Της Αριάδνης Αλαβάνου.
Στις 15 Δεκεμβρίου, 13 μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρίες έστειλαν κοινή επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαιτώντας κυρώσεις εναντίον της Ουγγαρίας για τους «ειδικούς φόρους» που επέβαλε το περασμένο καλοκαίρι σε τράπεζες και άλλες εταιρίες.
Με την πεντασέλιδη επιστολή τους, που την υπογράφουν μεταξύ άλλων οι γιγαντιαίες ενεργειακές εταιρίες της Γερμανίας RWE και E.ON, η Deutsche Telekom, η ασφαλιστική Allianz, η ολλανδική τράπεζα ING, η γαλλική ασφαλιστική Axa, η τσεχική εταιρία ενέργειας CEZ και η αυστριακή OMV, ζητούν, με οργουελιανή γλώσσα, από την Κομισιόν να «πείσει την ουγγρική κυβέρνηση για τη σημασία της ύπαρξης σταθερών νομικών κανόνων για τους επενδυτές» (όπου «σταθεροί κανόνες» σημαίνουν να μη θιγούν τα τεράστια κέρδη που έχουν πραγματοποιήσει) και να «αναγκάσει τη Βουδαπέστη να αποσύρει τους άδικους φόρους» (Die Welt 2/11).
Ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Ράινερ Μπρύντερλε έσπευσε, βεβαίως, να σταθεί στο πλευρό των εταιριών και δήλωσε (Sueddeutsche Zeitung) πως «είναι προβληματικό για την εσωτερική αγορά της Ε.Ε. το ότι μια χώρα της Ένωσης συλλέγει φόρους μ’ αυτό τον τρόπο από ξένες εταιρίες». Και φυσικά δεν έλειψαν οι απειλές για παραπομπή της Ουγγαρίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αν αποδειχθεί ότι παραβιάζει τη νομοθεσία της Ε.Ε., και για απόσυρση των επενδύσεων – πράγμα απίθανο λόγω των τεράστιων κερδών που πραγματοποιούν και τα οποία ελάχιστα θα θίξουν τα 855 εκατ. ευρώ που σκοπεύει να συλλέξει η ουγγρική κυβέρνηση από τη φορολογία των εταιριών στα έτη 2010-2011, για να ενισχύσει τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι η κυβέρνηση μιας χώρας δεν πειθάρχησε στη γενική γραμμή και επέλεξε αντί να συνεχίσει τα πακέτα λιτότητας να φορολογήσει την τεράστια κερδοφορία των πολυεθνικών και γενικώς να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Υπενθυμίζουμε ότι η κυβέρνηση του Β. Ορμπάν, επικεφαλής του δεξιού κόμματος Fidezs, που κέρδισε μια σαρωτική νίκη στις εκλογές της περασμένης άνοιξης ύστερα από μια καταστροφική για τα λαϊκά στρώματα πολιτική λιτότητας της προηγούμενης σοσιαλιστικής κυβέρνησης, αρνήθηκε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του ΔΝΤ για περαιτέρω περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό, το έλλειμμα του οποίου είχε μειωθεί ύστερα από 4 χρόνια λιτότητας από 9 στο 3,8%. Επίσης μείωσε τις αποδοχές του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, Άντρας Σίμορ, του πιο υψηλά αμειβόμενου κεντρικού τραπεζίτη στην Ευρώπη, κατά 75%, και στόχευσε τα πολύ υψηλά επιτόκια που διατηρούσε η Κεντρική Τράπεζα -5,25%- εν μέσω κρίσης, τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η Κεντρική Τράπεζα είχε ακολουθήσει μια πολιτική εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων -8-11,5% το 2008 και 6,25-9,5% το 2009- ενώ τα ίδια έτη η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα μείωσε το επιτόκιο στο 0-0,25% και η Ευρωπαϊκή γύρω στο 1%. Η παρέμβαση στην Κεντρική Τράπεζα έκανε όλους τους νεοφιλελεύθερους να φρικιάσουν, μιας και θίχτηκαν τα ιερά και τα όσια της «ανεξαρτησίας» των κεντρικών τραπεζών, των αυταρχικών αυτών ιδρυμάτων με τους ασύδοτους αξιωματούχους που δεν υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο και οι μόνοι εντολείς τους είναι οι «αγορές»..
