Του Γιώργου Τσίπρα. Απολογίζοντας τη θητεία Ομπάμα μπροστά στις νέες εκλογές, ο δημοσιογράφος Gregory Wilpert στο αμερικανικό διαδικτυακό κανάλι Real News, σημειώνει ότι «από τον Ρίγκαν και μετά, οι κυβερνήσεις των Ρεπουμπλικάνων μετατοπίζουν τις ΗΠΑ όλο και δεξιότερα, ενώ κάθε κυβέρνηση των Δημοκρατικών απλώς διατηρεί την πορεία που έχει χαράξει η προηγούμενη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, αντί να ωθήσει τη χώρα προς το πολιτικό κέντρο ή ακόμη και αριστερά.
Εν ολίγοις, αν και οι πολιτικές Ομπάμα είναι σχεδόν αξεχώριστες από εκείνες του Μπους, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο Ρόμνεϊ θα οδηγήσει τις ΗΠΑ ακόμη δεξιότερα. Καταλήγουμε έτσι στο τυπικό φαινόμενο στο οποίο, από προοδευτική σκοπιά, ο Δημοκρατικός υποψήφιος δεν είναι καλύτερος από τον Ρεπουμπλικάνο προκάτοχό του, είναι ωστόσο καλύτερος από τον επόμενο Ρεπουμπλικάνο που θα τον διαδεχτεί». Και καταλήγει ο Wilpert, υποστηρίζοντας τη λογική του μικρότερου κακού, πως «μια κυβέρνηση Ρόμνεϊ, το πιθανότερο, θα οδηγήσει τη χώρα ακόμη δεξιότερα, όπως έκανε και ο Μπους όταν διαδέχτηκε στην Προεδρία τον Μπιλ Κλίντον».
Ό,τι έχει απομείνει από τις ψεύτικες υποσχέσεις και τις φρούδες ελπίδες της προεκλογικής εκστρατείας Ομπάμα το 2008, α υτό είναι κυρίως ότι δεν πήγε τις ΗΠΑ πολύ πιο δεξιά από όσο τις παρέλαβε. Έστω, με υποσημειώσεις και αστερίσκους, ο G. Wilpert επισημαίνει κάτι πραγματικό. Αν αυτό οδηγεί στη επιλογή του μικρότερου κακού ή όχι είναι μια άλλη συζήτηση, που ήδη διχάζει την αμερικανική Αριστερά.
Οι New York Times σημειώνουν ότι «οι πραγματικές διαφορές στην εξωτερική πολιτική ανάμεσα στους δύο φαίνεται να αποτελούν περισσότερο ένα ζήτημα διαφορετικού τόνου ή βαθμού και όχι βαθιές διαφορές σχετικά με την πορεία της Αμερικής στο σύγχρονο κόσμο… Ακόμη και σε ζητήματα στα οποία ο Ρόμνεϊ εμφανίζεται πολύ κριτικός, όπως στο ζήτημα του Ισραήλ, της Ρωσίας, της Κίνας, δεν είναι πολύ καθαρό τι θα έκανε διαφορετικά… Ο Κλίντον επιτέθηκε στον πατέρα Μπους για (την προσέγγιση με) την Κίνα το 1992 και ο ίδιος ομαλοποίησε παραπέρα τις εμπορικές σχέσεις με το Πεκίνο όταν ήρθε στην προεδρία. Ο υιός Μπους άσκησε κριτική στον Κλίντον το 2000 για το φλερτ με τη Ρωσία και ο ίδιος σφυρηλάτησε τη φιλία με τον Πούτιν. Ο Ομπάμα άσκησε σκληρή κριτική στον Μπους το 2008 για τις αντιτρομοκρατικές πολιτικές και ο ίδιος διατήρησε πολλές από αυτές, έστω με διαφορετική μορφή» (ΝΥΤ 28/7).
Σύμφωνα με τον Κρόουλι, αξιωματούχο σήμερα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας επί Κλίντον, «το Ιράκ έχει πάρει μαζί του τις πιο σημαντικές διαφορές στην εξωτερική πολιτική, ώστε το στοιχείο της συνέχειας στην εξωτερική πολιτική υπάρχει περισσότερο από όσο νομίζει ο κόσμος». Ο γνωστός στις ΗΠΑ δημοσιογράφος Marvin Kalb συμπληρώνει ότι «οι διαφορές αφορούν περισσότερο τις λέξεις παρά την ουσία: αν και η ρητορική του Ρόμνεϊ είναι οξύτερη και πιο πολιτική, οι βασικές προδιαγραφές της πολιτικής τους είναι κομμένες από το ίδιο ύφασμα».
