Του Τάσου Βαρούνη

Τα πυρά πρέπει να στοχοποιούν συνολικά το καθεστώς της μισοαποικίας και όχι να οδηγούν σε αναπαραγωγή του. Δεν ψάχνουμε για χώρο εντός του καθεστώτος αλλά για την ανατροπή του

 

Ας αναλογιστούμε το εύρος και το βάθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα και η ζωή μας σε αυτή. Κάθε σκέψη να προσεγγιστούν πέρα κι έξω από το πεδίο της πολιτικής μοιάζει ατελέσφορη. Αυτό έχει μια διπλή διάσταση. Την πολιτική ως παρέμβαση στις καθοριστικές και μεγάλης κλίμακας διευθετήσεις, ως μια μορφή διαχείρισης των πραγμάτων, ως τη δυνατότητα αλλά και αρμοδιότητα για κεντρικές αποφάσεις που κρίνουν τις καίριες εξελίξεις. Αλλά και την πολιτική ως τη συγκροτητική δύναμη και διαδικασία που δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τη γνώμη, τη στάση και την πράξη των πολλών, των πάρα πολλών ανθρώπων, μαζί και των δεσμών, των συλλογικοτήτων που συγκροτούν.

Στην πραγματικότητα, αναφερόμαστε σε μια πολιτική με αφετηρία και ορίζοντα τη διέξοδο της χώρας αλλά και την εκ των ων ουκ άνευ συμμετοχή του λαού σε αυτή. Η στόχευση, το «σώμα», η διαπλοκή αυτών των δυο διαστάσεων σε αυτή την προσδοκώμενη πορεία είναι για εμάς το πολιτικό κίνημα. Ούτε δηλαδή αυτό που συνήθως καταγράφεται ως «πολιτική», ούτε σκέτα «κίνημα», ούτε καν μια απλή άθροιση, μια συνάντηση αυτών των δυο «παραγόντων». Μερικές παρατηρήσεις επ’ αυτού:

Αν το πολιτικό σκηνικό είναι όντως αποκρουστικό, αν οι κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις μοιάζουν εξοργιστικά «μονωμένες» από την πραγματική ζωή, αν ένας τρόπος εναλλακτικής ύπαρξης στα πολιτικά πράγματα χρεοκόπησε (ΣΥΡΙΖΑ), τότε δεν είναι περίεργο να δημιουργείται μια ψυχολογία αποστασιοποίησης και απόσυρσης. Φαίνεται να διανύουμε μια φάση όπου κανένα ειδικό κι επιμέρους ζήτημα δεν μπορεί να προσπελαστεί μονάχο του, την ίδια ώρα που δύσκολα πια αγνοούνται οι τεράστιες απαιτήσεις που έχει η πραγματική αντιμετώπιση του «τέρατος», δηλαδή η πολιτική πάλη. Ο αγώνας εντός της σφαίρας που αγκαλιάζει την εξέλιξη της πολιτείας, εκεί που συμπυκνώνονται οι λειτουργίες, οι νόμοι, η διοίκηση του συστήματος. Εκεί όπου αναμετριούνται στόχοι και εναλλακτικές που αφορούν στο «πώς υπάρχει μια χώρα», λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις διαστάσεις που την συναπαρτίζουν, οικονομικές, παραγωγικές, πολιτικές, πολιτισμικές, κοινωνικές, στην διαπλοκή τους και με την εκάστοτε προτεραιότητα.

Έτσι, το ερώτημα «πως κι από ποιους μπορεί να κυβερνηθεί διαφορετικά η χώρα» θα συνεχίζει να μας βασανίζει και δεν παρακάμπτεται. Απλά, δεν θα μπορεί πια να απαντάται με πυροτεχνήματα, αφηγήσεις και παραμύθια. Ίσως το πιο βασικό: Ο πολιτικός αγώνας και τα πυρά του πρέπει να στοχοποιούν συνολικά το καθεστώς της μισοαποικίας και όχι να οδηγούν σε αναπαραγωγή στα πλαίσια του. Δεν ψάχνουμε για χώρο εντός του καθεστώτος αλλά για την ανατροπή του.

Ζούμε σε συνθήκες ρευστότητας, αστάθειας, αβεβαιότητας και ανακατατάξεων. Η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι τέτοια που θα πυροδοτεί διαρκώς πολιτικές κρίσεις πολλών ειδών. Η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος –ως μια μονιμότερη κατάσταση– αναδεικνύει τις μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης με μαζικά, πολιτικά κινήματα και πρωτότυπα μορφώματα και εγχειρήματα. Η εμπειρία της Λ. Αμερικής αλλά και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, των PODEMOS (Ισπανία), του κινήματος 5 ΑΣΤΕΡΩΝ (Ιταλία), του Σάντερς (ΗΠΑ) είναι πλούσια και ενδεικτική. Σε καπιταλιστικές, αναπτυγμένες χώρες εμφανίστηκε η δυνατότητα έκφρασης κοινωνικών ρευμάτων με δύο βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, να έχουν κάθε φορά κάτι σημαντικό να δηλώσουν για τα κεντρικά προβλήματα κάθε χώρας. Δεύτερον, να αναμετριούνται με την αλλαγή των συσχετισμών σε πολιτικό επίπεδο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, τέτοια πολιτικά μορφώματα ακολούθησαν έπειτα από μαζικά κινήματα, ενώ σε άλλες έδωσαν κυρίως τη δυνατότητα έκφρασης ευρύτερων καταπιεζόμενων στρωμάτων. Ειδικά στη χώρα μας, παρά την ήττα, η κατάσταση δεν έχει σταθεροποιηθεί. Το μίγμα κοινωνικής δυσαρέσκειας, εθνικών ζητημάτων, εχθρότητας προς το πολιτικό σύστημα, μπορεί να οδηγήσει ανά πάσα στιγμή σε γενικευμένη αποσταθεροποίηση και μια μείζονα πολιτική κρίση. Ένα πολιτικό κίνημα που θα είναι υπαρκτό με θέσεις και οπτικές, που θα έχει προτάσεις, συνθήματα, εναλλακτικές μπορεί να βρει γόνιμο έδαφος και να επηρεάσει τις εξελίξεις.

