Του Κώστα Γκιώνη
Σάββατο 2:30 το μεσημέρι έξω από το Μετρό Πανόρμου, στον κεντρικό δρόμο, μπροστά ακριβώς από την πιάτσα ταξί. Μια γυναίκα κοντά στα 50 πεσμένη μπρούμυτα, λιπόθυμη, μισή πάνω στο πεζοδρόμιο και μισή στο οδόστρωμα. Κάνω νόημα στον ταξιτζή να μπω, στη διαδρομή τον ρωτάω αν ξέρει πόση ώρα είναι έτσι η γυναίκα. Ο άνθρωπος σε απόγνωση μου λέει ότι είναι η τρίτη κούρσα που πάει και η γυναίκα συνεχίζει να βρίσκεται λιπόθυμη, μόνο κάποιοι σπασμοί δείχνουν ότι είναι ακόμα ζωντανή. Τον ρωτάω, δηλαδή πόση ώρα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, μου απαντάει πάνω από 3/4 της ώρας έχουν καλέσει το ΕΚΑΒ.
Ο Ερυθρός Σταυρός είναι 200-300 μέτρα μακριά και πολλά άλλα νοσοκομεία σε πολύ κοντινή απόσταση, όπως και το κέντρο εξυπηρέτησης του ΕΚΑΒ. Τραγικό να πεθαίνεις μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας σε δημόσια θέα και να έχεις τον υπό παντός επιστητού, βασιλικότερο του βασιλέως, να σου τσιρίζει ότι έχεις καλύτερο υγειονομικό σύστημα από της Σουηδίας! «Πόση ντροπή, να ζεις σε ένα κράτος που το κυβερνούν πολιτικοί χωρίς στοιχειώδη τσίπα πάνω τους;» είχε πει η Μαρία Καρυστιανού. Και πόσο δίκιο είχε! Διοικούμαστε από ξετσίπωτους, που τους εκλέγουν προφανώς ξετσίπωτοι ψηφοφόροι.
«Μ’ από την κόλασή μου, σου φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω»,
έλεγε η Γαλατεία Καζαντζάκη, κι αυτό είναι η αποτύπωση της όλης εικόνας.
Στην υπόθεση των Τεμπών κάθε μέρα αποκαλύπτεται και ένα κουκούλωμα και μετά από λίγο ένα ξεβράκωμα. Μ’ αυτοί εκεί, να τραβάνε τη σκούρα κουρτίνα πιστεύοντας ότι θα καλύψουν τα κόπρανα πίσω της, μ’ αφού και να μην τα βλέπεις αυτά ζέχνουν σαν και τους ίδιους. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους διοικούντες αλλά σχεδόν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα. Όποιος δεν το βλέπει, είναι κι αυτός μέρος του ίδιου συνόλου.
Βέβαια το θέμα των σεισμών της Σαντορίνης τους ήρθε μια χαρά. Αμόλησαν τους συνήθεις ύποπτους για να δημιουργήσουν μια καινούργια εστία φόβου και να ξεφύγει το μυαλό, όσο έχει μείνει βέβαια μέσα στο κεφάλι του μέσου τηλεκατευθυνόμενου καταναλωτή μπαγιάτικων δολωμάτων. Όλο αυτό το πασπάλισαν και με λίγο χρυσόσκονη, τραβώντας από το χρονοντούλαπο έναν Ντε Γκρες που παντρεύεται με μια κόρη ενός «προκομμένου» πετρελαιά. Έβαλαν και τον μεγαλύτερο Ντε Γκρες να χορεύει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας (σε στιλ «μπορώ να είμαι σαν κι εσάς, παρόλο που είμαι διάδοχος»), κι έναν γνωστό «ποιοτικό» αοιδό (ο πόσο τιμή ν’ αντέξω) να του κτυπάει εκστασιασμένος παλαμάκια, και πίστεψαν ότι μπορεί και να ξεχαστούν τα υπόλοιπα.
Ξεγελαστήκατε «κύριοι». Όσο κουτόχορτο και να αμολήσετε, έχετε ξεπεράσει τα όρια. Οι σκιές των παιδιών που χάθηκαν αργά ή γρήγορα θα πάρουν την εκδίκησή τους, ο λαός θα τραβήξει το καζανάκι, και θα βρεθείτε εκεί που ανήκετε: στον υπόνομο της ιστορίας.