Αυτό είναι το να αγωνίζεσαι και αυτοί έχουν τη δύναμη να το πράξουν. Δυο σε ένα. Δεν είναι καν ο συμβολισμός που θα συνόδευε ή θα γεννούσε κάτι. Ένας ακτιβισμός ή μια δυναμική ενέργεια που θα δενόταν με κάποια ανάγκη ενός κάποιου υπό διαμόρφωση κινήματος. Πάλι δυο σε ένα. Δεν είναι αυτή η πρόθεση εν προκειμένω. Κίνημα και λαός λειτουργούν απλά ως αναφορές. Τα σπαθιά που δε σηκώνουν μύγα, τα χέρια που χτυπούν στα τραπέζια, οι παραδειγματικές ενέργειες, το «φτάνουν πια τα λόγια» αποτελούν –ενάντια στα φαινόμενα– συμβολισμούς της αδυναμίας και της συνήθειας.
Και ανάθεση και θέαμα λοιπόν. Δυο σε ένα ξανά. Συνδυασμός που σκοτώνει. Τώρα όμως πιο μίζερα. Αφού στο πρόσφατο παρελθόν αυτά τα δυο λειτούργησαν με έναν πιο πλούσιο τρόπο. Συνδέθηκαν με πόθους και στάσεις πολλών, αναμετρήθηκαν με τα ίδια τους τα όρια. Μα εδώ υπάρχει πλήρης άρνηση της σκέψης να αντιμετωπίσει τις εμπειρίες των τελευταίων χρόνων. Όσα έγιναν στη χώρα, τον τρόπο που αυτά βιώθηκαν, αλλά και εκείνο που βρίσκεται σήμερα μπροστά μας. Όλα τα ρουφά η «πράξη», η «ενέργεια», η «δράση», το «μήνυμα». Γι’ αυτό και το «εντάξει μωρέ, καλά κάνουν» δεν είναι και πολύ παραγωγική στάση. Πόσω μάλλον το μπράβο στο «κάτω τα ξερά σας»· μνημείο το λιγότερο αμνησίας.
Γιατί τα «ξερά» απλώθηκαν σε χιλιάδες πράγματα όλα αυτά τα χρόνια και οι απαντήσεις που δοκιμάστηκαν δεν κατάφεραν να τα «κόψουν». Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όλες οι απαντήσεις ήταν για πέταμα, σημαίνει όμως τουλάχιστον ότι δεν μπορούμε να συνεχίζουμε σαν να μην τρέχει τίποτα. Και τέλος πάντων, ας σκεφτούμε τι ήταν αυτό που περισσότερο φόβισε τους «κακούς» αυτά τα χρόνια. Θα ανακαλέσουμε τότε, κυρίως γεγονότα που δεν εντάσσονταν σε υποκειμενικά σχέδια, δεν είχαν προβλεφθεί ή προσχεδιαστεί, τα δημιούργησαν άλλοι και όχι οι συνήθεις αποφασισμένοι, ήταν μακριά από τα προτεινόμενα πολίτικαλ-κορέκτ πλαίσια.
Τα σπαθιά που δε σηκώνουν μύγα, τα χέρια που χτυπούν στα τραπέζια, οι παραδειγματικές ενέργειες, το «φτάνουν πια τα λόγια» αποτελούν –ενάντια στα φαινόμενα– συμβολισμούς της αδυναμίας και της συνήθειας
Σήμερα, πιστεύουν όντως κάποιοι πως προξενούν ανησυχία και φόβο οι «δυναμικές» και εικονικές ενέργειες; Ή πως αυτός ο φόβος σταματά κάτι; Έστω λίγο από το φόβο των αδύναμων και των θιγμένων; Απειλείται ο δυσμενής συσχετισμός; Παρασέρνονται κι ελευθερώνονται δυνάμεις, γεννιούνται νέες διαθέσεις; (Δεν είναι πάντως έτσι ούτε καν η οργή). Αποκλείεται. Αποκλείεται να το πιστεύουν, στο βαθμό βέβαια που η ερώτηση αυτή πλανάται κάπου. Δε ζούμε στο 1970. Ούτε καν στο 2010. Σήμερα πρόκειται για άγραν ψηφοφόρων ή υποστηρικτών. Κανένα πρόβλημα. Σε ποιο σχέδιο όμως και σε ποια προοπτική; Την ισχυρή παρουσία του ταξικού κόμματος στη Βουλή; Τη διάχυση ενός μετέωρου δυναμικού προτάγματος; Εξ’ ου και η σχετική ανοχή που κατά καιρούς επιδεικνύον οι κρατούντες. Διόλου ύποπτη ή σκοτεινή, αλλά λογική και εύκολα εξηγήσιμη.
«Αυτό μπορούμε, αυτό κάνουμε». Αυτό είναι αποδοχή. Δεν είναι τραγικό, αρκεί να αναγνωρίζεται, να μην γεννά φαντασιώσεις. Δεν είναι σκανδαλώδες εφόσον δεν ενσωματώνεται σε αλλότρια σχέδια. Γιατί ως γνωστόν, οι «κακοί» είναι αρκετά έξυπνοι. Εξάλλου, δεν υπάρχει κάποιο έτοιμο σχέδιο ανατροπής, απελευθέρωσης των διαθέσεων, ανάτασης της λαϊκής κινητικότητας. Η κριτική δεν γίνεται από τη σκοπιά μιας ιδέας που σκίζει αρκεί να υιοθετηθεί, αλλά με τη ματιά κάποιων προδιαγραφών που οφείλουμε να θέσουμε στους εαυτούς μας. Πάντως σήμερα, όταν πολλοί ρισκάρουν καθημερινά, σιωπηλά κι επώδυνα, μια άλλου τύπου μαχητικότητα θα χρειαζόταν. Πέρα από αυτή του δρόμου, του παράδρομου ή της σφριγηλής γροθιάς.
Ας μη βιαστούν οι βιαστικοί. Δεν πρόκειται κυρίως για σύγκριση ή υποψία ταύτισης ανάμεσα σε πολιτικούς χώρους πράγματι διαφορετικούς, αλλά για την ανάδειξη ενός προβλήματος. Κατά τα άλλα, δεν λέει και πολλά το «να το λέει η καρδιά σου». Αυτό συμβαίνει σε όλες τις γκάμες πολιτικών και ιδεολογικών τοποθετήσεων και στοχοθεσιών, δεν είναι προνόμιο –συστατικό είναι– της «επανάστασης». Παρομοίως, το προσωπικό κόστος και ρίσκο που αναλαμβάνει κάποιος δεν είναι αδιάφορη συνιστώσα. Εντέλει, ο φωνακλάς αρχισυνδικαλιστής παραμένει απωθητική φιγούρα και η ψευτολαϊκομαγκίτικη αισθητική του είναι το λιγότερο, είναι μονάχα πταίσμα.
Φωτογραφία: Γιάννης Κέμμος