Ήξερα ότι ήταν μικρασιατικής καταγωγής, με σταθμό στην Αλεξανδρούπολη, γεννημένος στη Λήμνο και μαθητής του Μόραλη, του Γεωργιάδη και -στη δεκαετία του 1950- του Κόντογλου με κλίση στα αγιογραφικά. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Από την έκθεσή του στην «Ώρα» του Μπαχαριάν, το 1976, έδειχνε το εύρος του. Στο σπίτι του, με μύησε στο έργο του. Για την ακρίβεια, με μικρές δόσεις, χωρίς ίχνος έπαρσης, μου ξεδίπλωνε υπομονετικά τις πτυχές της δημιουργικότητάς του και εγώ εισχωρούσα διακριτικά, αλλά επίμονα με μεγάλη αδημονία και περιέργεια, στο ενδότερα του φαντασμαγορικού πολυδαίδαλου εσωτερικού του κόσμου. Ώρες, μέρες και χρόνια χρειάστηκαν για να εξερευνήσω και πολύ περισσότερο να κατανοήσω μερικούς άξονες της ιδιοφυίας του. Είδα μικρούς και μεγάλους πίνακες που με ξάφνιασαν. Μου έδινε βιβλία και μου διάβαζε σύντομα κείμενα που με συγκλόνιζαν.

Ο Νίκος Παΐσιος θεωρεί ότι ο Ράλλης Κοψίδης είναι «ο μεγαλύτερος μεταπολεμικός μαθητής του Κόντογλου και θα πρέπει να συναριθμηθεί με τους δύο μεγαλύτερους προπολεμικά μαθητές του, τους Γιάννη Τσαρούχη και Νίκο Εγγονόπουλο». (περιοδικό «Σύναξη», Ιούλ.-Σεπτ. 2006)

Αυτός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος, που μιλούσε χαμηλόφωνα και δεν έκανε μεγάλες απότομες χειρονομίες, μεγάλωνε συνεχώς στη συνείδησή μου καθώς μου έδειχνε απλώς το έργο του χωρίς να περιαυτολογεί. Στην πραγματικότητα ήταν ένα ηφαίστειο που έκαιγε συνεχώς χωρίς να φαίνεται από τη συμπεριφορά του παρά μόνο από τις ζωγραφιές του, αλλά και τα κείμενά του που τα άκουγα μαγεμένος. Και μαζί ήταν τόσα πολλά άλλα, συναφή. Τα χαρακτικά του, τα σκίτσα, οι μεταξοτυπίες, τα σχόλια και τα βιβλία του, ακόμα και τα μικροπράγματα που είχε προσεκτικά τοποθετημένα σε διάφορα σημεία, όλα με μια μικρή ιστορία να τα συνοδεύει. Η γραφή του με το μολύβι σε σχολικά τετράδια, οι σημειώσεις και συμπληρώσεις στο περιθώριο με πολύ μικρά αλλά όμορφα γράμματα, αλλά και ο λόγος του, κατασταλαγμένος, βαθύς, στοχαστικός, πρωτότυπος, άλλοτε πολύ τρυφερός κι άλλοτε πολύ αιχμηρός, καταγγελτικός και θυμωμένος.

Ο Κοψίδης ήταν πλάστης από άλλη διάσταση, φορέας μιας μαγείας που εξασθενούσε, βιαζόταν, μολυνόταν, χανόταν ή αντικαθίστατο από κρύα, ρηχά και ανούσια πράγματα. Αλλά δεν ζούσε αποτραβηγμένος στο παρελθόν. Είχε επίγνωση του παρόντος και περισσότερο αισθανόταν την απειλή που ερχόταν από το κοντινό μέλλον. Έβλεπε με έντονες γραμμές και σχήματα το αναπότρεπτο των καταστροφικών συνεπειών που προκαλούν οι κυρίαρχες αντιλήψεις για τη ζωή, την κοινωνία, την «πρόοδο». Δεν ήταν δέσμιος μιας νοσταλγικής αναπαράστασης ιδεατών ή ωραιοποιημένων καταστάσεων. Μιλούσε με τα «πνεύματα», αλλά σκεφτόταν τους ανθρώπους. «Ο κόσμος είναι ένα κομμάτι ορατό ενός αόρατου μεγαλείου» έλεγε…

