Η μη καταγγελία των συλλαλητηρίων ως εθνικιστικών από τις σελίδες του Δρόμου, προκάλεσε την απορία έως και οργή ορισμένων σε χώρους της Αριστεράς. Αφήνοντας κατά μέρος τα ψέματα που δεν έλειψαν και τις καρικατούρες που κατασκευάστηκαν για να κατατροπωθούν, μερικές διευκρινήσεις σε σχέση με τις απόψεις μας.
Απέναντι σε μια εμπλοκή που προκάλεσε το Μακεδονικό, τα διάφορα κομμάτια της Αριστεράς επέδειξαν αδυναμία στοιχειώδους παρέμβασης. Παρέμβαση που δεν έχει καταρχήν σχέση με τη συμμετοχή σε κάποιες κινητοποιήσεις αλλά με τη διατύπωση λόγου, εκτιμήσεων και αιχμών. Η κυβέρνηση άνοιξε ένα ζήτημα υπό τις επιταγές του ΝΑΤΟ, πρόβαλλες τη γραμμή της «ευκαιρίας», ξεκίνησε ένα μπαράζ συνομιλιών «επίλυσης» κι απέναντι σε αυτά υπήρξε σιωπή. Σα να μην κρίνεται κάτι σημαντικό, να μην απαιτείται αντιπαράθεση. Σαν να μην πρέπει με κάποιον τρόπο η συνιστώσα «λαός» να διαδραματίσει ρόλο στα τεκταινόμενα. Και η τόσο συνηθισμένη στις «πρωτοβουλίες» Αριστερά απλά παρακολουθεί. Χωρίς μια ερμηνεία για το «γιατί» άνοιξε τώρα το ζήτημα, χωρίς μια εκτίμηση για το «τι» θα δρομολογήσει σε βάθος χρόνου η «λύση» που προωθείται στα Βαλκάνια, χωρίς να συναισθάνεται την εμπλοκή της χώρας σε περιπέτειες.
Σε άλλη εκδοχή, τμήματα της Αριστεράς κριτικάρουν την κυβέρνηση για την καθυστέρηση της να επιλύσει το θέμα. Ο τίτλος ανακοίνωσης της Δικτύωσης για τη Ριζοσπαστική Αριστερά, του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα και της ΟΝΡΑ-Ανασύνθεση είναι ενδεικτικός: «Τα ελληνικά εμπόδια στη συμφωνία για το Μακεδονικό δίνουν χρόνο στην Ακροδεξιά». Για να καταλήξει στο «ό,τι επείγει τώρα είναι η ήττα του ελληνικού εθνικισμού». Η τοποθέτηση –και ασχέτως προθέσεων– προτρέπει την ελληνική πλευρά να υποστηρίξει σθεναρά και άμεσα την Νατοϊκή γραμμή ως ανάχωμα στους εθνικισμούς. Μα είναι η πολιτική των ισχυρών που έθρεψε και υιοθέτησε εθνικισμούς στην περιοχή των Βαλκανίων και συνεχίζει να το κάνει. Ακριβώς η προώθηση των σχεδιασμών και όχι η ακύρωσή τους θα συμβάλει στην ενδυνάμωσή τους.
Δεν είναι και τόσο παράδοξο να μην έχεις καλούς γείτονες. Δεν είναι λεπτομέρεια ότι, στα πλαίσια της μνημονιακής αποδυνάμωσης της χώρας, καταγράφεται μια γεωπολιτική απειλή. Ούτε σώνει και ντε το «δικό σου» αστικό κράτος είναι επιθετικό και με αλυτρωτικές διαθέσεις. Δίχως να εντοπίζονται οι ιδιαίτερες λειτουργίες του εθνικισμού σε κάθε συγκυρία, περιοχή και χώρα αλλά και οι πραγματικές τους δυνατότητες, σοβαρή μάχη με τον εθνικισμό δεν μπορεί να δοθεί. Γιατί άλλο η υπεράσπιση της πατρίδας στην πράξη και άλλο ο λόγος περί υπεράσπισης και η πατριδοκαπηλία.
