Οι σχεδιασμοί της Άγκυρας για το Κυπριακό και το στοίχημα της Λευκωσίας. Γράφει από την Κύπρο η Ανδρούλα Γεωργιάδου.
Με αγεφύρωτες τις διαφορές στο περιουσιακό ολοκληρώθηκε την Τρίτη 10 Αυγούστου η τελευταία συνάντηση του Προέδρου Χριστόφια με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Έρογλου πριν από τις θερινές διακοπές.
Και ουδείς βεβαίως αναμένει πως είναι δυνατό να επιτευχθούν συγκλίσεις στην επόμενη συνάντηση που έχει οριστεί για τις 31 Αυγούστου (το ίδιο βράδυ ο Πρόεδρος Χριστόφιας θα ανταποδώσει το δείπνο προς το ζεύγος Έρογλου στην εξοχική του κατοικία στο Κελλάκι Λεμεσού). Γι’ αυτό και ο Πρόεδρος Χριστόφιας δήλωσε μετά τη συνάντηση της Τρίτης πως αν και στην επόμενη συνάντηση δεν επιτευχθούν συγκλίσεις τότε οι δύο πλευρές θα καταθέσουν ολοκληρωμένες προτάσεις.
Είναι γνωστό πως οι προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς επί του θέματος βασίζονται στη θέση αρχής ότι τον πρώτο λόγο έχουν οι ιδιοκτήτες να αποφασίσουν για τις περιουσίες τους. Παράλληλα, η πρόταση του Προέδρου Χριστόφια για διασύνδεση της συζήτησης του περιουσιακού με τα ζητήματα των εδαφικών αναπροσαρμογών και των εποίκων μπορεί να δώσει σημαντική διέξοδο στην επίλυση αυτού του πολυπλοκότατου θέματος. Κι αυτό γιατί θα μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των υπό συζήτηση περιουσιών, εάν συμφωνηθεί το έδαφος που θα επιστραφεί στο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση κρατίδιο, καθώς και το θέμα των εποίκων.
Ωστόσο η τουρκική πλευρά αρνείται επίμονα αυτή τη διασύνδεση, θεωρώντας πως το εδαφικό πρέπει να συζητηθεί τελευταίο, ενώ ο Ντερβίς ΄Ερογλου στις δημόσιες δηλώσεις του διακηρύσσει πως τον πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι «νυν ιδιοκτήτες», δηλαδή οι σφετεριστές των ελληνοκυπριακών περιουσιών, κάνοντας μάλιστα λόγο για κοινωνική έκρηξη αν ζητηθεί η απομάκρυνση των εποίκων από τις «εστίες» τους!
Με αυτές τις θέσεις είναι πασιφανές πως δεν υπάρχουν περιθώρια συγκλίσεων, ενώ διαφαίνεται και η μακρόχρονη αδυναμία της ελληνοκυπριακής πλευράς να προβάλει ως θέμα ουσίας του Κυπριακού τον ανεξέλεγκτο εποικισμό των κατεχομένων εδαφών, όπως και η απροθυμία των εμπλεκομένων δυνάμεων να στιγματίσουν αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που διαπράττεται στην Κύπρο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού (στο Μεσανατολικό το πάγωμα του εποικισμού ζητήθηκε επιτακτικά από τον Πρόεδρο Ομπάμα προκειμένου να φέρει την παλαιστινιακή πλευρά στο τραπέζι του διαλόγου).
Η ίδια αδυναμία και η ίδια απροθυμία περιβάλλουν και το τρίπτυχο των προτάσεων του Προέδρου Χριστόφια που όντως θα μπορούσαν να σπάσουν το αδιέξοδο. Πρώτον με τη διασύνδεση των τριών θεμάτων: περιουσιακό-εδαφικό-έποικοι, δεύτερον με τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για τις διεθνείς πτυχές του Κυπριακού και τρίτον με τη δυνατότητα της Τουρκίας να προχωρήσει τις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις, αφού αποδεχθεί επιστροφή της Αμμοχώστου και συνδιαχείριση του λιμανιού της πόλης υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσφέροντας και στην τελευταία διέξοδο για εγκατάλειψη του απαράδεκτου κανονισμού για απευθείας εμπόριο, που θα αποτελούσε ταφόπλακα του Κυπριακού.
Όπως και κάθε πρωτοβουλία, έτσι κι αυτή τείνει να εκφυλιστεί σε εσωτερικές συζητήσεις, ενώ η προβολή της προς τα έξω συνοδεύεται από μια γενική ατολμία, χωρίς να παραγνωρίζεται και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε ο αμερικανο-βρετανικός παράγοντας είναι διατεθειμένοι να πιέσουν επαρκώς την Τουρκία να προχωρήσει από τα λόγια στις πράξεις.
Κι αυτή τη στιγμή η Τουρκία παίζει επικοινωνιακά με τη λύση του Κυπριακού, διακηρύσσοντας ανέξοδα κι αδέσμευτα πως επιθυμεί την επίλυση του προβλήματος έως το τέλος του χρόνου –αξιολόγηση της ενταξιακής της πορείας τον Δεκέμβριο– ενώ στην πραγματικότητα επιδιώκει τη «δοκιμασμένη συνταγή Μπούργκενστοκ». Ο Ταγίπ Ερντογάν, αντιμέτωπος με εκλογική αναμέτρηση τον ερχόμενο Μάιο με αποδυναμωμένα ποσοστά και κατηγορούμενος ήδη από την αντιπολίτευση για «ενδοτισμό» στο Κυπριακό, δεν πρόκειται να κάμει ουσιαστικά βήματα. Αντίθετα θα επιδιώξει πενταμερή –εγγυήτριες δυνάμεις και δύο κοινότητες– διεθνή διάσκεψη για επίλυση όλων των κεφαλαίων του Κυπριακού, από την οποία βεβαίως αποκλείει την Κυπριακή Δημοκρατία, την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο με τα ψηφίσματά του και τις διαχρονικές θέσεις Ρωσίας, Κίνας, Γαλλίας, θα αποτελούσαν ανάχωμα στους τουρκικούς σχεδιασμούς.
Το θέμα είναι: Θα μπορέσει η Λευκωσία να ανατρέψει αυτούς τους σχεδιασμούς, αφήνοντας κατά μέρος την αλληλοφαγωμάρα, πείθοντας δυναμικά για την ορθότητα των θέσεών της; Και οι διεθνείς παίκτες θα λάβουν υπόψη την εμπειρία του 2004 ή θα συνεχίσουν να στήνουν ευήκοον ους στην Τουρκία;