Από πολύ νωρίς, πολύ πριν αρχίσει αυτό να απασχολεί κι άλλους πέρα από τα πιο ευαίσθητα και πρωτοπόρα άτομα της κοινωνίας, ο Ράλλης έστελνε απεγνωσμένα σήματα κινδύνου για την πολιτισμική ισοπέδωση, την τυποποίηση της λαϊκής τέχνης, την ξενομανία, την πνευματική αλλοτρίωση, την περιβαλλοντική καταστροφή και τον τουριστικό Αρμαγεδδώνα που άφηνε κιόλας τα πρώτα χαλάσματα.

Πολύ μπροστά

Με τον Ράλλη συζητούσαμε πολύ για την Ανατολή με ό,τι αυτό μπορεί να περιέχει. Με βοήθησε να μπω σε χώρους απροσπέλαστους ακόμα και στο πιο εξασκημένο μάτι. Το «κλειδί» το είχε ο Ράλλης πριν ακόμα τον πάρει να θητεύσει κοντά του ο Φώτης Κόντογλου. Ο Ράλλης είχε αυτό που είχε από τη «φύση» του ή από τη «μάνα» του κι ο Παπαδιαμάντης. Κι ο Θεόφιλος. Κι ο Βαμβακάρης. Κι άλλοι εκλεκτοί, γνωστοί και άγνωστοι, που έχουν τον λαϊκό πολιτισμό στα σπλάχνα τους, που ταυτίζονται μ’ αυτόν. Που δεν τον μαθαίνουν σε κάποιο σχολείο, αλλά στο κατάλληλο περιβάλλον και με γνήσιους δασκάλους τον επεξεργάζονται, τον αναπλάθουν, τον εμπλουτίζουν και τον εξωτερικεύουν ανεβαίνοντας με ταλέντο και μόχθο σε νέα επίπεδα, προϋπόθεση βασική όχι μόνο για προσωπική δημιουργία, αλλά και για διαιώνιση του είδους που μόνο η προσκόλληση στην πιστή αντιγραφή και αναπαραγωγή δεν μπορεί να ανανεώσει και να διασφαλίσει το διάβα του στο μέλλον.

Πόσο μεγάλη δύναμη, θάρρος και εμπιστοσύνη στο ιδεατό του είχε αυτός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος που μπορούσε να μπει στο άβατο της αγιογραφίας και να «πειράξει» τις εικόνες σε μια εκκλησία χωρίς ίχνος ασέβειας στην παράδοση. «Η εικονογραφική πρόταση του Κοψίδη… αποτελεί την πρώτη ίσως σοβαρή απόπειρα απεγκλωβισμού από την αντιγραφή και άνοιγμα προς μια δημιουργική σχέση με την εικονογραφική παράδοση» γράφει ο Γιώργος Δ. Κόρδης στη «Σύναξη».

Το Κάνιστρο

Όταν έπιασα στα χέρια μου και ξεφύλλισα το «Κάνιστρο» που έβγαζε χειροποίητα, μα εντελώς χειροποίητα, με σχέδια, ζωγραφιές, φωτογραφίες, κείμενα και χαρακτικά, που τα σελιδοποιούσε, τα τύπωνε με χρώματα και τα έδενε μόνος του, κατάλαβα ότι ήταν αξεπέραστος. Ακόμα και σήμερα που ξαναδιαβάζω το «Κάνιστρο – Το μεράκι της Ρωμιοσύνης» αισθάνομαι ένα δέος αναλογιζόμενος πώς ο Ράλλης συγκέντρωνε, έγραφε και σχεδίαζε όλο το υλικό και στη συνέχεια τύπωνε μια-μια την κάθε σελίδα σε διαστάσεις 25Χ35 για να βγάλει τα 100 αριθμημένα αντίτυπα που ήταν το τιράζ του. Πρόκειται για έναν ασυνήθιστο πνευματικό, καλλιτεχνικό και τεχνολογικό άθλο!

Η Λήμνος, το Λαύριο, ο Καραγκιόζης, οι Μακεδονομάχοι, η Σινασός, η Πλάκα, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, η Μαρία και η Σοφία… τόσοι τόποι, τόσοι άνθρωποι, τόσες ιστορίες, τόσα έργα τέχνης, τόσες ανάσες, τόσα ξενύχτια, τόσες ζωές μέσα σε μερικά φύλλα χαρτιού σαν στρώσεις ψυχής!

Το τελευταίο τεύχος βγήκε το 1974, αφιερωμένο στο Πολυτεχνείο. Με σχέδια και κείμενα, ο Ράλλης γελοιοποιεί τους δικτάτορες και καταγγέλλει με πολύ αιχμηρό τρόπο τους Αμερικάνους για όσα σε βάρος της Ελλάδας μηχανεύονται και πράττουν.

Ο Κοψίδης όχι μόνο έβλεπε πιο μπροστά, αλλά και τα θέματά του ήταν προωθημένα όταν πολεμούσε τους εργολάβους του μοντερνισμού, της τεχνολογίας, του καταναλωτισμού και του νεοπλουτισμού. Όλους αυτούς που καταστρέφουν και αντικαθιστούν ό,τι καλύτερο έχουμε κληρονομήσει με ό,τι πιο απάνθρωπο, αντιαισθητικό, αφύσικο, κερδοσκοπικό και ρυπογόνο παράγει και επιβάλλει το παγκόσμιο σύστημα οργάνωσης και διακυβέρνησης υποτάσσοντας με τον τρόμο και τον πόλεμο ή εξαγοράζοντας και διαφθείροντας με μικρές αλλά δελεαστικές παροχές, τους πολίτες του κόσμου.

Η σύγκλισή μας

Ο Ελληνισμός και η καταγωγή μας ήταν συγκολλητικά μας στοιχεία. Ο λαϊκός πολιτισμός, επίσης. Η αντίθεσή μας στον άνευ ορίων και επίγνωσης των κινδύνων εκσυγχρονισμό, στην άγρια εκμίσθωση-εκποίηση του εθνικού πλούτου και στην ισοπέδωση των πνευματικών αξιών, ήταν κοινή.

Όταν έγραψα στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» ένα εκτενές άρθρο για την καταστροφή των υπέροχων μαρμάρινων κρασπέδων που έχουν τα πεζοδρόμια στις άκρες τους και την αντικατάστασή τους από άχαρα γκρι τσιμεντένια μπλοκ από τους εργολάβους του Δήμου, συμπεριέλαβα την επισήμανση του Ράλλη ότι ολόκληρα τα πεζοδρόμια της Αθήνας ήταν στρωμένα με παχιές πέτρινες πλάκες που ξεκινούσαν από τα Πατήσια κι έφταναν μέχρι τη θάλασσα προτού αντικατασταθούν από φτηνά και αισθητικά και ιστορικά αδιάφορα πλακάκια.

Κι όταν του είπα ότι η εταιρία που δημιουργούμε με τον Γιώργο Κυβέλο για να οργανώσουμε τις «Μέρες Μουσικής 1922-1992» θα λέγεται «Σινασός», με ενθουσιασμό σχεδίασε το λογότυπό μας και διέθεσε ένα υπέροχο έργο του για το αφιέρωμα στις μουσικές των εκτός ελληνικής επικράτειας Ελλήνων υπό τον τίτλο «Στις άκρες του Ελληνισμού». Αυτό το έργο έγινε μέρος του σκηνικού στο Παλλάς, μπήκε στην πρόσοψη του προγράμματος της εκδήλωσης, έγινε αφίσα, στόλισε το εξώφυλλο των δίσκων βινιλίου και CD με τα τραγούδια που ακούστηκαν από καλλιτέχνες από τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, τη Βόρεια Ήπειρο, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Κύπρο και τη Θράκη και πέρασε ως εικόνα με νόημα στο τηλεοπτικό κοινό μέσα από τη μετάδοση της εκδήλωσης από την ΕΡΤ.

