Ο μύθος του “καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται”. Του Στράτου Γεωργούλα
Δεν μπορώ να μπω στη συζήτηση υποστήριξης των επιχειρημάτων που τέθηκαν ήδη από ανθρώπους που ξέρουν τι λένε (Κατρούγκαλος, Μπογιόπουλος κ.ά.). Πραγματικά με υπερβαίνει το να μπορέσω να πείσω ιδιώτες (με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου) για το αυτονόητο. Αξίζει όμως να επιχειρήσουμε μια εξήγηση της ανάπτυξης του κοινότυπου λόγου, της κοινωνικής χρησιμότητάς του, της πραγματικής κενότητας που αυτοπαρουσιάζεται ως μια παντοτινή και καθολική αλήθεια, η οποία συνδέεται συχνά και με έντονη αυτοϊκανοποίηση των ατόμων που την αναπαράγουν.
Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να δούμε ότι το κοινωνικό σώμα που ξαφνικά καταδικάζει τη βία «απ’ όπου και αν προέρχεται», δεν είναι ομογενοποιημένο. Κεφαλαιοκράτες καταδικάζουν για να εξυπηρετήσουν τα ταξικά συμφέροντά τους, άσχετα αν έχουν δυο-τρία κοντέινερ με όπλα δίπλα στο εικονοστάσι του Αδόλφου. Υπηρέτες των καταπιταλιστών καταδικάζουν γιατί, ας μην το κρύψουμε, πληρώνονται γι’ αυτό: γραφιάδες, τηλεπερσόνες, οργανικοί διανοούμενοι κ.λπ. Τα τάγματα εφόδου των ναζιστών καταδικάζουν, λυπούνται για τη ζωή που χάθηκε με δηλώσεις τους στη Βουλή. Ναι, εντάξει αυτό. Επιτέλους αποκαλύφθηκαν ότι, τελικά, δεν βοηθούσαν γριές να βγάλουν λεφτά από τα ΑΤΜ, αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να ξεσηκωθεί η Αριστερά και να πέσουν από τα σύννεφα δεκάδες δημοσιογραφίσκοι.
Καταδικάζει όμως και η μάζα των μικροαστών, τα φοβισμένα ανθρωπάκια της γειτονιάς μας που σιωπούσαν ηχηρά όλα αυτά τα χρόνια και ξαφνικά εξεπλάγησαν και οι ίδιοι με την ένταση της φωνής τους.
Πόσοι, μα πόσοι, σήμερα αποφάσισαν να ενώσουν τις άναρθρες κραυγές τους για να καταδικάσουν τη βία «απ’ όπου και αν προέρχεται».
Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσοι πασιφιστές στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που σε δεκάδες χώρες άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται. Την ίδια στιγμή που στην ελληνική οικογένεια, στο ελληνικό σχολείο, στο ελληνικό πανεπιστήμιο, στο δρόμο, στον ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, στο σύνολο της παραγωγής και στην ανεργία, η βία είναι καθημερινό και συχνό φαινόμενο. Τι υποκρισία!
Έγραφε ο Λεβ πριν από κάμποσα χρονιά ότι κάθε ιστορική εποχή δεν έχει μόνο τη δική της τεχνική και πολιτική φόρμα, αλλά επίσης και μια υποκρισία χαρακτηριστική γι’ αυτήν. Στην εποχή μας ακόμα και τα πιο δυνατά σατιρικά όπλα κινδυνεύουν να αποδειχθούν αδύναμα και απατηλά, σε σύγκριση με τη θριαμβευτική αχρειότητα και τη δουλοπρεπή βλακεία.
Γιατί όμως αυτό δεν αποκαλύπτεται, ποιο σκοπό εξυπηρετεί γι’ αυτούς που δεν έχουν εμφανή οικονομικά οφέλη;
Μια πιθανή απάντηση είναι ότι παρέχουν μια διέξοδο στο φόβο των μικροαστών απέναντι σε συνταρακτικά γεγονότα που ζούμε, φοβούμενοι ότι θα στερηθούν και τα τελευταία υπολείμματα της ανεξαρτησίας τους: Αποκοιμίζονται εθελοτυφλώντας με άχρηστες προτάσεις περί καταδίκης γενικά και αόριστα, ενώ την ίδια στιγμή είναι έτοιμοι να δώσουν ψυχή και σώμα στην καπιταλιστική λαίλαπα η οποία έχει ήδη κινητοποιήσει κάθε απαραίτητο μέσο για το σκοπό της.
Καταδικάζουν, φορώντας το ρούχο του δικαστή που τόσο τους αρέσει, υποδυόμενοι ένα ρόλο που ξέρουν ότι δεν μπορούν ποτέ να παίξουν στην πραγματική ζωή. Και τι καταδικάζουν; Τη βία από όπου και αν προέρχεται, αποπροσωποποιώντας τη, δίνοντάς της μια φύση υπερβατική, καθολική, σχεδόν παντοτινή, θεοποιώντας την ή καλύτερα δαιμονοποιώντας την. Αν όμως δαιμονοποιήσεις ένα γεγονός, αν του αφαιρέσεις τον συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό προσδιορισμό, τη συσχέτισή του με τις σχέσεις εξουσίας, το πρόσωπό του, τον άνθρωπο-φορέα και την καπιταλιστική δομή όπου αυτός δρα, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να μην το αντιμετωπίσεις. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Όποιος καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται, ΔΕΝ θέλει να την αντιμετωπίσει. Είναι σύμμαχος του χρυσαυγίτη που σκοτώνει, του βασανιστή εκεί στα κρατητήρια και στα σύνορα, του ανάλγητου δικαστικού λειτουργού που αδιαφορεί, του εκπαιδευτικού που θέλει να κόψει τα όνειρα των μαθητών του, του κυβερνητικού που δεν βρίσκει κακό το να προκαλεί φτώχεια σε έναν πληθυσμό, αλλά και του δολοφόνου, του εγκληματία του λευκού κολλάρου, της ενδοοικογενειακής βίας κ.ο.κ.
Ε, ναι λοιπόν, εγώ δεν θέλω να ανήκω σε αυτό το άκρο.
* Ο Στράτος Γεωργούλας
είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου