Πετραδάκι-πετραδάκι… Μέσα σ’ αυτό το στίχο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου συνοψιζόταν η γιγαντιαία προσπάθεια που έκανε κάθε «μικρός» άνθρωπος να αποκτήσει μία στέγη, να βάλει τη φαμίλια του, να νοικοκυρευτεί.

Κι αυτό δεν ήταν μεταφορικό, γιατί οι άνθρωποι ακόμα χτίζαν τα σπίτια με τα χέρια τους, στην Κοκκινιά, την Καισαριανή, την Τούμπα ή το Μενίδι. Μέχρι τότε δεν μεσολαβούσαν μηχανικοί και αρχιτέκτονες στην κατασκευή των λαϊκών σπιτιών. Τη δεκαετία του ’60, οι μεγάλες λαϊκές συνοικίες ήταν ακόμα χειροποίητες. Αλλά και στη συνέχεια, αυτό ίσχυσε μεταφορικά. Το κάθε σπίτι και το κάθε διαμέρισμα χτιζόταν από το μόχθο των ανθρώπων της δουλειάς και ήταν το πρώτο μέλημα, από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ώς τους μετανάστες που εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να εγκατασταθούν στις πόλεις ή να φύγουν «προσωρινά» στο εξωτερικό. Μάλιστα, πολλοί απ’ αυτούς που δούλευαν στις οικοδομές κι ανέβαζαν τους τενεκέδες με τη λάσπη και τα τούβλα στους ώμους, όχι μόνο έχτιζαν, σοβάτιζαν, εξόπλιζαν και έβαφαν οι ίδιοι τα δικά τους σπίτια, αλλά γίνονταν και εργολάβοι, αυτοδίδακτοι, που έχτιζαν πλέον πολυκατοικίες.
Ο λαός έβγαινε από μια μεγάλης διάρκειας εποχή με τρεις βιβλικές καταστροφές: Μικρά Ασία, Κατοχή και Εμφύλιος. Πολλοί άνθρωποι είχαν αναγκαστεί να ξεριζωθούν πάνω από μία φορά και να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους άλλες τόσες, κατεστραμμένοι, κυνηγημένοι, φτωχοί και εκπατρισμένοι. Πετραδάκι-πετραδάκι, στην κυριολεξία, χτίστηκε και ξαναχτίστηκε από το λαό της η Ελλάδα. Χωρίς εξωτερική βοήθεια, χωρίς εσωτερική μέριμνα. Τα δάνεια και οι «βοήθειες» έχτιζαν τις βάσεις, τα προνόμια και τον πλούτο της νομενκλατούρας, με πολύ μικρό όφελος για το λαό, που πλήρωνε κάθε παροχή με ανθρωποθυσίες, προσφυγιά, μετανάστευση και σκληρή, πολύ σκληρή δουλειά, οργώνοντας τα χωράφια και φτιάχνοντας δρόμους και λιμάνια μέσα στην πίσα και το λιοπύρι, με τα χέρια. Η μοναδική «ξένη» βοήθεια που έφτανε στις ελληνικές οικογένειες ήταν τα εμβάσματα των ξενιτεμένων. Των εκατομμυρίων Ελληνόπουλων που εξωθήθηκαν ή δελεάστηκαν για να αφήσουν την πανέμορφη ελληνική φύση και τις οικογένειές τους, για να δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, στους φούρνους και τα χυτήρια των μεταλλουργικών εργοστασίων της Γερμανίας, στις ερήμους και τα μεταλλεία της Αυστραλίας, στις σιδηροδρομικές γραμμές και τις λάντζες της Αμερικής.
Δραχμή-δραχμή, δολάριο-δολάριο, μάρκο-μάρκο, πετραδάκι-πετραδάκι, χτίστηκε η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά. Κανένας γραφειοκράτης, κανένας μέγας χορηγός, κανένας «σύμμαχος», κανένας πολιτικός δεν έχτισε τα τσαρδάκια των Ελλήνων. Μόνοι τους τα έχτισαν, με θυσίες, ιδρώτα και στεναχώριες. Τα ροζιασμένα χέρια, που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης, ήταν ακριβώς αυτά που έχτιζαν πετραδάκι-πετραδάκι το τσαρδί κάθε μεροκαματιάρη Έλληνα, απανταχού.