Πέρα από την αγάπη και το θαυμασμό μου για το Κοψίδη, τον άνθρωπο και τον δημιουργό, ήμουν, και παραμένω, αγκιστρωμένος στη λαμπρή εποχή της ελληνικής δισκογραφίας, που στα εξώφυλλα των δίσκων φιλοξενούνταν σπουδαία έργα των μεγάλων μας εικαστικών καλλιτεχνών. Έτσι γνώρισα και τους ίδιους τους δημιουργούς προσωπικά. Συνθέτες και ενορχηστρωτές, ποιητές, στιχουργοί και μεταφραστές, μουσικοί και ερμηνευτές, ζωγράφοι, χαράκτες, φωτογράφοι και γραφίστες, ηχολήπτες και παραγωγοί, σκηνοθέτες και ηθοποιοί, συνεργάζονταν για να βγει αυτό το εξαίρετο υλικό του νέου Ελληνισμού. Μόνο ο Ράλλης έλειπε από τη δισκογραφία…

Ένα μικρό δράμα

Ήθελα οπωσδήποτε να αποκτήσω το έργο ζωγραφικής που είχαμε επιλέξει με τον Ράλλη για το μεγαλύτερο και πληρέστερο ever αφιέρωμα στο ελληνικό τραγούδι με αφετηρία τη μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό. Επειδή ήταν εξαίσιο, αλλά και επειδή αναφερόταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα μου και του Κοψίδη, την Καππαδοκία, και γιατί ταυτιζόταν πλήρως με την κεντρική ιδέα των εκδηλώσεων «Μέρες Μουσικής 1922-1992». Ο λαϊκός πολιτισμός και η μάχη για τη διάσωση και συνέχισή του, ήταν η έγνοια μας. Ο Ράλλης συναίνεσε, αλλά επειδή είχε ήδη δώσει το έργο για την επικείμενη έκθεση που ετοίμαζε στον Πειραιά, με έφερε σε επαφή με τη διεύθυνση της γκαλερί με την οποία συμφωνήσαμε να μου παραδοθεί ο πίνακας μετά τη λήξη της έκθεσης, ως είθισται.

Όμως, όταν πήγα στην γκαλερί για να παραλάβω τον πίνακα καταβάλλοντας τη συμφωνημένη τιμή, διαπίστωσα εμβρόντητος ότι ο πίνακας είχε πουληθεί σε γνωστό εφοπλιστή! Ενώ το έργο είχε εξ αρχής την ένδειξη «πωληθέν» με βάση τη συμφωνία μας, χωρίς καν να με ειδοποιήσουν άμεσα ή μέσω του Κοψίδη, έδωσαν το έργο στον καλό τους πελάτη. Αναστατωμένος τηλεφώνησα στον εφοπλιστή και του εξέθεσα τους ιδιαίτερους λόγους που με συνδέουν με τον συγκεκριμένο πίνακα. Δηλαδή, η πατρίδα μας η Καππαδοκία, η στενή σχέση μου με τον Κοψίδη και η ταύτιση του έργου με τις «Μέρες Μουσικής 1922-1992», συν το γεγονός ότι είχα κλείσει τον πίνακα πριν ακόμα αρχίσει να λειτουργεί η έκθεση. Μάταια. Ο εφοπλιστής ήταν επενδυτής σε έργα τέχνης, μπίζνεσμαν. Δεν τον συγκίνησα με τα επιχειρήματά μου ούτε έδειξε να νοιάζεται για τη συμφωνία που δεν σεβάστηκε η γκαλερί προκειμένου να μην δυσαρεστήσει τον πλούσιο πελάτη της. Πολύ αργότερα ενημέρωσα τον Ράλλη και τη Μαρία για το συμβάν, για να μην τους φέρω σε δύσκολη θέση.

