επιμέλεια: Χριστόδουλος Δολαψάκης
Μία βασική διαφορά της περιόδου που διανύουμε σε σχέση με αυτή του πρώτου κύματος της επιδημίας την άνοιξη είναι η αυξανόμενη κριτική και απαξίωση των επιστημόνων που όλο αυτό το διάστημα έχουν δημόσιο λόγο μέσω των ΜΜΕ. Διαμέσου αυτών απαξιώνονται τα μέτρα που προτείνουν για τον περιορισμό της μετάδοσης του ιού και θεωρούνται υπερβολικές ή ψευδείς οι πληροφορίες και οι γνώμες τους.
Η ανάγκη ενός επιστημονικού επιτελείου που θα συγκεντρώνει δεδομένα, θα τα αναλύει και θα εισηγείται αποφάσεις είναι δεδομένη. Σε συνθήκες κρίσης (οποιασδήποτε κρίσης) ένα είδος συγκεντρωτικής πολιτικής είναι μάλλον αναπόφευκτο. Η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού συμβαίνει στην Ελλάδα του 2020, οπότε «ό,τι λείπει, λείπει». Γενικές καταδίκες δεν έχουν νόημα εάν το μόνο επιχείρημα είναι ότι εφόσον κυβερνά η Ν.Δ. όποιος συμμετέχει σε επιτροπές είναι φερέφωνο ή εάν υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι την επιστημονική εποπτεία μπορεί να την έχει οποιοσδήποτε αρκεί π.χ. να δουλεύει σε νοσοκομείο ή είναι αριστερός ή ακόμα χειρότερα συνδικαλιστής.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ τα ΜΜΕ έδωσαν βήμα κυρίως σε πανεπιστημιακούς-μέλη της επιστημονικής επιτροπής του υπουργείου Υγείας οι οποίοι εξελίχθηκαν εν πολλοίς σε μόνιμους συνεργάτες τους. Η ξαφνική απόκτηση δημόσιου λόγου χρειαζόταν προσοχή, σοβαρότητα και κυρίως προσπάθεια απολογισμού του πρώτου κύματος και διδαγμάτων εν όψει του καλοκαιριού και της τουριστικής περιόδου, καθώς –σε αντίθεση με την παρούσα φάση– ο λόγος των γιατρών γενικά είχε αποκτήσει σημασία και κύρος.
Το βήμα που απλόχερα προσφέρθηκε από τα ΜΜΕ ενίσχυσε την ψευδαίσθηση ότι η εξέλιξη της πανδημίας θα καθοριστεί από αυτά που γίνονται εντός των νοσοκομείων και όχι εκτός αυτών. Η δημοσιότητα μετέτρεψε τα μέλη ενός επιστημονικού επιτελείου σε μεμονωμένους «ειδικούς» με συνεχείς επικλήσεις στο εμβόλιο που όπου να ‘ναι θα ανακαλυφθεί, μεγαλόστομες κουβέντες για καινούρια φάρμακα και μια διαρκή ανάγκη να ειπωθεί «κάτι» που θα κάνει εντύπωση ακόμα και αν αυτό είναι μια πρόσφατη δημοσίευση ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες.
ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ουσιαστική δημόσια τοποθέτηση σε ΜΜΕ μελών της επιστημονικής επιτροπής του υπουργείου για την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης του συστήματος υγείας και κυρίως των πρωτοβάθμιων δομών σε αστικά κέντρα, συμπεράσματα απολύτως επιστημονικά. Για την Ελλάδα ήταν δεδομένο ότι η τουριστική πολιτική θα καθόριζε την επόμενη φάση της επιδημίας και επομένως η υγειονομική προετοιμασία και επιτήρηση των πυλών εισόδου της χώρας και των τουριστικών προορισμών αποτελούσε πεδίο της επιστημονικής επιτροπής. Εάν η επιτροπή ειδικών δεν εκτίμησε σωστά τον κίνδυνο από τον τρόπο που άνοιξε ο τουρισμός είναι αποτυχημένη. Εάν η κυβέρνηση πήρε αποφάσεις παρά και ενάντια στη γνώμη της επιστημονικής επιτροπής αυτό έπρεπε να γίνει δημοσίως γνωστό. Εάν η επιτροπή αποδέχθηκε το ρίσκο για να μη «χαλάσουν καρδιές», με την ελπίδα ότι τα πράγματα δε θα ξεφύγουν, είναι υπόλογη.