Εν προκειμένω, δεν μπορεί να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο περιβόητος εθνικός κορμός στην Ελλάδα (η κυβέρνηση είναι προφανώς κομμάτι του…) υιοθετεί υποτελή στάση αλλά και ειδικά στις μέρες μας αντι-εθνικολαϊκιστική ρητορική. Δε ζούμε στο 1992 όπου σύσσωμος ο αστικός κόσμος κρατούσε τα λάβαρα. Κι αυτό δεν είναι άνευ σημασίας. Το μεγάλο ξέπλυμα που γίνεται στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο της ακροδεξιάς, όπως θεωρείται από μερικούς, αλλά περισσότερο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάζεται ως υπεύθυνη δύναμη.
Το ζήτημα όμως είναι μάλλον βαθύτερο και αφορά την έννοια της κυριαρχίας στις σύγχρονες συνθήκες. Από τη μια πλευρά μια Αριστερά φιλελεύθερη (παγκοσμιοποιητική) που θεωρεί τη διάλυση κρατών και εθνών ως αντικειμενική, λογική ή και θετική διαδικασία, αδιαφορώντας για το ταξικό πρόσημο και τους φορείς αυτής της διαδικασίας. Η παγκοσμιοποίηση προχωρά ακάθεκτη, ενώ το γεωπολιτικό πεδίο προβάλλεται ως παγίδα εγκλωβισμού και όχι πεδίο της πάλης των τάξεων. Όπως αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση «όποιος θέλει να τα βάλει με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τον αντικοινωνικό της κατήφορο, μπορεί να το κάνει στις απεργίες ενάντια στα μνημόνια και κατά των πλειστηριασμών». Κομμάτι αυτής της Αριστεράς έχει προσχωρήσει πλήρως στη ρητορεία Ομπάμα περί «δικαιωμάτων» και «προστασίας των μειονοτήτων».
Από την άλλη, μια εν πολλοίς αδιαμόρφωτη και μειοψηφική Αριστερά που προσπαθεί να ορίσει τις πατρίδες όχι μονάχα ως κάτι υπαρκτό αλλά και ως διεκδικούμενο απέναντι στην ισοπέδωση. Ενδιαφέρεται δηλαδή για την λαϊκή και εθνική κυριαρχία αλλά και τα προτάγματα που την οικοδομούν στις σύγχρονες συνθήκες. Με ό,τι αλλαγές έχουν φέρει οι συσχετισμοί, οι καταμερισμός εργασίας, οι νέοι τρόποι παραγωγής, η δημοκρατική συνθήκη, ο πόλεμος, η μετανάστευση, τα υποκείμενα που γεννιούνται μέσα σε όλο αυτό αλλά και ταυτόχρονα το επηρεάζουν.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο «Αριστερές» το ρήγμα θα βαθαίνει και δεν είναι στοιχείο κακής πληροφόρησης, αλήθειας ή ψέματος, αστοχιών ή σωστών χειρισμών. Είναι βαθύτεροι οι λόγοι του ρήγματος και θα μας απασχολήσουν στην περίοδο που ξανοίγεται.
Υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι σε συνθήκες δύσκολες και μετά από μια σχετική ήττα, το μόνο που μπορεί να ξεφυτρώσει είναι ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία και ο σωβινισμός. Λες και δεν υπάρχουν μέσα στον ελληνικό λαό φορτία άλλου τύπου και δυνατότητες που να ξεπερνούν τη γραμμή περί «γυφτοσκοπιανών»
Δέσμες ζητημάτων που τέθηκαν
Η κριτική που γίνεται μέσα από διάφορα άρθρα της εφημερίδας αφορά τις παρακάτω δέσμες ζητημάτων.
Την άποψη ότι κάτι μπορεί να λυθεί με την κινητικότητα του τελευταίου διαστήματος. Από την επίσημη γραμμή της «ευκαιρίας» μέχρι το ότι κουτσά στραβά κάτι θετικό διευθετείται. Πρόκειται για το κατεξοχήν ξέπλυμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και αγώνας ενάντια στον όποιο εθνικισμό μαζί με την κυβέρνηση. Το «καλύτερα με ΣΥΡΙΖΑ» λειτουργεί δυστυχώς ακόμα.