Η συνεργασία

Η συνεργασία μας στο «ντέφι» ήταν κάτι φυσικό. Ο Κοψίδης είχε ψηλά στην εκτίμησή του το περιοδικό μας. Όχι μόνο επειδή ήταν φανερό ότι η μεγάλη παρέα μας υπερασπιζόταν και πρόβαλε μέσα από τους δικούς μας διαύλους και το δικό μας τρόπο τις ίδιες αξίες που εκείνος πρέσβευε, φιλοτεχνούσε και υπηρετούσε, αλλά και γιατί ο Κοψίδης είχε βαθιά αγάπη για τη λαϊκή μουσική και πολλές φορές χρησιμοποιούσε θέματα και στίχους από λαϊκά τραγούδια στη ζωγραφική και τα κείμενά του. Αυτή την εκτίμηση την έδειχνε έμπρακτα. Κι όταν έχεις τέτοια ανταπόκριση από ανθρώπους υπέρμετρης διαύγειας, μεγάλης ακρίβειας και υψηλών αισθητικών και κοινωνικών προδιαγραφών, δικαιολογημένα αισθάνεσαι μια πλήρωση.

Τα κείμενα που μου έδινε για δημοσίευση, δυσκολευόμουν πολύ να τα επιλέξω από όσα μου διάβαζε, γιατί όλα μου άρεσαν υπερβολικά. Άνοιγε ένα από τα σχολικά τετράδια που είχε αριθμημένα, κοιτούσε τα περιεχόμενα που είχε στην πρώτη σελίδα και όταν διάλεγε ένα κείμενο το διάβαζε με την απαλή ήρεμη φωνή του με σχεδόν αδιόρατες υπογραμμίσεις αφού οι λέξεις και τα νοήματα είχαν μια εσωτερική ένταση τόσο δυνατή και μια χρωματική κλίμακα τόσο ανάγλυφη που δεν χρειάζονταν εκφραστικές αυξομειώσεις για να τονιστούν. Θυμάμαι ότι πάντα, από ανυπομονησία, του ζητούσα να διαβάσει κι άλλα από τα σύντομα κομψοτεχνήματα γραφής που είχε μέσα σ’ αυτά τα κιτάπια. Τόση λεπτότητα, τόση ευαισθησία, τόσος στοχασμός, τόση ιστορικότητα, τόση διεισδυτικότητα και ανοιχτοσύνη, τόση αγωνία, πάθος και ανθρωπιά με τόση ευθυκρισία και εσωτερική ισορροπία, σπάνια τη βρίσκεις σε έναν άνθρωπο όσο ταλαντούχος και προικισμένος κι αν είναι.

Ετοιμάζοντας ένα τεύχος αφιερωμένο στη Μικρά Ασία, με τη συμβολή των Μάρκου Δραγούμη, Παναγιώτη Κουνάδη, Λεωνίδα Εμπειρίκου, Γιώργου Παπαδάκη, Θωμά Κοροβίνη, Μιχάλη Χαραλαμπίδη κ.ά., κράτησα για τον Κοψίδη το εξώφυλλο.