Ωστόσο, οι όποιες διαφορές στην εξωτερική πολιτική είναι σαφώς προς τα δεξιά στην περίπτωση Ρόμνεϊ. Οι διαφορές αυτές γίνονται μεγαλύτερες και αγγίζουν στα όρια της αμερικανικής Άκρας Δεξιάς όταν περνάμε στα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Αν ο Ρίγκαν και οι νεοσυντηρητικοί έφεραν μια νεοφιλελεύθερη, συντηρητική «επανάσταση» στο εσωτερικό των ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια, πολιτική που υπηρέτησαν και οι Δημοκρατικοί Κλίντον και Ομπάμα, οι κύκλοι πίσω από τον Ρόμνεϊ πιέζουν για ένα νέο κύμα «επανάστασης» που στηρίζεται στο δόγμα «η Αμερική πάει μπροστά όταν ο πλούτος συγκεντρώνεται στους πλούσιους». Το κύμα αυτό ετοιμάζεται από τη μια να σαρώσει τις τελευταίες δομές κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας των αδύναμων που έχει αφήσει όρθιες ο νεοφιλελευθερισμός, και από την άλλη φτάνει να απειλεί ελευθερίες, όπως οι αμβλώσεις, φέρνει μπροστά την πιο καθυστερημένη, αντιδραστική, θρησκόληπτη Αμερική.
Η επιλογή του Πολ Ράιαν για τη θέση του αντιπροέδρου από αυτή την άποψη δεν είναι μια λάθος επιλογή ή από έλλειψη εναλλακτικής λύσης, αλλά μια σκόπιμη επιθετική πολιτικά επιλογή που, δυστυχώς, βασίζεται στα νέα δεδομένα που συγκεντρώνει ή μπορεί να αποσπάσει μια πολυδιάστατη νέα Άκρα Δεξιά στις ΗΠΑ. Τον περασμένο Απρίλη δημοσκόπηση απέδιδε 44% θετικής γνώμης για τους ακτιβιστές του Tea Party. Ο ίδιος ο Πολ Ράιαν, βουλευτής του Ουισκόνσιν, υπεράσπιζε τις πολιτικές που προκάλεσαν τις πρωτοφανείς μαζικές κινητοποιήσεις του 2011 στη βορειοανατολική πολιτεία των ΗΠΑ.
Άτυπα, ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ θεωρείται από το αμερικανικό κατεστημένο ίσως ο πιο αποτυχημένος μεταπολεμικός πρόεδρος των ΗΠΑ (1977-1980). Κυβέρνησε μια μόνο τετραετία αφού παρέλαβε τις ΗΠΑ της ήττας στο Βιετνάμ, αλλά θεωρείται ότι τις οδήγησε σε μεγαλύτερη υποχώρηση χωρίς προοπτική για την ιμπεριαλιστική δύναμη.
Ο Ομπάμα αναδείχτηκε από ένα μεγάλο ρεύμα (όχι χωρίς τη στήριξη και από ισχυρές μερίδες του μεγάλου κεφαλαίου) μετά την κρίση του 2007-08 και τις δυσχέρειες της εξωτερικής πολιτικής Μπους. Ίσως δεν αποδειχτεί Κάρτερ Νο2 αλλά αποτελεί ζητούμενο το τι έχει ακόμη να προσφέρει στην αμερικανική ολιγαρχία έναντι μιας περισσότερο παρά ποτέ επιθετικής (άκρας) Δεξιάς σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Ό,τι έχει απομείνει από τις ψεύτικες υποσχέσεις και τις φρούδες ελπίδες της προεκλογικής εκστρατείας Ομπάμα το 2008, α υτό είναι κυρίως ότι δεν πήγε τις ΗΠΑ πολύ πιο δεξιά από όσο τις παρέλαβε. Έστω, με υποσημειώσεις και αστερίσκους, ο G. Wilpert επισημαίνει κάτι πραγματικό. Αν αυτό οδηγεί στη επιλογή του μικρότερου κακού ή όχι είναι μια άλλη συζήτηση, που ήδη διχάζει την αμερικανική Αριστερά.
Οι New York Times σημειώνουν ότι «οι πραγματικές διαφορές στην εξωτερική πολιτική ανάμεσα στους δύο φαίνεται να αποτελούν περισσότερο ένα ζήτημα διαφορετικού τόνου ή βαθμού και όχι βαθιές διαφορές σχετικά με την πορεία της Αμερικής στο σύγχρονο κόσμο… Ακόμη και σε ζητήματα στα οποία ο Ρόμνεϊ εμφανίζεται πολύ κριτικός, όπως στο ζήτημα του Ισραήλ, της Ρωσίας, της Κίνας, δεν είναι πολύ καθαρό τι θα έκανε διαφορετικά… Ο Κλίντον επιτέθηκε στον πατέρα Μπους για (την προσέγγιση με) την Κίνα το 1992 και ο ίδιος ομαλοποίησε παραπέρα τις εμπορικές σχέσεις με το Πεκίνο όταν ήρθε στην προεδρία. Ο υιός Μπους άσκησε κριτική στον Κλίντον το 2000 για το φλερτ με τη Ρωσία και ο ίδιος σφυρηλάτησε τη φιλία με τον Πούτιν. Ο Ομπάμα άσκησε σκληρή κριτική στον Μπους το 2008 για τις αντιτρομοκρατικές πολιτικές και ο ίδιος διατήρησε πολλές από αυτές, έστω με διαφορετική μορφή» (ΝΥΤ 28/7).
