Επιμέλεια κειμένων: Βασίλης Γεροδήμος, Αλέξης Θεοδωρίδης, Ιάσονας Κωστόπουλος
Το υλικό που παρουσιάζουμε σε αυτό το αφιέρωμα προέκυψε ως αποτέλεσμα των συζητήσεων στην πορεία προς την ημερίδα με θέμα «Οι προκλήσεις της ψηφιακής εποχής στην Ελλάδα και τον κόσμο» που διοργανώνει το Συνέδριο για «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα» στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια πρώτη προσπάθεια να κωδικοποιηθούν σκέψεις και επεξεργασίες, που αποτελούν έναν πρώτο κοινό τόπο, που ορίζει εν πολλοίς την οπτική από την οποία εξετάζουμε το κομβικό αυτό θέμα.
Είναι εύκολα αντιληπτό ότι η ψηφιοποίηση, τα εργαλεία και τα δημιουργήματα της έχουν εισχωρήσει σε όλο και περισσότερες πτυχές της καθημερινής μας ζωής. Εκπαίδευση, εργασία, ψυχαγωγία, εμπόριο, ανθρώπινες σχέσεις, πληροφόρηση, παραγωγή, ιατρική, βιολογία, πόλεμος έχουν εναρμονιστεί με τη «μαγεία» του ψηφιακού κόσμου. Η έκρηξη αυτή δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το πλαίσιο της πολυοργανικής κρίσης, της «μετάβασης του κεφαλαίου» και της υποχώρησης του ανταγωνιστικού κινήματος.
Ο καπιταλισμός μορφοποιεί και μορφοποιείται από τα νέα εργαλεία του ψηφιακού καπιταλισμού και τις δυνατότητες που αυτά παρέχουν τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και για τον έλεγχο κοινωνιών και μεγάλων πληθυσμών, μέσω της ολοένα και μεγαλύτερης διαμεσολάβησης των ανθρώπινων σχέσεων από ψηφιακά μέσα, εργαλειοποιώντας τις πολλαπλές του κρίσεις (πανδημία, ενεργειακή κρίση, κλιματική αλλαγή, πολεμική οικονομία) ως μοχλούς φυσικοποίησης των τεχνοκρατικών «λύσεων» που ως τέτοιες δεν επιδέχονται κανέναν δημοκρατικό έλεγχο ή κριτική.
Το υλικό που παρουσιάζουμε σε αυτό το αφιέρωμα προέκυψε ως αποτέλεσμα των συζητήσεων στην πορεία προς την ημερίδα με θέμα «Οι προκλήσεις της ψηφιακής εποχής στην Ελλάδα και τον κόσμο» που διοργανώνει το Συνέδριο για «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα» στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια πρώτη προσπάθεια να κωδικοποιηθούν σκέψεις και επεξεργασίες, που αποτελούν έναν πρώτο κοινό τόπο, που ορίζει εν πολλοίς την οπτική από την οποία εξετάζουμε το κομβικό αυτό θέμα.
Ειδικά στην περίοδο της πανδημίας υπήρξε τέτοια διαχείριση ώστε η υγειονομική κρίση να λειτουργήσει ως επιταχυντής της νομιμοποίησης της εξάπλωσης των ψηφιακών τεχνολογιών και της ανάδειξής τους σε κύριο μέσο επίλυσης αυτού του «φυσικού» κινδύνου. Οι πειραματισμοί με την τηλεκπαίδευση, την τηλεργασία, το ψηφιακό πάσο ως μέσο ελέγχου και επιβολής αποκλεισμών πρόσβασης στον δημόσιο χώρο αλλά και ως νέο πιστοποιητικό φρονημάτων, η σχεδόν αναγκαστική εγγραφή σε μια ψηφιακή πλατφόρμα, η αύξηση των ψηφιακών συναλλαγών, όλα αυτά λειτούργησαν ως οχήματα για τον περαιτέρω κοινωνικό έλεγχο και τον έλεγχο των ροών πληροφορίας. Οι ψηφιακοί κολοσσοί και οι γκουρού της τεχνολογίας απέκτησαν ισχύ και βαρύτητα στη λήψη των αποφάσεων πολύ μεγαλύτερη από τους μικρόνοες πολιτικούς με τις εθνικές ή μικροπολιτικές τους έριδες.
Σε προηγούμενες φάσεις της ιστορίας του καπιταλισμού πρωτεύουσα επιδίωξη ήταν η διαχείριση και πειθάρχηση της εργατικής δύναμης (ρομποτική, μείωση εργατικού κόστους). Σήμερα έχουμε περάσει σ’ ένα στάδιο όπου ο έλεγχος και η διαχείριση πληθυσμών σε πλανητική κλίμακα είναι κεντρικό ζήτημα για την αναπαραγωγή του κυρίαρχου συστήματος. Το ψηφιακό άλμα του καπιταλισμού παρέχει σε αφθονία τα δεδομένα, εκπαιδεύει τους αλγορίθμους και παραδίδει τα εργαλεία για την πραγματοποίηση των επιδιώξεων αυτών.