Όσο ξεδιπλωνόταν η ανευθυνότητα και η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και όσο αυξάνονταν τα κρούσματα, τόσο οι τοποθετήσεις των επιστημόνων περιορίζονταν στην επίκληση της ατομικής ευθύνης, στο «κούνημα του δακτύλου» ιδίως απέναντι στη νεολαία, ενώ τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες δηλώσεων προκλητικών ή αστήριχτων επιστημονικά
Έτσι όσο ξεδιπλωνόταν η ανευθυνότητα και η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και όσο αυξάνονταν τα κρούσματα, τόσο οι τοποθετήσεις των επιστημόνων περιορίζονταν στην επίκληση της ατομικής ευθύνης, στο «κούνημα του δακτύλου» ιδίως απέναντι στη νεολαία, ενώ τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες δηλώσεων προκλητικών ή αστήριχτων επιστημονικά. Αποκορύφωμα αυτής της τάσης ήταν η τοποθέτηση του κ. Μαγιορκίνη, μέλους της επιτροπής ειδικών από τον Φεβρουάριο, ως επιστημονικού εκπροσώπου στα ΜΜΕ. Ο κ. Μαγιορκίνης ανοικτά πλέον «ντύνει» επιστημονικά την ασκούμενη πολιτική και καλύπτει τις κυβερνητικές ευθύνες φτάνοντας σε αστείες τοποθετήσεις περί μοντέλων 25 μαθητών ανά τάξη, περί ιού που αντιστέκεται στα μέτρα της κυβέρνησης, περί δεύτερου κύματος που δε σχετίζεται με τον τουρισμό. Είναι λογικό η αυξανόμενη δυσαρέσκεια του κόσμου –αφού άλλα του έταζαν το καλοκαίρι και άλλα συμβαίνουν τώρα– να αφορά και τους επιστήμονες διότι δεν φρόντισαν να έχουν ειλικρινή δημόσια στάση και λόγο. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που ο δημόσιος λόγος των ειδικών στα ΜΜΕ να είναι απλά μια κριτική στην «ανευθυνότητα του Έλληνα»: μετά από 8 μήνες πανδημίας και χιλιάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις περιμέναμε κάτι καλύτερο από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΣΤΑΣΗ –η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και αντίληψη του κινδύνου από τον κόσμο– δεν θα ήταν γενικά και αόριστα η άσκηση αντιπολίτευσης και η καταγγελία. Για τους επικεφαλής της ιατρικής κοινότητας στην Ελλάδα κάτι τέτοιο είναι ουτοπικό και δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση πανεπιστημιακοί γιατροί να καλύψουν ένα ουσιαστικά πολιτικό κενό. Το ζήτημα θα ήταν ένας δημόσιος λόγος πιο υπεύθυνος, πιο σεμνός και κυρίως ανεξάρτητος από πολιτικές σκοπιμότητες, με ένα συνολικό βλέμμα στα διδάγματα που προκύπτουν για το ελληνικό σύστημα υγείας. Η πανδημία του κορωνοϊού επιφέρει τεκτονικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και αποτελεί αφορμή για πλήθος συζητήσεων στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα. Στα κορυφαία επιστημονικά περιοδικά του εξωτερικού δε δημοσιεύονται μόνο ιατρικές μελέτες αλλά και άρθρα προβληματισμού για το παρόν και το μέλλον των συστημάτων υγείας, για τις επιπτώσεις της επιδημίας συνολικά στην υγεία του πληθυσμού και στον τρόπο άσκησης της ιατρικής. Εάν θέλουμε λοιπόν να μιλήσουμε για «χαρακτηριστικά του Έλληνα» ας μιλήσουμε για την εξάρτηση των επικεφαλής της ιατρικής κοινότητας από την πολιτική εξουσία. Αντί για κάλεσμα στους γονείς να μην αγκαλιάζουν τα παιδιά τους όταν γυρνάνε από το σχολείο ας επιλεγεί η σεμνότητα, η ανεξαρτησία άποψης και η αυτοκριτική.