Σύμφωνα με τον Κρόουλι, αξιωματούχο σήμερα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας επί Κλίντον, «το Ιράκ έχει πάρει μαζί του τις πιο σημαντικές διαφορές στην εξωτερική πολιτική, ώστε το στοιχείο της συνέχειας στην εξωτερική πολιτική υπάρχει περισσότερο από όσο νομίζει ο κόσμος». Ο γνωστός στις ΗΠΑ δημοσιογράφος Marvin Kalb συμπληρώνει ότι «οι διαφορές αφορούν περισσότερο τις λέξεις παρά την ουσία: αν και η ρητορική του Ρόμνεϊ είναι οξύτερη και πιο πολιτική, οι βασικές προδιαγραφές της πολιτικής τους είναι κομμένες από το ίδιο ύφασμα».
Ωστόσο, οι όποιες διαφορές στην εξωτερική πολιτική είναι σαφώς προς τα δεξιά στην περίπτωση Ρόμνεϊ. Οι διαφορές αυτές γίνονται μεγαλύτερες και αγγίζουν στα όρια της αμερικανικής Άκρας Δεξιάς όταν περνάμε στα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Αν ο Ρίγκαν και οι νεοσυντηρητικοί έφεραν μια νεοφιλελεύθερη, συντηρητική «επανάσταση» στο εσωτερικό των ΗΠΑ τα τελευταία 30 χρόνια, πολιτική που υπηρέτησαν και οι Δημοκρατικοί Κλίντον και Ομπάμα, οι κύκλοι πίσω από τον Ρόμνεϊ πιέζουν για ένα νέο κύμα «επανάστασης» που στηρίζεται στο δόγμα «η Αμερική πάει μπροστά όταν ο πλούτος συγκεντρώνεται στους πλούσιους». Το κύμα αυτό ετοιμάζεται από τη μια να σαρώσει τις τελευταίες δομές κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας των αδύναμων που έχει αφήσει όρθιες ο νεοφιλελευθερισμός, και από την άλλη φτάνει να απειλεί ελευθερίες, όπως οι αμβλώσεις, φέρνει μπροστά την πιο καθυστερημένη, αντιδραστική, θρησκόληπτη Αμερική.
Η επιλογή του Πολ Ράιαν για τη θέση του αντιπροέδρου από αυτή την άποψη δεν είναι μια λάθος επιλογή ή από έλλειψη εναλλακτικής λύσης, αλλά μια σκόπιμη επιθετική πολιτικά επιλογή που, δυστυχώς, βασίζεται στα νέα δεδομένα που συγκεντρώνει ή μπορεί να αποσπάσει μια πολυδιάστατη νέα Άκρα Δεξιά στις ΗΠΑ. Τον περασμένο Απρίλη δημοσκόπηση απέδιδε 44% θετικής γνώμης για τους ακτιβιστές του Tea Party. Ο ίδιος ο Πολ Ράιαν, βουλευτής του Ουισκόνσιν, υπεράσπιζε τις πολιτικές που προκάλεσαν τις πρωτοφανείς μαζικές κινητοποιήσεις του 2011 στη βορειοανατολική πολιτεία των ΗΠΑ.
Άτυπα, ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ θεωρείται από το αμερικανικό κατεστημένο ίσως ο πιο αποτυχημένος μεταπολεμικός πρόεδρος των ΗΠΑ (1977-1980). Κυβέρνησε μια μόνο τετραετία αφού παρέλαβε τις ΗΠΑ της ήττας στο Βιετνάμ, αλλά θεωρείται ότι τις οδήγησε σε μεγαλύτερη υποχώρηση χωρίς προοπτική για την ιμπεριαλιστική δύναμη.
Ο Ομπάμα αναδείχτηκε από ένα μεγάλο ρεύμα (όχι χωρίς τη στήριξη και από ισχυρές μερίδες του μεγάλου κεφαλαίου) μετά την κρίση του 2007-08 και τις δυσχέρειες της εξωτερικής πολιτικής Μπους. Ίσως δεν αποδειχτεί Κάρτερ Νο2 αλλά αποτελεί ζητούμενο το τι έχει ακόμη να προσφέρει στην αμερικανική ολιγαρχία έναντι μιας περισσότερο παρά ποτέ επιθετικής (άκρας) Δεξιάς σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Σχόλια