Παράλληλα, επιχειρείται η υπαγωγή όλο και περισσότερων σφαιρών της πραγματικής ζωής στον ψηφιακό κόσμο. Η προσπάθεια κυριαρχίας επί της φύσης μέσω της βιο-μηχανικής τεχνολογίας, η ρομποτοποίηση του ίδιου του ανθρώπινου σώματος –που από τη φύση του θεωρείται ελαττωματικό– και η ψηφιοποίηση του ανθρώπινου νου, ακόμα και οι ευσεβείς πόθοι περί ενός ψηφιακού μετασύμπαντος (metaverse), αποτελούν πεδία δημιουργίας επίπλαστων ανθρώπινων αναγκών και υποψήφιων νέων αγορών προς αξιοποίηση που θα μπορέσουν να συντηρήσουν την αποτελεσματική επανεπένδυση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου. Οι επικρατούσες ιδεολογίες αντανακλούν στις μέρες μας τον μεγαλύτερο ευσεβή πόθο, δηλαδή ότι η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας θα διαρρήξει όλα τα εμπόδια που συναντά η συσσώρευση του κεφαλαίου (ότι θα «απελευθερώσει τον άνθρωπο» από τις κοινωνικές αντιθέσεις), ή, με άλλα λόγια, ότι το κεφάλαιο μπορεί αέναα να είναι η λύση στα προβλήματα που το ίδιο δημιουργεί.
Η ψηφιακή μετάβαση αποτελεί βασικό εργαλείο της επιθετικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και αποτελεί κοινή στρατηγική σ’ όλα του τα κέντρα. Αναδιανέμει προς τα πάνω σε μεγάλη κλίμακα τον πλούτο, επιδρά και τροποποιεί τις διαπροσωπικές σχέσεις μέσω της διαμεσολάβησης ψηφιακών μέσων, ρευστοποιεί την εργασία κάνοντας δυσδιάκριτα τα όρια «ελεύθερου» χρόνου και χρόνου εργασίας, επιταχύνει τη δημιουργία ζήτησης και μικραίνει σκόπιμα και προγραμματισμένα τον κύκλο ζωής των προϊόντων. Βρίσκεται σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Από τη διατροφή και την εκπαίδευση μέχρι την καθημερινή επικοινωνία. Οι αλλαγές αυτές μετασχηματίζουν σε πολλαπλά επίπεδα τους όρους με τους οποίους αναπτύσσονται οι κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις, προσδιορίζοντας και τα ζητήματα με τα οποία πρέπει να αναμετρηθεί κάθε αντιθετική / εναλλακτική κίνηση / πρόταση.
Αναγνωρίζοντας τα παραπάνω, σκοπός αυτής της τοποθέτησης είναι το άνοιγμα μιας συζήτησης πάνω σε θέσεις και περιγραφές που αναγκαστικά έχουν περιορισμένο και πρωτόλειο χαρακτήρα. Οι υπερβολικά πολλές προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στην καλπάζουσα ανάπτυξη της τεχνολογίας, μαζί και η εμπέδωση ενός αποχαυνωτικού επιστημονισμού-τεχνοκρατισμού, καθιστούν αυτό τον διάλογο αναγκαίο. Δεν επιδιώκουμε απλώς να μετρήσουμε τα υπέρ και τα κατά της τεχνολογικής εξέλιξης. Δεν θέλουμε να προτείνουμε μια φαντασιακή επιστροφή σε ένα ρομαντικοποιημένο παρελθόν, ούτε και μια εξίσου φαντασιακή προβολή της υπάρχουσας τεχνολογίας σε ένα μη εκμεταλλευτικό περιβάλλον του μέλλοντος όπου αυτή δήθεν θα χρησιμοποιείται «σωστά». Στις επόμενες σελίδες θα επιχειρήσουμε σε έξι σημεία μια αδρή περιγραφή ορισμένων βασικών πεδίων και των αντιφάσεών τους που προσδιορίζουν την παρούσα κατάσταση της εν λόγω ψηφιακής μετάβασης αλλά και πώς αναπαράγεται η εξάρτηση και ο μεταπρατισμός στο υποσύνολο Ελλάδα μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Έξι σημεία για την πορεία των ψηφιακών αναδιαρθρώσεων
Ορισμοί – Τάσεις – Αντιφάσεις
1. Δεδομένα: Η ατμομηχανή της μετάβασης
Ο καπιταλισμός της πλατφόρμας αποτελεί ένα σύγχρονο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο που βασίζεται στις ψηφιακές πλατφόρμες οι οποίες λειτουργούν ως μεσάζοντες και μονοπωλιακοί παίκτες στην οικονομία. Οι πλατφόρμες αυτές χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να κυριαρχήσουν σε αγορές, να διαχειρίζονται τεράστιες ποσότητες δεδομένων και να δημιουργούν νέα πρότυπα εξουσίας και ανισοτήτων. Η πλατφόρμα διαμορφώνει τον τρόπο που δουλεύουμε, καταναλώνουμε και αλληλεπιδρούμε. Βασίζεται στην εξόρυξη δεδομένων από τους χρήστες και στη διαμόρφωση κλειστών οικοσυστημάτων που ενισχύουν τη συγκέντρωση πλούτου και ισχύος. Παράλληλα θέτει προκλήσεις για τη δημοκρατία, καθώς η ψηφιακή πλατφόρμα, ως παγκόσμια και καθολικευτική από τη φύση της, όχι μόνο είναι δύσκολο να περιοριστεί από την κρατική νομοθεσία, αλλά και δεν μπορεί να συμβιβαστεί με οποιονδήποτε εξωγενή κανόνα ή αρχή.