Το πρόσχημα της δημοκρατίας για άσκηση εκβιασμών
Είναι ασφαλώς ειρωνικό το ότι ένα δεξιό κόμμα, όπως το ουγγρικό Fidezs, της αυτής ιδεολογίας και προστατευόμενο της Γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας, συγκρούστηκε με την κυρίαρχη ορθοδοξία, αλλά όχι και παράδοξο στην εποχή που επικρατεί το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» μέσα στο καπιταλιστικό στρατόπεδο. Όμως, σε μια μικρή χώρα σαν την Ουγγαρία δεν επιτρέπεται να ξεστρατίζει από τη «γραμμή». Και οι αφορμές για εκβιασμούς πολλές. Στις 22 Δεκεμβρίου το ουγγρικό κοινοβούλιο ψήφισε ένα νέο νόμο περί Τύπου, βάσει του οποίου συγκροτείται ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο, που μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα για «μη ισόρροπη κάλυψη» και «προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Ο νόμος επικρίνεται ευρέως από δημοσιογραφικές ενώσεις και αντιπολιτευόμενους ως λογοκριτικός, και πιθανώς είναι.
Από πότε, όμως, η θέσπιση ενός τέτοιου νόμου αποτελεί, για τα ειωθότα της Ε.Ε., αιτία αμφισβήτησης της ικανότητας μιας χώρας-μέλους να ασκήσει την κυκλική προεδρία, όπως, ισχυρίζεται ο βρετανικός Guardian ,σε άρθρο της σύνταξης («One-party rule» 5/1); Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας, αναφέρει, δεν μπορεί να ασκήσει αξιόπιστα την προεδρία της Ε.Ε. (την οποία ανέλαβε από 1/1), διότι μ’ αυτό το νόμο περιορίζεται η τελευταία δύναμη που θα μπορούσε να ελέγξει την κυβέρνηση μετά την «απογύμνωση του συνταγματικού δικαστηρίου από τις αρμοδιότητές του στον προϋπολογισμό και την επίθεση στην Κεντρική Τράπεζα» – είναι φανερό πως για την εν λόγω εφημερίδα ο λαός, τα συνδικάτα, οι κοινωνικές οργανώσεις εν γένει δεν αποτελούν παράγοντες αντιπολίτευσης …. Ταυτόχρονα, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Washington Post, -ενοχλημένη ίσως από τη στάση της Ουγγαρίας έναντι του ΔΝΤ-, γράφει, επίσης σε κύριο άρθρο της (26/12), ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να «λυπάται» που έχει υιοθετήσει την κυκλική προεδρία.
Οι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου δεν αποτελούν καινοφανή κατάσταση στην Ε.Ε. και όχι μόνο. Επί παραδείγματι, με αφορμή πάλι τον ουγγρικό νόμο, ο Α. Γουίλις γράφει στον EUobserver (21/12) για το νόμο «περί της βλασφημίας ως εγκλήματος» που τέθηκε σε εφαρμογή την 1/1/2010 στην Ιρλανδία, για τη συγκέντρωση ΜΜΕ στα χέρια του Μπερλουσκόνι, για τους σκληρούς βρετανικούς νόμους περί λιβέλων που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά από τις επικρινόμενες για τις πρακτικές τους εταιρίες, ενώ η ευθυγράμμιση του Τύπου στις ΗΠΑ και την Ευρώπη με τις κυρίαρχες πολιτικές, μέσω μηχανισμών διαπλοκής και εξαγοράς, είναι δεδομένη και πασίδηλη. Δεν είδαμε όμως κανέναν να αμφισβητεί, φέρ’ ειπείν, την ικανότητα άσκησης της ευρωπαϊκής προεδρίας από τον Μπερλουσκόνι. Και η μόνη χώρα που θέσπισε ρυθμίσεις οι οποίες ενίσχυσαν την ελευθερία του Τύπου, η Ισλανδία, κατά πάσα πιθανότητα, αν ενταχθεί στην Ε.Ε., θα αναγκαστεί να καταργήσει εν μέρει τους νέους θετικούς κανόνες, όπως προειδοποιούν οι ειδήμονες (Α. Γουίλις ό.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, δεν κόπτονται κυρίως για την ελευθερία του Τύπου στην Ουγγαρία. Διότι, θα ετίθεντο τόσο σοβαρά ζητήματα για μια κυβέρνηση που θέσπισε έναν λογοκριτικό νόμο περί Τύπου, αν αυτή η κυβέρνηση δεν είχε, ταυτόχρονα, επιδείξει απειθαρχία, φορολογώντας μεγάλες εταιρίες, αν δεν είχε τολμήσει να παραβεί τις εντολές του ΔΝΤ και της Ε.Ε. -ανεξαρτήτως προθέσεων- και συμμορφωνόταν αδιαμαρτύρητα; Και αποτελεί μόνο χρονική σύμπτωση η κίνηση των εταιριών κατά της Ουγγαρίας και η κριτική περί ανικανότητας άσκησης της ευρωπαϊκής προεδρίας εκ μέρους της;
Η απάντηση δεν είναι καθόλου δύσκολη.