Γι’ αυτό, όταν είπε ο Μιχάλης Μενιδιάτης το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, με τη συμβολή της Άννυς Λιαροπούλου, όλη η Ελλάδα, τουλάχιστον το 90% των κατοίκων της, τραγουδούσε «πετραδάκι, πετραδάκι…» αναστενάζοντας. Έλιωνε στα πικάπ και τα τζουκμπόξ, ξεχυνόταν από τις οικοδομές, τραγουδιόταν στις παρέες, τις ταβέρνες και τα πανηγύρια. Ένα από τα πιο λαϊκά τραγούδια της μεταπολεμικής περιόδου που η λογοκρισία ζούσε και βασίλευε, ενδεδυμένο με το ερωτικό στοιχείο στην ταξική του διάσταση… «Τα ψηλά τα σκαλοπάτια/όσες τ’ ανεβήκανε/βρήκαν πλούτη, μεγαλεία/μα καρδιά δε βρήκανε./Για μια πλούσια αγάπη/ τη δική μου πρόδωσες/και το ταπεινό τσαρδί μου/μου το περιφρόνησες…»
Το τραγούδι μιλάει για μια ερωτική απογοήτευση, μια προδοσία αισθηματική, που δεν είναι ανεπηρέαστη από την ταξική διαστρωμάτωση. Χωρίς την αγάπη, τη συντροφικότητα και την αφοσίωση, είναι και το τσαρδί άδειο και καταπιεστικό, σε πνίγει και γίνεται εστία θλιβερών αναμνήσεων. Το σπίτι του φτωχού, το χειροποίητο, στο οποία όλα ενσωματώνονται, τα υλικά στοιχεία, αλλά και τα συναισθήματα, γίνεται ολοκαύτωμα και όλα ξαναχτίζονται από την αρχή.

Ο Μιχάλης από το Μενίδι
Ο Μιχάλης ήτανε από το Μενίδι, εξού και το Μενιδιάτης, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Με το επώνυμο Καλογράνης είναι γνωστή η οικογένεια στα αρβανιτοχώρια. Θυμάμαι, ένα βράδυ που κουβεντιάζαμε με τον Κοσμά και τον Μιχάλη, στα Κιούρκα, περνούσε κόσμος για να τους χαιρετίσει με σεβασμό, την ώρα που ένα λαϊκοδημοτικό συγκρότημα στο πάλκο έπαιζε αρβανίτικα τραγούδια. Οι Αρβανίτες, οι μοναδικοί κάτοικοι της Αττικής μαζί με τους Οθωμανούς μέχρι την απόσυρση των τελευταίων και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, ήταν αυτοί που καλλιεργούσαν τη γη και έτρεφαν τους κατοίκους της Αττικής γεμίζοντας με φρέσκα προϊόντα τις λαϊκές αγορές. Και ήταν αυτοί που πούλησαν τη γη στους εσωτερικούς μετανάστες, αυτούς που ενσκύψανε στην πρωτεύουσα από τα πέρατα του Ελληνισμού και έχτισαν την καινούρια πόλη και τα περίχωρα.
Στη δεκαετία του ’60, που ο τρόπος ζωής άλλαζε και οι οικονομικές συνθήκες το επέτρεπαν, οι νεοΑθηναίοι επεκτείνονταν ραγδαία στα εδάφη γύρω από την Αθήνα, από το Πόρτο Ράφτη ώς τον Ωρωπό και από τη Βάρη ως το Αλεποχώρι. Μέρα νύχτα, μέσω ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών που εκπέμπανε στα Μεσαία, διαφημίζονταν τα οικόπεδα που πουλούσαν με δόσεις οι Αρβανίτες, είτε ως νόμιμοι ιδιοκτήτες είτε ως καταπατητές, σε όσους ήθελαν να αποκτήσουν μια πρώτη κατοικία στα Λιόσια ή ένα μικρό αυθαίρετο εξοχικό με ελενίτ στη Λούτσα. Με πούλμαν μετέφεραν τους υποψήφιους αγοραστές οι μεσίτες γύρω-γύρω στην Αττική. Κι εκεί, χτίζονταν άλλα τσαρδάκια, πετραδάκι-πετραδάκι, πολύ πριν οι νεοπλούσιοι βάλλουν πόδι σε πολλές απ’ αυτές τις περιοχές με πολυώροφα και πισίνες. Απ’ αυτούς τους ραδιοσταθμούς, τα τραγούδια που ερμήνευε ο Μιχάλης παίζονταν όλη μέρα και όλη νύχτα.