Την άποψη που περιορίζει το ζήτημα στο όνομα και τον αυτοπροσδιορισμό του γειτονικού κράτους. Ή που θεωρεί ότι αυτό που κρίνεται είναι κάποιας μορφής ολοκλήρωση μιας εθνογένεσης που δε μπορεί παρά να υποστηριχτεί. Δεν μπορεί να ασκηθεί πολιτική με την παράβλεψη των διαφόρων επιδιώξεων, την αγνόηση του τι παίζεται γεωπολιτικά στα Βαλκάνια, στη Θράκη, το Αιγαίο. Σε αυτά υπάρχουν σιωπές.
Την άποψη που δε βλέπει αλυτρωτισμό των Σκοπιών ή που σώνει και ντε πρέπει να συνοδεύεται κι από αλυτρωτισμό της Ελλάδας. Λες και οι εθνικισμοί δεν εκφράζονται με ιδιαίτερες λειτουργίες τους σε κάθε συγκυρία, περιοχή και χώρα. Ακριβώς η προώθηση των σχεδιασμών και όχι η ακύρωσή τους θα συμβάλει στην ενδυνάμωσή του εθνικισμού.
Την άποψη που παραβλέπει ότι ο περιβόητος εθνικός κορμός στην Ελλάδα υιοθετεί παραδοσιακά υποτελή στάση αλλά και εν προκειμένω αντι-εθνικολαϊκιστική ρητορεία. Δε ζούμε στο 1992 όπου σύσσωμος ο αστικός κόσμος κρατούσε τα λάβαρα. Ο διαχωρισμός με τους φασίστες είναι το αυτονόητο αλλά και το εύκολο.
Την άποψη που εστιάζει κατ’ αποκλειστικότητα στον κίνδυνο ανάπτυξης του εθνικισμού στο εσωτερικό της χώρας. Υποτιμώντας ή αρνούμενη ότι υπάρχουν έξωθεν απειλές και ενίοτε θεωρώντας ότι η υποχωρητικότητα είναι όρος για την διασφάλιση της ειρήνης.
Την άποψη που παραβλέπει ότι στην Ελλάδα το ταξικό, το κοινωνικό και το εθνικό ζήτημα συμπλέκονται και είναι αδύνατον να διαχωριστούν. Αυτό γεννά πιο περίπλοκα καθήκοντα. Αλλά και γενικότερα την άποψη που θεωρεί τη διάλυση των εθνών ως αντικειμενική, λογική ή και θετική διαδικασία, αδιαφορώντας για την ταξικότητα, το πρόσημο και τους φορείς αυτής της διαδικασίας.
Την άποψη ότι σε συνθήκες δύσκολες και μετά από μια σχετική ήττα, το μόνο που μπορεί να ξεφυτρώσει είναι ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία και ο σωβινισμός. Λες και δεν υπάρχουν μέσα στον ελληνικό λαό φορτία άλλου τύπου και δυνατότητες που να ξεπερνούν τη γραμμή περί «γυφτοσκοπιανών».
Την άποψη που δε διακρίνει την υπεράσπιση της πατρίδας στην πράξη από τα «λόγια» περί υπεράσπισης. Ο «εθνικός κορμός» δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα με την πολύμορφη διάλυση του έθνους του. Το ανάποδο. Την υλοποιεί. Για κάποιους βέβαια αυτό δεν είναι πρόβλημα. Το εθνικό ταυτίζεται με το εθνικιστικό και η συμφωνία με το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης πλήρης.
Την άποψη που δε βλέπει ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα ακολουθούν μια πολιτική που δεν θέλει να συγκρουστεί με τα σχέδια των ισχυρών στα Βαλκάνια. Στα συλλαλητήρια καλούν με το βλέμμα στην επόμενη εκλογική του επιτυχία.
Την άποψη που θυμάται την καταγγελία του ΝΑΤΟ όχι για να φωτίσει πλευρές του ζητήματος αλλά για να μην πάρει θέσει στα επίδικα της συγκυρίας και να προσαρμόζεται σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα για λόγους ψηφοθηρικούς.
Την άποψη που θεωρεί τη μη καταδίκη των συλλαλητηρίων ως εθνικιστικών σαν χάιδεμα του ακροδεξιού εσμού του ενώ το ανάποδο ένδειξη αριστεροσύνης. Καταργείται το ζήτημα της αντιεθνικιστικής εκπροσώπησης μιας δίκαιης ανησυχίας μεγάλου κομματιού της κοινωνίας και σε αντιπαράθεση με μιαν άλλη.