Κάθε στιγμή που περνάει δημιουργούνται τεράστιες ποσότητες δεδομένων. Πέρα από τις προσωπικές μας πληροφορίες, που παραχωρούμε με μια «ασυνείδητη συναίνεση», το σύνολο της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με τις ψηφιακές δικτυωμένες συσκευές, όπως και με κάθε ψηφιακό περιεχόμενο, καταγράφεται και αποστέλλεται σε κάποιον απομακρυσμένο διακομιστή. Σε κάθε αλληλεπίδραση με τη διεπαφή του ψηφιακού κόσμου, ο χρήστης «εργάζεται» για την παραγωγή δεδομένων, τα οποία με την κατάλληλη επεξεργασία θα παράξουν την υπεραξία για την ψηφιακή πλατφόρμα.
Όμως, ποιοί έχουν τη δυνατότητα συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων σε τέτοια έκταση; Κατ’ αρχήν, για να συλλεχθούν δεδομένα τέτοιας κλίμακας, θα πρέπει τα προϊόντα και οι υπηρεσίες να φτάσουν σε όσο το δυνατόν περισσότερους διαδικτυωμένους καταναλωτές. Επιπλέον, ο συνδυασμός και η επεξεργασία δεδομένων σε τέτοια έκταση προϋποθέτει τεράστιους πόρους σε κατανάλωση ενέργειας, τις κατάλληλες τεχνικές υποδομές και όσο το δυνατόν πιο προηγμένα μοντέλα ανάλυσης και επεξεργασίας. Όλα αυτά αποτελούν ολιγοπωλιακό προνόμιο μόνο πολύ μεγάλων εταιρειών και κρατών.
Είναι τελικά ουδέτερα τα δεδομένα που συλλέγονται; Είναι άραγε ουδέτερα όταν κίνητρο του ψηφιακού διαμεσολαβητή / συλλέκτη δεδομένων αποτελεί η διαμόρφωση της συνείδησης του ατόμου / καταναλωτή αλλά και μεγάλων κοινωνικών ομάδων με τελικό σκοπό την κερδοφορία; Όταν η γνώση της συμπεριφοράς και των προτιμήσεων των χρηστών αποσκοπούν στον κοινωνικό έλεγχο και στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης; Όταν, εν τέλει, αποτυπώνουν την παραγωγικότητα, τους χρόνους, τις κινήσεις των εργαζομένων σε μια προσπάθεια κατακερματισμού της εργασίας τους και αντικατάστασής τους από μηχανές;
Δεδομένο δεν γίνεται κάθε πληροφορία. Γίνεται μόνο η πληροφορία εκείνη που μπορεί (ή ίσως να μπορέσει στο μέλλον) να υπηρετήσει τα κίνητρα αυτής της χούφτας παγκόσμιων παικτών που θα τη θέσουν σε χρήση. Η ίδια η έννοια του δεδομένου, λοιπόν, δεν είναι ανεξάρτητη από αυτό το ακραία ανταγωνιστικό καθεστώς κοινωνικών σχέσεων που επικρατεί. Επομένως, είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι η τέτοια συσσώρευση δεδομένων που υπάγεται στις προτεραιότητες και τις νόρμες του κεφαλαίου, μπορεί να τεθεί σε χρήση για την επίλυση πανανθρώπινων προβλημάτων.
2. Τεχνητή Νοημοσύνη, απομάγευση και αντικειμενικότητα
Η αλγοριθμική επεξεργασία των δεδομένων γίνεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων, προβλέψεων και αποφάσεων. Η μηχανή «μαθαίνει» υφαίνοντας διαρκώς ένα δίχτυ αλληλοσυσχετίσεων ανάμεσα σε ξεχωριστά υπομέρη των συλλεχθέντων δεδομένων. Η μηχανή δεν έχει συνείδηση νοήματος, περιεχομένου αλλά επεξεργάζεται σύμβολα στη βάση αλγορίθμων που της έχουν οριστεί. Οι αλγόριθμοι αυτοί πυροδοτούν τις «μαγικές» λειτουργίες και τα «θαύματα» του ψηφιακού καπιταλισμού που απολαμβάνουμε σήμερα όπως τους ψηφιακούς βοηθούς των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων, την αναγνώριση εικόνας, τη δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού, την αυτόνομη οδήγηση, την εξατομικευμένη διαφήμιση κ.ά.
Οι τεχνολογίες αυτές δεν έχουν τίποτα το μαγικό και η Τ.Ν. γενικά δεν μπορεί ποτέ να είναι, αλλά μόνο να μοιάζει με νοημοσύνη. Είναι ένα εργαλείο που μπορεί να υποστηρίξει εποπτικότερες δυνατότητες της ανθρώπινης νοημοσύνης. Όμως ταυτόχρονα οι χρήσεις της που αξιώνουν την υποκατάσταση της ανθρώπινης νοημοσύνης καταλήγουν να υποβιβάζουν επιμέρους ιδιότητές της και να τις κλείνουν μέσα σε κομφορμιστικές, εξουσιαστικές νόρμες. Το μοντέλο δεν έχει φαντασία, δημιουργικότητα, δεν μπορεί να καινοτομήσει, μπορεί απλά να «συγκολλά» θραύσματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας εκμεταλλευόμενο την ικανότητά του να επεξεργάζεται και να συσχετίζει πολλά δεδομένα ταυτόχρονα.