Ο λαϊκός πολιτισμός, τα σινάφια της Σμύρνης, οι παιχνιδιατόροι και οι τραγουδιστάδες, η λογοτεχνία και τα τραγούδια, δημοτικά και ρεμπέτικα, η Μέλπω Μερλιέ και ο Μπο-Μποβύ, ο Βαγγέλης, η Αγγέλα κι ο Γιώργης Παπάζογλου, οι σχέσεις των λαών αναμεταξύ τους, τα στοιχεία της καταστροφής και οι συνέπειές της, μαζί με κείμενα του Κυριάκου Σιμόπουλου, της Έλλης Παπαδημητρίου, του Κόντογλου, του Παλαμά, του Σεφέρη κ.ά. έπρεπε να έχουν μια πολύ δυνατή εικαστική συμπύκνωση στο εξώφυλλο. Κι αυτό μόνο με ένα σκληρό, αδρό δραματικό τοπίο του Κοψίδη θα μπορούσε να επιτευχθεί. Μετά από αρκετές συζητήσεις με τον Ράλλη που ήξερε τα περιεχόμενα του αφιερώματος, καταλήξαμε στο Σπίτι της Σινασού με τους συμβολισμούς του. Ήταν, νομίζω, το πιο βαρύ σε νοήματα εξώφυλλο που είχε το «ντέφι» στην πορεία του.

Και μετά ήρθε «Το Μεγάλο Πλοίο». Ο Ράλλης μου πρότεινε να εκδώσουμε ένα βιβλίο με αφηγήματα από την Ανατολή εικονογραφημένα με δικά του σχέδια. Η συγγραφέας ήταν άγνωστη, αλλά η πρόταση να βγάλουμε ένα ολόκληρο βιβλίο με πολλά καινούργια και αδημοσίευτα σχέδια του Κοψίδη ήταν πάρα πολύ ελκυστική, τιμητική και ακαταμάχητη. Το βιβλίο δεν είχε εμπορική τύχη, αλλά καθόλου δεν μετανιώσαμε που μας δόθηκε η ευκαιρία να θέσουμε σε κυκλοφορία όλες τις υπέροχες ζωγραφιές του Κοψίδη που περιλαμβάνει.

Αραίωσαν κάπως οι συναντήσεις μας όταν απουσίαζα για μεγάλα χρονικά διαστήματα για τα είκοσι ντοκιμαντέρ –υπό τον τίτλο «Το ατελείωτο ταξίδι του Ελληνισμού»– που ετοίμασα για την ΕΡΤ ταξιδεύοντας ασταμάτητα στις κοινότητες των Ελλήνων και των Ελληνοφώνων, από την Κάτω Ιταλία και τα Βαλκάνια μέχρι την παρευξείνια ζώνη και τη Φινλανδία. Αλλά ακριβώς λόγω του περιεχομένου τους, αυτά τα ντοκιμαντέρ σφυρηλάτησαν ακόμα περισσότερο τη σχέση μας με τον Ράλλη και τη Μαρία, που τα παρακολουθούσαν με πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον και δεν έχαναν την ευκαιρία να τα επαινέσουν. Εκείνη την εποχή μιλούσαμε με τη Μαρία και τον Ράλλη πιο συχνά στο τηλέφωνο.

Τι να πρωτοθυμηθώ από μια γνωριμία και σχέση που με σημάδεψε μόνο θετικά!

Αθώος άγιος

«Κατά βάθος, ο Κόντογλου είναι ένας λόγιος που πασχίζει να γίνει αθώος» επισημαίνει ο Παΐσιος και συμπληρώνει «ο Κοψίδης είναι αθώος». Αθώος που δεν χαρίστηκε σε κανέναν αγύρτη της εκκλησίας, της πολιτικής ή των γραμμάτων και των τεχνών. Ένας άγιος όχι με σταυρούς, καλυμμαύκια και αμφίβολης αλήθειας θαύματα. Ένας άγιος που από το «κελί» του -πάντα ορθάνοιχτο στους επισκέπτες- έστελνε μικρής εμβέλειας αλλά ανυπολόγιστης πνευματικής, ηθικής και καλλιτεχνικής αξίας δημιουργήματα στον έξω κόσμο. Ο Ράλλης Κοψίδης γεννήθηκε το 1929 και έφυγε από κοντά μας το καλοκαίρι του 2010, στα 81 του…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!