Συνεργασία με τον Άκη Πάνου
Πρωτογνωρίστηκα με τον Μιχάλη Μενιδιάτη στη Λύρα, το 1974-75. Ήταν από τους λίγους λαϊκούς που είχε τότε η εταιρία του Αλέκου Πατσιφά, της οποίας το ρεπερτόριο ήταν κυρίως νεοκυματικό. Κι αυτός με έφερε πιο κοντά στα τραγούδια του Άκη Πάνου. Μάλιστα, ένα απ’ αυτά που τραγούδησε, η «Παράνομη αγάπη», είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου και από τα πιο βαθυστόχαστα ερωτικά του Άκη, μαζί με το «Όταν σημάνει η ώρα» και «Η πιο μεγάλη ώρα». Το είχε τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση ο Μιχάλης όταν και οι δυο τους ηχογραφούσαν για την Κολούμπια, σε δίσκο 45 στροφών, το 1968, αλλά δεν είχε καλοτυχίσει. Και δόθηκε η ευκαιρία να το ξαναπεί στη Λύρα, κάτι που δεν συνηθιζόταν τότε, γιατί τις δεύτερες εκτελέσεις τις έκαναν άλλοι τραγουδιστές, σε διαφορετική εταιρία, για λόγους ανταγωνιστικούς. Αλλά ο Άκης δεν πήγαινε με το ρεύμα. Έτσι, προέκυψαν δυο εκτελέσεις του τραγουδιού από τον ίδιο τραγουδιστή, με τη Βούλα Γκίκα να κάνει σεγόντα στην πρώτη και τη Γωγώ Πολέμη στη δεύτερη. Και οι δύο πολύ καλές. Αλλά, και στη Λύρα, ήταν ένα άλλο τραγούδι του Άκη που τράβηξε περισσότερο την προσοχή, τουλάχιστον σε επίπεδο απήχησης και πωλήσεων, που έλεγε «Εφτά φορές τη μάζεψα και δεν την εσυμμάζεψα…».
Λίγα χρόνια αργότερα, έχοντας αναλάβει τη διεύθυνση παραγωγής στη νεοσύστατη στην Ελλάδα εταιρία δίσκων CBS, συνεργάστηκα στενά με τον Μιχάλη Μενιδιάτη με αφορμή ένα μεγάλο δίσκο με τραγούδια του Άκη Πάνου. Ένα δίσκο που επίσης δεν είχε εμπορική τύχη, ενώ περιέχει θαυμάσια τραγούδια. Μία από τις αιτίες ήταν ότι απαγορεύτηκε η μετάδοση όλων των τραγουδιών από το κρατικό ραδιόφωνο επειδή ήταν «πολύ λαϊκά». Από την πλευρά μου, εξασφάλισα στον Άκη όλες τις ευκολίες που ήταν αναγκαίες για να ηχογραφήσει τα τραγούδια με τον τρόπο και τις συνθήκες που επιθυμούσε. Η όλη διαδικασία ήταν απολαυστική. Οι πρόβες στην υπόγεια «τρύπα» της οδού Περδικάρη, στα Πατήσια, οι ηχοληψίες με τον ηχολήπτη Τάκη Φιλιππίδη στο στούντιο της Κολούμπια, που τώρα κείτεται ερειπωμένο στον Περισσό, οι συμμετοχές εξαίρετων μουσικών όπως ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης στο μπουζούκι, ο Τάκης Σούκας στο σαντούρι κ.ά., αποτελούν αλησμόνητες εμπειρίες αυτής της μαγικής διαδικασίας που κατέληξε σε ένα τυπωμένο δίσκο με τον τίτλο «Σεισμός», από το ομώνυμο τραγούδι, για τη ματαιότητα απόκτησης υλικών πραγμάτων, που γράφτηκε από τον Άκη αμέσως μετά τον καταστροφικό σεισμό στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1978.
Σ’ αυτό το δίσκο, ο Άκης Πάνου χρησιμοποιεί τον Μιχάλη Μενιδιάτη σαν μεταφορέα μιας ομάδας τραγουδιών που θέλουν φωνή βαριά, αυτό που λέμε αντρική. Τραγούδια που, όπως όλα σχεδόν του Άκη, εκθέτουν τα πιστεύω του δημιουργού τους και σχολιάζουν με πρωτότυπο τρόπο πτυχές της πραγματικότητας όπως η «Κοινή Αγορά», με το οποίο ο Άκης σχολιάζει ειρωνικά την πορεία προς την Ευρώπη. Στο αισθηματικό πεδίο, το τραγούδι «Επίορκος προδότης» είναι αυτοκριτικό μπροστά στη γυναίκα που του στάθηκε με απόλυτη αφοσίωση, το «Πόσα πρέπει» φανερώνει την αέναη πάλη του τραγουδοποιού με τον έξω κόσμο, ενώ το «Δυο γυναίκες αγαπώ» είναι βαθιά εξομολογητικό-δικαιολογητικό.