Οι μηχανισμοί βάσει των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις των υπολογιστικών αυτών μοντέλων είναι τελείως αδιαφανείς. Η μεγάλη πλειονότητα των μοντέλων αυτών λειτουργεί με τη λογική του «μαύρου κουτιού», δηλαδή δεν μπορεί να ερμηνευθεί με ποια «συλλογιστική» κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια έντονη και ανησυχητική ασυμμετρία στον κόσμο, όταν οι παράγοντες που είναι σε θέση να καθορίσουν τις ζωές μας γνωρίζουν πολύ περισσότερα για εμάς από όσα εμείς γνωρίζουμε ή θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε.
Μπορεί η λήψη της απόφασης των μοντέλων να μοιάζει αντικειμενική, είναι όμως σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση των δεδομένων με τα οποία τροφοδοτείται, της ετικετοποίησης και του χαρακτηρισμού των δεδομένων αλλά και των προκαταλήψεων και προτιμήσεων που αποτυπώνονται στη ρύθμιση των παραμέτρων του μοντέλου. Η ρύθμιση συμβαίνει από ανθρώπινους δρώντες συγκροτημένους σε συγκεκριμένες κοινωνικές ιεραρχίες. Ουσιαστικά αυτό που γίνεται είναι η μέσω μηχανών μεσολάβηση ανθρώπινων αποφάσεων από μια αδιόρατη ιεραρχία ελέγχου.
Τα νέα επίπεδα αδιαφάνειας που προσθέτει η Τ.Ν. στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, δημιουργούν όχι μόνο την εντύπωση της αντικειμενικότητας αλλά και αυτή του μαγικού, του αυτόματου, του άυλου, δηλαδή ενός κόσμου απελευθερωμένου από την ύλη και τους περιορισμούς της. Όμως, στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια τεχνολογία που είναι αποτέλεσμα σκληρής εργασίας (όχι μόνο και όχι κυρίως πνευματικής) και μεγάλων υλικών εγκαταστάσεων. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες του υλικού που χρειάζεται για την αποθήκευση και την επεξεργασία δεδομένων, για την εκπαίδευση των μοντέλων της Τ.Ν., αλλά και για την καθημερινή τους λειτουργία διαπερνούν ολόκληρο τον πλανήτη και συνδέονται με πολύ πρωτόγονες και εξαθλιωτικές μορφές εργασίας.
Υποστηρίζουμε ότι για να κατανοηθεί από κοινωνική σκοπιά ο κόσμος του «άυλου», πρέπει να αναδειχθεί η υλικότητά του, τόσο από πλευράς προαπαιτούμενων σε υλικά και ενέργεια όσο και της σύνθετης δομής ενός όλο και πιο ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας που έχει στη βάση του πολύ μόχθο, εκμετάλλευση, αλλοτρίωση και ανισότητα.
3. Υπαγωγή του ανθρώπου στη μηχανή
Η υπαγωγή του ανθρώπου στη μηχανή δεν είναι καθόλου μια καινούργια ιδέα. Ήδη από το έργο του Μαρξ δείχνεται το γιατί στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα αντιστρέφονται οι ρόλοι του χρήστη και του εργαλείου στη σχέση του ανθρώπου με τη μηχανή. Δηλαδή, βρισκόμαστε απέναντι στο παράδοξο η μηχανή να χρησιμοποιεί τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο. Η μετατροπή του ανθρώπου σε εξάρτημα της μηχανής συνεπάγεται και την υπαγωγή του στους χρόνους της μηχανής. Ο χρόνος και η ένταση της εργασίας του καθορίζεται από τις προσταγές της μηχανής. Το ίδιο και οι χρόνοι του διαλείμματος. Κατά τον ίδιο τρόπο που η εκμηχάνιση του εργοστασίου υπάγει όλες τις πλευρές της δραστηριότητας του ανθρώπου (για όσο βρίσκεται μέσα στο εργοστάσιο) στους σιδερένιους νόμους της μηχανής, έτσι και η «εκμηχάνιση» της κοινωνίας διευρύνει αυτή τη συνθήκη σταδιακά σε όλες τις πτυχές της ζωής.
Σήμερα, ο καταμερισμός της εργασίας προχωρά σε τεράστιους βαθμούς κατακερματισμού της συνολικής διαδικασίας, αναδεικνύοντας νέα μείγματα εξειδίκευσης και αποειδίκευσης. Θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε ακόμα και για μια γενική θραυσματοποίηση όλων των σκόπιμων δραστηριοτήτων του ατόμου και των προτσές εργασίας και τη γιγάντωση της σφαίρας ελέγχου αυτών των διαδικασιών που γίνεται όλο και πιο αδιαφανής, αφού πλέον διαμεσολαβείται από αλγορίθμους.
Η εργασία διαμεσολαβείται όλο και περισσότερο από τον ψηφιακό κόσμο, σε τέτοιο βαθμό που αντικαθίστανται πολλές μέχρι πρότινος σχετικά σταθερές συνθήκες που συνδέονταν με αυτήν. Η συνεργασία και η κοινωνικότητα διαμεσολαβείται από τον ψηφιακό κόσμο, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο προσδιορίζει και τους όρους της. Άρα από τη μία μεριά έχουμε την απομόνωση των ανθρώπων όσον αφορά τις ευρύτερα κοινωνικές πτυχές της επικοινωνίας και από την άλλη έχουμε την ψηφιακή διασύνδεση των ανθρώπων με τέτοιο τρόπο ώστε η επικοινωνία τους να έχει όλο και πιο τυπικά και τυποποιημένα χαρακτηριστικά. Αντίστοιχης ή και μεγαλύτερης σημασίας είναι η εισβολή του ψηφιακού κόσμου στον «ελεύθερο χρόνο», δηλαδή τον χρόνο εκτός της πληρωμένης εργασίας. Η γενίκευση και ατομοποίηση του θεάματος, η ελαχιστοποίηση του χρόνου της παραγωγής και της κατανάλωσης θεάματος, ο εθισμός στο ψηφιακό «χάζεμα», είναι οι πιο έκδηλες πτυχές αυτής της εισβολής.
