Του Μάρκου Δεληγιάννη
Ο ήλιος ολοκλήρωσε κι αυτής της μέρας το μεροκάματο. Μάζεψε τις ακτίνες του κι αθόρυβα σκαρφάλωσε στις πράσινες πλαγιές του Υμηττού -θεών παρατηρητήριο- κι ύστερα χάθηκε πίσω απ’ την αδιαφάνεια του βουνήσιου όγκου, αφήνοντας τη σιγαλιά του απόβραδου σιγόντο να κάνει στης φύσης το θρήνο, για το χαμό μιας μέρας ακόμη.
Εκείνη τη στιγμή, ώρα περισυλλογής, του Άδη ο περαματάρης, επιβάτη εξασφάλισε -τον σύντροφό μας τον Αντώνη τον Παρούση- για του Αχέροντα τον διάπλου την Παρασκευή 29 Νοέμβρη 2013. Εμείς σταθήκαμε στην αποβάθρα, με μάτια θολά και του ενεχυριάσαμε ένα γράμμα, ανάπαυση στου ταξιδιού τη μονοτονία:
Σύντροφε, κράτησες αμόλευτο τ’ όνειρο της νιότης κι αγάπησες με πάθος εκείνο το ναυαγισμένο μπάρκο με το ανυπέρβλητο, μα και μοιραίο όνομα. Λάτρεψες τους μακρινούς και τηλαυγείς φάρους, τα φώτα ενός ασύγκριτου λιμανιού. Ποθούσες τη συναρπαστική αγκαλιά της ουτοπίας. Σύντροφε, πλανηθήκαμε σε στράτες πρωτόγνωρες. Ίσως οι χάρτες να μας γέλασαν. Ίσως πάλι τα τηλεσκόπια να μας διέψευσαν, τ’ αστέρια φάνταζαν αδιευκρίνιστα. Μα ο δρόμος μπροστά μας, ανοιχτός, είναι πρόκληση σωστή. Το εναγώνιο ψάξιμο ενός τόπου, που θα μας δεχθεί. Οι καινούργιες ρότες, του κόσμου, τα σταυροδρόμια, που μας κλείνουν με νόημα το μάτι. Κι όμως, σκληρή ήταν η πορεία κάτω από συννεφιασμένο ουρανό.
Θυμάσαι, Αντώνη, ήταν τότε, που «οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και τ’ άχυρα στα μαλλιά», κατησχυμένοι, κυνηγημένοι, εγκατέλειψαν την πατρίδα μας. Η πολυπόθητη λευτεριά ήτανε πάλι σιμά μας. Μα δεν προλάβαμε να τη χαρούμε. Έφυγε γοργά, σαν καλοκαιριάτικη νύχτα. Ήρθανε πάλι, οι άνθρωποι με τις καμπαρντίνες και τα χαμηλωμένα καπέλα και σκόρπισαν το μίσος ανάμεσά μας. Και τα σφαγεία δούλευαν ολημερίς κι ολονυχτίς κι η ψυχή της Ελλάδας την κάθε αυγή ντουφεκιζότανε. Κι οι άνθρωποι που είχαν χάσει το πρόσωπό τους, δολοφόνησαν τον πατέρα σου κι εσύ, παιδόπουλο τρυφερό, δεκατεσσάρων χρονών, βρέθηκες στα βουνά να κυνηγάς, το κλεμμένο αύριο ενός λαού. Μια σφαίρα όμως, χτύπησε το νεαρό βλαστάρι, το τσάκισε. Έμεινες ανάπηρος. Η μάχη τέλειωσε για σένα πριν καν αρχίσει.
Και τότε άρχισε η άλλη η μάχη, η σκληρή. Το ξεριζωμένο βλαστάρι αποζητά, εναγώνια, λίγο χώμα να ’βρει, να ριζώσει και πάλι. Μια καινούργια αρχή. Η ζωή, χείμαρρος ορμητικός, δεν σταματάει. Αναζήτησες άλλους ουρανούς. Στεκόσουν, ανυπόμονος, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς κι αφουγκραζόσουν τις ράγες, ν’ ακούσεις εκείνο το θόρυβο, προμήνυμα μιας καινούργιας εποχής. Βρέθηκες έφηβος στη Βουλγαρία κι ύστερα στην Ουγγαρία. Εκεί, ρίζωσες, έζησες, σπούδασες, άνοιξες ένα καινούργιο παράθυρο και όταν το χειμώνα οι νύχτες κλέβουν τις φροντίδες της ημέρας, εφοδίαζες τα ταξιδιάρικα πουλιά με δάκρυα, μηνύματα ξεκάθαρα στους ξεχασμένους συντρόφους, που φύγανε με την πίκρα στα χείλη.
Τα χρόνια πέρασαν κι οι πληγές κρύφτηκαν κάτω από καινούργια ρούχα. Οι τοτινοί νικητές είναι και τώρα νικητές. Μα ήρθε η λαχτάρα του νόστου, η αρρώστια του ξενιτεμένου, κι ήρθες πάλι εδώ, στη γη που σε γέννησε κι έτσι, εμείς σε γνωρίσαμε. Αλήθεια, σύντροφε, εσύ το ξέρεις καλά αυτό: Δεν φτάνει μια ζωή ν’ αναπολήσεις τα όσα έζησες. Άλλωστε ποιος ξέρει τι αύριο θα συμβεί; Ή, ποιος με βεβαιότητα μπορεί να καταθέσει τι συνέβη τις μέρες που πέρασαν; Χρόνια χαμένα εδώ κι εκεί, σε καπνισμένα δωμάτια, σε φτηνά ξενοδοχεία, σε συνελεύσεις ατελεύτητες, σε όνειρα ακατόρθωτα. Ώσπου, βράδιασε και το «αντίο» αναπόφευκτο. Οι ελπίδες, οι προσδοκίες της νιότης, ίσως μείνανε καταμεσής του δρόμου. Εμείς, όμως, σύντροφε, θα συνεχίσουμε, γιατί απ’ όλα τα πεπρωμένα, εκείνο που μας θέλγει περισσότερο, είναι εκείνο του ταξιδευτή, που δεν συμφιλιώθηκε με το δρόμο, που φωτίζει το άστρο του. Θα χτίσουμε καινούργια σπίτια με υλικό τη λησμονιά. Θα στήσουμε τις νύχτες καρτέρι στις παλιές μας αυταπάτες. Καλό ταξίδι, σύντροφε Αντώνη!
Και εμείς, κινήσαμε να φύγουμε, ίσκιοι βουβοί. Αποζητήσαμε λίγη ρακή, τα χείλη μας να βρέξουμε. Νιώσαμε την ανάσα μας να πνίγεται. Μια ομίχλη ιδιότυπη τη ματιά μας δυσκόλευε. Αναρωτηθήκαμε: Τι άραγε συμβαίνει; Κάποιος μουρμούρισε: Είναι τα αποκαΐδια της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του φοβισμένου πολίτη. Κι ήρθες πάλι μπροστά μας, σύντροφε Αντώνη. Τα παιδιά της θύελλας. Παιδιά απίστευτων στερήσεων και ηρωικών προσπαθειών. Κι αν νικήθηκαν δεν ήταν από δειλία ή από τύχη ή από αντιξοότητες. Όχι. Ήταν εκείνο το ασίγαστο πάθος, που κατέτρωγε τα σωθικά τους, για κάτι μεγάλο, για κάτι μακρινό.
Σελίδες από μια χαμένη μάχη, που στα περιθώριά τους γράψανε τη ζωή τους.