Ο δίσκος έχει και κάποια τραγούδια που θα έλεγε κανείς ότι είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του Μιχάλη για τις πρωινές ώρες στο μαγαζί, για ένα «άλλο» κοινό. Το τραγούδι «Μολόγατα, μολόγατα» προοριζόταν για τον Διονυσίου, αλλά επειδή οι σχέσεις του Άκη με τον Στράτο είχαν κρυώσει, ο Μενιδιάτης ήταν ο καταλληλότερος να το πει. Είχε το κύρος να περιγελάσει τους αλογομούρηδες, που τα ακουμπάνε στα μπουζούκια όταν ρεφάρουν. Στην ίδια ρότα, ο Μιχάλης τραγουδάει «Γιατί μου βγαίνεις δίχως φλας» και «Είμαι από χωριό» που κλείνει με τη χαρακτηριστική φράση «είμαι ασυμβίβαστος, ελεύθερος κι αλάνης».
Ο «Σεισμός», όπως είναι φυσικό, δεν ολοκληρώθηκε χωρίς τις απαραίτητες δονήσεις, αλλά με βάση το τελικό αποτελέσμα, αισθάνομαι πολύ τυχερός που τον βίωσα!

Μικρόφωνα και σφαίρες
Πολύς κόσμος, την Πέμπτη, 23 Αυγούστου, στο Μενίδι. Ντόπιοι, φίλοι, συγγενείς, θαυμαστές και περίεργοι, παλιοί συνάδελφοι, ο Σταμάτης Κόκοτας, η Γιώτα Γιάννα, ο Λάκης Χαλκιάς, η Ελένη Ροδά και η Άντζελα Δημητρίου, δυο-τρεις μαγαζάτορες και αρκετοί σερβιτόροι που είχαν δουλέψει με τους Μενιδιάτηδες στη Φαντασία, ο παραγωγός Νίκος Κιάμος και μια ομάδα μουσικών που έπαιξε δυο-τρία τραγούδια πάνω από τον τάφο της οικογένειας Καλογράνη. Καμία σχέση με τις κηδείες του συνθέτη και βιρτουόζου μπουζουξή Γιάννη Καραμπεσίνη ή του τραγουδιστή Πόλυ Κερμανίδη, που έγιναν αθόρυβα, με πολύ λιγότερες παρουσίες.
Πομπή μισού χιλιομέτρου με το φέρετρο στους ώμους και τη Φιλαρμονική του Δήμου Αχαρνών να παιανίζει πένθιμα (και ολίγον φάλτσα) από την εκκλησία του Αγίου Βλάσση μέχρι το παλιό νεκροταφείο, στο κέντρο του Μενιδίου. Πρώτο στη σειρά, μεταξύ δεκάδων, το στεφάνι του Αντώνη Σαμαρά, του πρωθυπουργού που ξεθεμελιώνει ότι έχτισαν με τα χέρια τους οι Έλληνες, πετραδάκι-πετραδάκι… Η ειρωνία είναι ότι λίγα χρόνια πριν, ο έτερος μνημονιακός πρωθυπουργός, ο ανεκδιήγητος Γιώργος Παπανδρέου, σε μια επικοινωνιακή καρικατούρα, είχε παραβρεθεί στην κατεδάφιση της Φαντασίας, στο Ελληνικό, από την οποία είχε απομείνει μόνο ένα κουφάρι, παραβλέποντας τις καταπατήσεις που φράζουν όλη την παραλιακή ζώνη.
Στο φέρετρο, τα μέλη της οικογένειας έβαλαν το μικρόφωνό του. Ο Μιχάλης θα συναντούσε τον Κοσμά, μουρμούριζαν φίλοι και συγγενείς. Τον μεγαλύτερο αδερφό του που είχε τη Φαντασία, το πρώτο μαγαζί της νύχτας, και φρόντιζε με μεγάλη αγάπη την καριέρα του Μιχάλη. Στον τελευταίο αποχαιρετισμό, κάποιος, μπροστά μου, σήκωσε ψηλά ένα πιστόλι και άδειασε το γεμιστήρα πυροβολώντας στον αέρα. Κι έτσι ολοκληρώθηκε η τελετή, με τα φυλλαράκια και τα κλαδάκια που κόπηκαν από τις σφαίρες να πέφτουν πάνω στον ανοιγμένο τάφο. Ένα τέλος αλά παλαιά.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!