Στις αυγές του βιομηχανικού προλεταριάτου, το κίνημα της εργατική τάξης διεκδίκησε τον περιορισμό της εργασίας στις 8 ώρες, δηλαδή τον περιορισμό του ελέγχου που ασκεί το κεφάλαιο πάνω στον χρόνο των ανθρώπων. Σήμερα που, μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, αυτός ο έλεγχος έχει επεκταθεί και εκτός της εργασίας, είναι περισσότερο σημαντική από ποτέ η διεκδίκηση της απελευθέρωσης αυτού του χρόνου. Το αίτημα για ελεύθερο χρόνο, αν και συνθετότερο από ό,τι ήταν, είναι ένα από τα επιτακτικότερα της εποχής μας.
4. Αντικατάσταση της εργασίας
Βασικό χαρακτηριστικό των μηχανών είναι να αντικαθιστούν περισσότερη αξία από αυτή που απαιτείται για την κατασκευή τους. Δηλαδή η εργασία που αντικαθιστούν να είναι πιο κοστοβόρα από τις ίδιες. Μία μηχανή εντάσσεται στη διαδικασία της παραγωγής μόνο όταν ικανοποιείται η παραπάνω συνθήκη. Φυσικά, αυτό δεν είναι το αποκλειστικό κίνητρο για την εφαρμογή τους. Η πίεση των συνδικάτων (δηλαδή η ταξική πάλη), ο οξυμένος γεωπολιτικός ανταγωνισμός, η περιφερειακή ανάπτυξη μιας χώρας κ.λπ. μπορεί να είναι επίσης παράγοντες που καθιστούν την τεχνολογική καινοτομία πιο επιτακτική.
Ακριβώς επειδή οι αλυσίδες αξίας και ο διεθνής καταμερισμός εργασίας είναι πολύ πιο σύνθετα φαινόμενα ώστε να χωρέσουν σε μια γραμμική αντίληψη ανάπτυξης των τεχνολογικών δυνατοτήτων, υποστηρίζουμε ότι η φθηνή εργασία θα είναι πάντα ένα ουσιώδες κομμάτι της τεχνολογικά πολύ ανεπτυγμένης παγκόσμιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Ειδικά στις παρούσες συνθήκες, η ουσία του καπιταλισμού φαίνεται στην ικανότητά του να συνδυάζει πολύ προηγμένες τεχνολογίες και μεθόδους, που αυξάνουν την παραγωγικότητα με τεράστιους ρυθμούς, με τις πιο πρωτόγονες μεθόδους και συνθήκες εργασίας, που επικρατούν σε κάποιο άλλο μέρος του διεθνούς ή εγχώριου καταμερισμού εργασίας.
Επομένως, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ότι δεν θα υπάρχει πια εργασία, αλλά οι ποιότητες που αυτή η εργασία αποκτά. Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι νέες μορφές όξυνσης της ιεραρχικότητας του καταμερισμού εργασίας και η μεγάλη αποανθρωποποίηση των νέων εργασιακών καθεστώτων. Η απόρριψη εργασίας, η ρευστοποίηση της ίδιας της έννοιας της εργασίας και η μετατροπή του ατόμου σε μηχανή παραγωγής δεδομένων είναι που καθιστούν τον άνθρωπο όλο και πιο αναλώσιμο, επιτείνοντας τη σπατάλη του σαν να ήταν μια πρώτη ύλη σε αφθονία.
5. Κίνδυνος καταρρεύσεων
Όπως ήδη αναφέραμε, η Τ.Ν., ο ψηφιακός κόσμος και οι νέες τεχνολογίες, στους ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης και εφαρμογής τους σήμερα, αποτελούν γενικά (μαζί με μπόλικο καταστροφισμό και κρατική παρέμβαση) τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο προσπαθεί να μεταθέσει στο μέλλον τα κρισιακά του συμπτώματα. Είναι σημαντικό να μιλάμε πλέον για μετάθεση και συσσώρευση των αντιφάσεων στο μέλλον και όχι για επίλυσή τους. Ακόμα κι αν αυτό πάντα ίσχυε σε έναν βαθμό, σήμερα η συσσώρευση των αντιφάσεων του κεφαλαίου αποκτά εκρηκτικό, ως και αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα.
Όσον αφορά την Τ.Ν. και τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες υπάρχει ήδη μια αναντιστοιχία των ποσών που έχουν επενδυθεί (δηλαδή των ελπίδων που υπάρχουν πάνω στα μελλοντικά οφέλη) και της πραγματικής εξέλιξης ως προς την εφαρμοσιμότητά τους. Όλο και περισσότερο διαφαίνεται ο κίνδυνος έκρηξης μιας τεράστιας φούσκας. Παρότι είναι βέβαιο πως το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, η κρατική παρέμβαση και η ευρεία εμπλοκή των ατόμων στα ψηφιακά δίκτυα λειτουργούν αντισταθμιστικά δίνοντας προσωρινές διεξόδους, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αν δεν λυθούν οι περιορισμοί στην εφαρμοσιμότητα δεν θα επέλθει μια πομπώδης κατάρρευση, πολύ μεγαλύτερη από αυτή του 2008.