Σήμερα, βέβαια, μαζί με την ανάδειξη αυτής της δυνατότητας μπορούμε να αξιοποιήσουμε και την εμπειρία, δηλαδή τις προϋποθέσεις ώστε τα εγχειρήματα αυτά να οδηγήσουν σε πραγματικές αλλαγές, να «ολοκληρωθούν», να μη διαστραφούν. Γιατί δεν ζούμε στο 2012. Και όσον αφορά τα του οίκου μας, το ρούφηγμα-απονέκρωση όλης αυτής της δυναμικής από ένα «κόμμα» υπό την ελπίδα μιας «διακυβέρνησης» και στο πεδίο μιας «διαπραγμάτευσης» μπορεί να μας διδάξει πολλά για την ανάγκη ενός πολιτικού κινήματος σε αντιπαράθεση με τον «κυβερνητισμό». Στις περισσότερες άλλωστε περιπτώσεις τα μορφώματα αυτά είναι πιο κάτω από τις ανάγκες, υπολείπονται σε δυναμισμό και ριζοσπαστισμό.

Κι επειδή η κοινωνική κινητικότητα δεν μπορεί να είναι διαρκώς στο «κόκκινο», επειδή οι μεγάλες κινηματικές εξάρσεις θα αποτελούν «μονάχα» την απαραίτητη ορμή και τις ανάσες κάθε προχωρήματος, επειδή το ίδιο το μεταδημοκρατικό καθεστώς θα περιορίζει ή θα εξουδετερώνει τις λαϊκές σφήνες, επειδή τα «κενά» δεν καλύπτονται με «εκφωνήσεις», επειδή η ηγεμονία δεν είναι εκλογικό ποσοστό ή στενά πολιτικό μέγεθος, γι’ αυτό χρειαζόμαστε μονιμότερες διεργασίες, γειωμένες σε διάφορα πεδία και χώρους αλλά με ματιά στο συνολικό πρόβλημα.

Αυτή την στιγμή, υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι, εκατοντάδες κινήσεις και πρωτοβουλίες που αναγνωρίζουν ότι πολιτική δεν είναι τα κόμματα, οι εκλογές, η παρουσία «φωνών αντίστασης» στο Κοινοβούλιο και πασχίζουν, ψάχνουν, αγωνίζονται σε επιμέρους τομείς. Αν αυτό το δυναμικό θέσει τον εαυτό του στο στόχο δημιουργίας ενός πολιτικού κινήματος, ίσως τότε ξεφύγουμε από το τρίπτυχο «δεν κουνιέται φύλλο»-«μια από τα ίδια»-«ο καθένας στο δικό του».

Η «υπόσταση» πολιτικό κίνημα έχει κι άλλες στρατηγικές διαστάσεις. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι «απλά» να δοθούν κάποιες αμυντικές μάχες, να κατακτηθούν κάποιοι στόχοι από το α ή το β υποκείμενο ή κοινωνική ομάδα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει έτσι κι αλλιώς, είτε αυθορμήτως κι από αγανάκτηση, είτε από λογής λογής ιδιοτέλειες. Βέβαια, τα περιθώρια επιτυχίας είναι ελάχιστα αλλά η ζωή δεν προχωρά κατά παραγγελιά. Μπορεί το σύνθημα να γράφει «χαμένος αγώνας είναι αυτός που δε δίνεται», αλλά δυστυχώς ξέρουμε πως κάποιοι αγώνες με τον τρόπο που δίνονται είναι καταδικασμένοι όχι μόνο να αποτύχουν αλλά και ν’ αφήσουν μια νέα απογοήτευση. ΄

Περισσότερο νόημα από το να κυνηγάμε «μέτωπα», «ευκαιρίες» και «δράσεις» είναι το να οικοδομήσουμε μια κοινή αναφορά μέσα από μια πλούσια και πρωτότυπη διεργασία. Διεργασία στην οποία ούτε οι στοχεύσεις και οι «πολιτικές γραμμές» είναι δεδομένες, αραδιασμένες σε μια ή περισσότερες πλατφόρμες που μένει να βρουν υποκείμενα. Ούτε τα υποκείμενα υπάρχουν και απλά πρέπει να συναντηθούν… για να γίνουμε περισσότεροι. Η αναγκαία ισχύς μοιάζει σήμερα να μπορεί να προέλθει από μια τέτοια διαδικασία που οι άκρες, η εμβέλεια, η ικανότητά της να εγκολπώνει δυνάμεις και να επηρεάζει ευρύτερες καταστάσεις δεν θα θυμίζουν «εκλογικές επιρροές» και «προθέσεις ψήφου». Τέλος, μα εξίσου σημαντικό: Η ίδια η έννοια του πολιτικού κινήματος υπερβαίνει τον στείρο διεκδικητισμό και τον συνδικαλισμό των δικαιωμάτων, αποτελώντας έτσι έναν τόπο κοινωνικής συγκρότησης πέρα από το επιμέρους και το συντεχνιακό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!