζωή των βουλευτών.

Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν ελάφρυναν κάπως το βάρος που σηκώνουν. Το είχαν ανάγκη. Γιατί αυτά που θα έρθουν, ακόμη κι αν η αξιολόγηση κλείσει κατά το ιδανικό σενάριο, είναι ασήκωτα.

 

Ελεγχόμενος αιφνιδιασμός για το «μέρισμα»

Απ’ την μάλλον ήπια αντίδραση των δανειστών, και ιδιαίτερα της Κομισιόν, υποθέτει κανείς ότι δεν αιφνιδιάστηκαν εντελώς από τις κυβερνητικές εξαγγελίες. Ίσως αιφνιδιάστηκαν από τον χρόνο που έγιναν οι ανακοινώσεις. Αλλά η γενική συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών για τη διοχέτευση σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες της όποιας υπεραπόδοσης σε πρωτογενές πλεόνασμα, σε σχέση με τους στόχους του Μνημονίου, έχει υπάρξει ήδη από την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2015, συγκεκριμενοποιήθηκε στο Συμπληρωματικό Μνημόνιο τον Ιούνιο 2016 και επικυρώνεται και στο σχέδιο συμφωνίας για την αξιολόγηση που συνέταξαν προ εβδομάδων οι επικεφαλής του κουαρτέτου.

Φυσικά, την πρωθυπουργική εξαγγελία την επέτρεψε το υπερδιπλάσιο του στόχου 0,5% του ΑΕΠ πλεόνασμα, που ως εκτίμηση το έχουν αποδεχτεί και οι δανειστές. Ωστόσο, ούτε η παροχή στους συνταξιούχους ούτε ο χαμηλός ΦΠΑ στα νησιά έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Ο πρωθυπουργός μίλησε για «αναστολή του υψηλού ΦΠΑ», ενώ απέφυγε να μιλήσει για υλοποίηση της προεκλογικής υπόσχεσης ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους. Περιορίστηκε να πει ότι «στην πράξη αυτό είναι».

Στην πραγματικότητα, είναι μια εφάπαξ παροχή, αντίστοιχη του «κοινωνικού μερίσματος» Σαμαρά, που δύσκολα θα ξαναδούμε. Το πλεόνασμα 0,5% ίσως γίνεται εύκολα 1%, αλλά μπορεί να πει κανείς το ίδιο για το 1,75% του 2017 ή πολύ περισσότερο για το 3,5% του 2018, του 2019 και του 2020; Δηλαδή, θα έχει μια ανάλογη ευχέρεια η κυβέρνηση στα πολύ «πιο προεκλογικά» έτη 2018 ή 2019; Ελάχιστοι το πιστεύουν. Και πολύ περισσότερο το ΔΝΤ που μένει σταθερά απέναντι στους Ευρωπαίους δανειστές θέτοντας το καθαρό δίλημμα: ή χαμηλότερα πλεονάσματα ή υψηλότερα, όπως θέλουν οι Ευρωπαίοι, αλλά εγγυημένα με μέτρα που πρέπει να νομοθετήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τώρα.

 

Το τοπίο κι οι ρόλοι μετά το Eurogroup

Η απόφαση του Eurogroup την περασμένη Δευτέρα έδωσε τη δυνατότητα μεγαλύτερης αποσαφήνισης του τοπίου και των ιδιαίτερων ρόλων των πρωταγωνιστών του, πέρα από τις επικοινωνιακές σχηματοποιήσεις της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα:

Αποκάλυψε ότι η γραμμή Σόιμπλε παραμένει αδιάσπαστη και αδιαπέραστη από τα όποια συγκυριακά «μέτωπα» εντός της Ευρωζώνης. Και συνίσταται στην πλήρη συμμόρφωση της Ελλάδας στις στρατηγικές προβλέψεις του Μνημονίου, συμπεριλαμβανομένων των εξωφρενικών πλεονασμάτων 3,5% για 3-10 χρόνια, επ’ απειλή Grexit, το οποίο υπενθύμισε με τη φράση «τρίτος δρόμος για την Ελλάδα δεν υπάρχει».

Έδωσε στο ΔΝΤ ένα «τράτο» χρόνου έως και δυο μηνών να καθορίσει την τελική του στάση, αν και τυπικά υποχρεούται εντός του μήνα να δώσει στη δημοσιότητα την έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Τζέρι Ράις ξεκαθάρισε τα κριτήρια του ΔΝΤ, με το δίλημμα που έθεσε για τα πλεονάσματα, πετώντας το μπαλάκι στους Ευρωπαίους.

Ωστόσο, με δεδομένη την απόφαση του Eurogroup που αποδέχεται πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2020 («μεσοπρόθεσμα») και μεταθέτει τη συζήτηση για το περαιτέρω διάστημα μετά το 2018, το μπαλάκι των πλεονασμάτων επιστρέφει στην κυβέρνηση. Ήδη, η απόφαση του Eurogroup δεσμεύει την κυβέρνηση να νομοθετήσει επέκταση του δημοσιονομικού κόφτη, που ήδη ισχύει, και για τα έτη 2019-2020 τουλάχιστον. Αυτό το τρικ, που ήταν επινόηση του Σόιμπλε για να μείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, μπορεί να καλύπτει την πολιτική ανάγκη της κυβέρνησης να αποφύγει την ψήφιση συγκεκριμένων νέων μέτρων τώρα, αλλά δεν καλύπτει τα κριτήρια του ΔΝΤ.

Η πολυδιαφημισμένη απόφαση για άμεση υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος είχε τελικά εξαιρετικά περιορισμένο αντίκτυπο σε έμμεσα και άμεσα ενδιαφερόμενους (τα μέτρα αυτά αναλύει στις σελ. 2-3 ο Παύλος Δερμενάκης). Το ΔΝΤ αντέδρασε με τον αναμενόμενο τρόπο: τα χαρακτήρισε ανεπαρκή. Έχει όμως ενδιαφέρον ότι ακόμη και παράγοντες των αγορών δεν «έφαγαν» το αφήγημα περί ελάφρυνσης 22% το… 2060! Η Citigroup μίλησε για μεσοπρόθεσμη αύξηση αντί μείωσης του χρέους, δημοσιεύματα του Bloomberg και των Financial Times τα αποδοκίμασαν, ενώ οι αγορές ομολόγων, που το τελευταίο δίμηνο φιλοδωρούν τα ελληνικά με αξιοσημείωτη μείωση αποδόσεων, αυτή τη φορά αντέδρασαν αντίστροφα. Η απόδοση των δεκαετών, που είχε πέσει ακόμη και στο 6,5%, τρέχει σταθερά πάλι προς το 7%.

Όσο για την ΕΚΤ, η ανακοίνωση των βραχυπρόθεσμων μέτρων θεωρητικά διευκολύνει μια απόφασή της για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, όμως αυτή η απόφαση αναγκαστικά μετατίθεται γι’ αργότερα, αφού το κλείσιμο της αξιολόγησης διολισθαίνει προς το πρώτο δίμηνο του έτους. Βεβαίως, η απόφαση τη ΕΚΤ να παρατείνει το πρόγραμμά της μέχρι το τέλος του 2017, έστω και με μικρότερο ποσό αγορών, συντηρεί την ελπίδα ότι και τα ελληνικά ομόλογα θα προλάβουν να γευτούν αυτό το προνόμιο. Ιδιαίτερα όταν θα ολοκληρωθεί η ανταλλαγή παλαιών ομολόγων του EFSF με νέα του ESΜ, σταθερού επιτοκίου και μεγαλύτερης διάρκειας.

 

Ο πολιτικός «κόφτης» της αξιολόγησης

Με σημείο εκκίνησης την απόφαση του Eurogroup η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει έναν μαραθώνιο νέων διαπραγματεύσεων με το κουαρτέτο, που επιστρέφει στην Αθήνα, απροσδιόριστης διάρκειας. Θεωρείται απίθανο να υπάρξει κάποια εξέλιξη στη σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. την προσεχή εβδομάδα (15/12), στη λογική της «πολιτικής συμφωνίας» που επιδιώκει η κυβέρνηση.

Με μεγαλύτερη εκκρεμότητα το εργασιακό, φαίνεται αδύνατο να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση χωρίς οδυνηρές υποχωρήσεις από την κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπουργός Εργασίας Ε. Αχτσιόγλου, με τοποθέτησή της στο αρμόδιο συμβούλιο υπουργών της Ε.Ε. προ ημερών, «αποκάλυψε» ότι δεν είναι μόνο το ΔΝΤ που αντιτίθεται στην επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και στα άλλα κυβερνητικά αιτήματα για τις εργασιακές σχέσεις, αλλά όλη η ευρωπαϊκή τρόικα. Κατά τα φαινόμενα, λοιπόν, η διαπραγμάτευση θα συρθεί για αρκετές εβδομάδες, και στο νέο έτος.

Όμως, ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Τον Φεβρουάριο πέφτει ο πολιτικός «κόφτης»: δηλαδή, η μακρά σειρά εκλογικών αναμετρήσεων στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Μάρτιο στην Ολλανδία, Απρίλιο και Μάιο στη Γαλλία (προεδρικές εκλογές) αλλά και σε ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια, τον Σεπτέμβριο η μητέρα όλων των εκλογικών μαχών στη Γερμανία. Και τίποτα δεν αποκλείει εμβόλιμα να προκύψουν εκλογές και στην Ιταλία, παρά την προσπάθεια να αποφευχθούν μετά τον θρίαμβο του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα.

Αυτές οι αναμετρήσεις κυριολεκτικά θα παγώσουν τον χρόνο για την Ελλάδα. Άρα, η κυβέρνηση έχει το πολύ ένα δίμηνο για να διαμορφώσει ένα πολιτικά βιώσιμο ισοζύγιο υποχωρήσεων και συμβιβασμών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!