Το δεύτερο βασικό πρόβλημα αυτής της μετάθεσης των αντιφάσεων είναι φυσικά το ενεργειακό. Σε μια περίοδο οξυμένης περιβαλλοντικής κρίσης, επενδύονται τεράστια ποσά σε μια βιομηχανία δεδομένων που είναι τρομερά ενεργοβόρα. Η ζήτηση σε ενέργεια και πρώτες ύλες είναι τέτοια που απαιτεί τεράστιες περιοχές του πλανήτη να λειτουργούν ως μπαταρίες ή χώροι απαλλοτρίωσης ορυκτού πλούτου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (πόλεμοι, υπανάπτυξη και εξάρτηση, ρύπανση). Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίσει να συμβαίνει απρόσκοπτα.
Θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο ότι η Τ.Ν. έρχεται να ενισχύσει τα παγκόσμια επιχειρηματικά μοντέλα. Να προωθήσει περαιτέρω την αυτοματοποίηση, να μειώσει το χρόνο της παραγωγής, αλλά και να ελαττώσει τον κύκλο ζωής των προϊόντων μέσω της συμπεριφορικής γνώσης των καταναλωτών, μεγαλώνοντας την ταχύτητα περιστροφής του κεφαλαίου. Δεδομένων των αυξημένων ενεργειακών απαιτήσεων και της εκτεταμένης χρήσης ορυκτών πόρων που συνεπάγεται, η Τ.Ν. προβλέπεται να επιδεινώσει την κλιματική κρίση, παρά τις μεγαλοστομίες και τα ευχολόγια ότι μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της.
Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, ο κίνδυνος μεγάλων καταρρεύσεων ενισχύεται από την υπερσυγκέντρωση υπηρεσιών σε λίγους μεγάλους τεχνολογικούς κολοσσούς, οι οποίοι έχουν εξελιχθεί σε ρυθμιστές της καθημερινότητάς μας: από τις οικονομικές συναλλαγές μέχρι την επικοινωνία, αλλά και τις κρατικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις υποδομές τους. Η άποψη ότι, όσο πιο μεγάλη είναι η εταιρεία, τόσο μεγαλύτερη ασφάλεια προσφέρει, πρέπει να αποδομηθεί, καθώς, ακουμπώντας τόσοι άνθρωποι και κυβερνήσεις τις ζωές μας πάνω στις εταιρείες αυτές, είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου η κατάρρευση μιας εταιρείας μπορεί να σημαίνει και κατάρρευση των όρων με τους οποίους αναπαράγεται η καθημερινή ζωή μας. Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι η μονοπώληση των μεγάλων εταιρειών πληροφορικής εκθέτει την ανθρωπότητα σε μεγάλους οικονομικούς και τεχνολογικούς κατακλυσμούς, όπως περίπου ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν εκτεθειμένος σε φυσικούς κατακλυσμούς.
6. Ανθρωπολογική πτυχή
Η Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη, δηλαδή μια Τ.Ν. που δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο φάσμα εφαρμογών αλλά έχει την ικανότητα «απόφασης» σε κάθε περιβάλλον, είναι από ανθρωπολογικής σκοπιάς η πρότυπη νοημοσύνη για τον ύστερο καπιταλισμό. Νοημοσύνη που ενισχύει τις «θετικές» πτυχές της ανθρώπινης νοημοσύνης –τον ορθολογισμό, τη συνδυαστική και τη συγκριτική ικανότητα– και την λυτρώνει από τα επίμονα «ελαττώματά» της που την κάνουν να άγεται από ανορθολογικά κίνητρα, ένστικτα, ταξικές, κοινωνικές συγκρούσεις (!) και πάθη. Εξού και οι κήρυκες του μετανθρωπισμού που υποστηρίζουν το ξεπέρασμα του Homo Sapiens ως ανθρωπολογικού τύπου προς μια τεχνολογικά ενισχυμένη εκδοχή του.
Όμως, η απόφαση δεν είναι ένα αποτέλεσμα απλώς μιας τεχνικής επεξεργασίας δεδομένων. Και η ανθρώπινη νοημοσύνη δεν είναι μια ιδιότητα πρωταθλητικών επιδόσεων, αλλά διακρίνεται έναντι των μηχανών από την καθολικότητά της και από τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Είναι νοημοσύνη γιατί δημιουργείται και αναπτύσσεται εν κοινωνία και βρίσκεται πάντοτε σε ζωντανή σχέση με άλλες συνειδήσεις. Φυσικά, πάντα οι μηχανές βελτίωναν ορισμένες ικανότητες του ανθρώπου. Είτε αυτό αφορά νοητικές λειτουργίες, είτε αφορά τη σωματική δύναμη. Η μηχανή (τα τεχνολογικά προϊόντα) δεν είναι παρά η επέκταση του σώματος του κοινωνικού ανθρώπου. Τα όργανα του κοινωνικού του σώματος. Το πρόβλημα είναι ότι υπό το καθεστώς των πολλαπλών αλλοτριώσεων του κεφαλαίου και του φετιχισμού που επιβάλλει το καπιταλιστικό σύστημα, οι μηχανές δεν λειτουργούν σαν εργαλεία προς όφελος της κοινωνίας. Ο ρόλος της μηχανής γίνεται υπεξαιρετικός / αλλοτριωτικός των ανθρώπινων δυνατοτήτων.
Ελλάδα: Η αναπαραγωγή της εξάρτησης και του μεταπρατισμού μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού

Η Ελλάδα δεν είναι έξω από την προοπτική της μετάβασης του κεφαλαίου. Το «Ελλάδα 2.0» αποτελεί ένα σχέδιο ψηφιακού μετασχηματισμού που εναρμονίζεται με τις επιδιώξεις και τάσεις του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τα ήδη υπάρχοντα παρασιτικά χαρακτηριστικά των εγχώριων ελίτ, τις αρπαχτές και την κρατικοδίαιτη «επιχειρηματικότητα». Στον διεθνή καταμερισμό εργασίας του ψηφιακού κόσμου η χώρα προορίζεται για μια θέση αντίστοιχη με αυτή που ήδη έχει. Χώρα-χώρος ανοιχτός σε «στρατηγικές» επενδύσεις για τα σχέδια του διεθνούς κεφαλαίου, οι οποίες όμως αφήνουν ελάχιστα στον τόπο (data centers, κέντρα υποστήριξης), ενώ πολυεθνικές «επενδύουν» σε μπίζνες μέσα από τις οποίες ελέγχουν στρατηγικούς τομείς του κράτους και της οικονομίας. Παράλληλα, η όποια εγχώρια καινοτομία σημειώνεται από ντόπιες επιχειρήσεις κινείται εκ προοιμίου με τη λογική της εξαγοράς (startups) με σκοπό το γρήγορο και εύκολο κέρδος.
Χώρα διαμετακομιστικός κόμβος
Ο βασικός στόχος της Ψηφιακής Μετάβασης για την Ελλάδα κινείται στο πλαίσιο της εξέλιξης της χώρας σε διαμετακομιστικό κόμβο. Αυτή η κατεύθυνση είναι εμφανής και από την κατανομή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα οποία θα δαπανηθούν στην βελτίωση των δικτυακών υποδομών. Η σημαντικότερη επενδυτική (από ξένα κεφάλαια με επικουρική συμμετοχή των εγχώριων ελίτ) δραστηριότητα που παρατηρείται στην Ελλάδα στον ψηφιακό τομέα είναι αυτή της κατασκευής Data Centers και υποδομών μεταφοράς δεδομένων από χώρες της Μ. Ανατολής αρχικά και εν συνεχεία της Ασίας.
Τα Data Centers αποτελούν επενδύσεις με μικρή προστιθέμενη αξία, καθώς δημιουργούν λίγες και σχετικά χαμηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας. Επιπλέον, οι ενεργειακές ανάγκες τους είναι τεράστιες και η αύξηση της παρουσίας τους στη χώρα συνδέεται με την υπερεπένδυση στην «πράσινη» ενέργεια, από την οποία λαμβάνουν κίνητρα να τροφοδοτούνται. Σε κάθε περίπτωση η παρουσία πολλών και μεγάλων τέτοιων μονάδων είναι βέβαιο ότι θα έχει σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Συνολικά η μετατροπή της χώρας σε διαμετακομιστικό κόμβο εντείνει τον βαθμό εξάρτησης καθώς την καθιστά γεωπολιτικό και τεχνολογικό δρόμο στρατηγικής σημασίας για τα σχέδια μεγάλων παικτών (χωρίς όμως να κερδίζει από αυτή τη θέση). Τα όσα λέγονται από το πολιτικό σύστημα για την ανάπτυξη που θα επιφέρει αυτό το σχέδιο είναι στο πλαίσιο του παρασιτικού του χαρακτήρα. Η Ελλάδα δεν θα αποτελεί παρά ένα σταθμό σε αυτή τη διαδρομή η οποία καταλήγει στα ήδη ανεπτυγμένα μεγάλα ψηφιακά κέντρα της Ευρώπης και τίποτα δεν δείχνει πως προορίζεται για μια παρόμοια θέση.
Κράτος και οικονομία
Ο δεύτερος τομέας στον οποίο επικεντρώνεται η Ψηφιακή Μετάβαση είναι αυτός του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους. Η γρήγορη πρόοδος που παρατηρείται σε αυτόν τον τομέα πάει μαζί με τη διαχρονική προχειρότητα, τον συγκεντρωτισμό και τη μεγάλη αδιαφάνεια. Τα κρατικά ψηφιακά συστήματα σε μεγάλο βαθμό και από κρίσιμες πλευρές ψηφιοποιούν τις διαρθρωτικές παθογένειες του ελληνικού κράτους. Οι υποδομές που λειτουργούν σήμερα μοιάζουν περισσότερο με ένα ψηφιακό προσωπείο ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη, παρά με ένα στρατηγικό σχέδιο επανασχεδιασμού ή εκσυγχρονισμού των κρατικών λειτουργιών. Επιπλέον, έχουν ήδη αρχίσει να παρουσιάζονται προβλήματα αναφορικά με την ασφάλεια αυτών των υποδομών από τις οποίες έχουν υποκλαπεί (πολλές φορές) ευαίσθητα δεδομένα εκατομμυρίων πολιτών.
Παράλληλα, η ψηφιοποίηση του κράτους συμβαίνει σε σύμφυση με διεθνείς ψηφιακούς κολοσσούς, χωρίς να γίνεται κανενός είδους επένδυση σε υποδομές κλίμακας που να μπορούν να εξασφαλίσουν την ψηφιακή αυτονομία και ανεξαρτησία της χώρας ακόμη και σε επίπεδο κρατικής λειτουργίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα από τη μια τον έλεγχο των συστημάτων και των δεδομένων του κράτους και των πολιτών του από το ξένο κεφάλαιο και από την άλλη το «άνοιγμα» πεδίων κερδοφορίας για λειτουργίες που μέχρι σήμερα ήταν κρατικές και δημόσιες, καθιστώντας συχνά την ψηφιοποίηση πεδίο έμμεσης ιδιωτικοποίησης.
Σε επίπεδο οικονομίας ο ψηφιακός μετασχηματισμός που επιχειρείται σκοπεύει αποκλειστικά στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς το κόστος του ψηφιακού μετασχηματισμού μιας επιχείρησης με τεχνολογίες αιχμής είναι απαγορευτικό για μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυτό δεν αποτελεί αποκλειστικά ελλαδικό φαινόμενο αλλά χαρακτηριστικό της ψηφιακής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας αναμένεται να λάβει χαρακτηριστικά μιας βίαιης αναδιάρθρωσης που θα συμπιέσει ή και θα εξαφανίσει μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως αναφέρεται καθαρά και στην έκθεση Πισσαρίδη (1). Όσες επιχειρήσεις «επιβιώσουν» θα πρέπει να μετατραπούν σε καταναλωτές υπηρεσιών από μεγάλες πλατφόρμες, από τις οποίες συχνά θα είναι απόλυτα εξαρτημένες. Με αυτόν τον τρόπο μπαίνει χέρι στην ανορθογραφία της Ελλάδας με την έντονη μικρή επιχειρηματικότητα και ιδιοκτησία, ωθώντας απευθείας ή με έμμεσους τρόπους το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς στο μεγάλο κεφάλαιο. Τέλος, η εξαγορά όσων τεχνολογικών επιχειρήσεων παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον σε συνδυασμό με την παρουσία παραρτημάτων (σχεδόν πάντα ελάσσονος σημασίας) μεγάλων πολυεθνικών στη χώρα λειτουργεί και ως μοχλός εξαγοράς και άντλησης ανθρώπινου δυναμικού το οποίο θα μπορούσε δυνητικά να παίξει ένα ρόλο σε μια άλλη πορεία.
Επιχειρήσαμε να εξετάσουμε την Ψηφιακή Μετάβαση για την Ελλάδα υπό το πρίσμα των κινδύνων που αντιμετωπίζει η χώρα δηλαδή του υπαρξιακού της προβλήματος, του σχεδίου που υπηρετεί, των τάσεων στις οποίες εντάσσεται και των επιπτώσεων που ήδη έχει στην οικονομία, το κράτος και το περιβάλλον. Έχουμε τη συνείδηση ότι αυτή η προσπάθεια έχει ελλείμματα, απαιτείται περισσότερη έρευνα και βάθεμα, ωστόσο είναι χρήσιμη γιατί προκύπτουν κάποια πρώτα συμπεράσματα. Τα ειδικά χαρακτηριστικά που λαμβάνει η Ψηφιακή Μετάβαση μέσω του σχεδίου Ελλάδα 2.0 αναμένουμε ότι θα εντείνουν σημαντικά τον μεταπρατικό και εξαρτημένο χαρακτήρα της χώρας. Ο ρόλος του διαμετακομιστικού κόμβου έχει ακριβώς αυτή τη σημασία, χώρος υλοποίησης και περάσματος διεθνών σχεδιασμών που περισσότερο διεθνοποιούν, γκριζάρουν ή ζωνοποιούν μια περιοχή παρά δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη. Ο τέτοιος ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους εξυπηρετεί την εισχώρηση του ιδιωτικού τομέα στην κρατική λειτουργία, χρησιμοποιείται ως μέσο άσκησης πολιτικών ελέγχου και προσθέτει ακόμη μεγαλύτερη αδιαφάνεια στον τρόπο που οι ελίτ και το πολιτικό σύστημα διαχειρίζονται τους κρατικούς και δημόσιους πόρους. Η Ψηφιακή Μετάβαση θα επιδεινώσει τις υπάρχουσες κλαδικές / χωρικές αντιθέσεις εντός της χώρας και θα δημιουργήσει νέες με βάση την ανισομέρεια ως προς τη δυνατότητα πρόσβασης στην τεχνολογία αλλά και την υστέρηση από τις λίγες νησίδες υψηλής τεχνολογικής ανάπτυξης (high tech hot spot) που θα δημιουργηθούν. Η κατάσταση της χώρας απαιτεί έναν σχεδιασμό ο οποίος θα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη των εγχώριων δυνατοτήτων, την εξασφάλιση βαθμών αυτοδυναμίας και μιας ισχυρότερης θέσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας ενισχύοντας τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και τη λαϊκή συμμετοχή. Αυτό είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα που δεν μπορεί να βρει διέξοδο μέσα από τεχνοκρατικές λύσεις που επιχειρούν τη χρήση της τεχνολογίας ως πανάκεια.
Παραπομπές
1) Έκθεση Πισσαρίδη: Πρόκειται για έκθεση επιτροπής εμπειρογνωμόνων οικονομολόγων που εκπονήθηκε για την ελληνική κυβέρνηση το 2020. Η έκθεση παρουσιάζει ένα σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.