Επιμέλεια: Γιάννης Σχίζας
Οι τυφώνες είναι ένα τρομακτικό φαινόμενο, αλλά σπάνια πλησιάζουν τον ισημερινό και υπάρχει ένας περίεργος λόγος γι’ αυτό.
Ας διευκρινίσουμε αρχικά πως: οι κυκλώνες, οι τυφώνες και οι καταιγίδες είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα – τροπικές καταιγίδες. Ωστόσο, τα ονόματά τους διαφέρουν ανάλογα με το πού θα εμφανιστούν: οι καταιγίδες ονομάζονται «κυκλώνες» στον Βόρειο Ατλαντικό και τον Βορειοανατολικό Ειρηνικό, «τυφώνες» στον Δυτικό Ειρηνικό και «κυκλώνες» στον Ινδικό Ωκεανό.
Γιατί λοιπόν, αυτές οι τροπικές καταιγίδες δεν πλησιάζουν τον ισημερινό της Γης; Να σημειώσουμε εδώ ότι οι τυφώνες είναι μία τεράστια περιστρεφόμενη τουρμπίνα που τροφοδοτείται από ζεστό, υγρό αέρα και τείνουν να σχηματίζονται πάνω από ζεστά νερά.
Είναι θεωρητικά δυνατό μια καταιγίδα να περάσει μέσω του ισημερινού και να συνεχίσει να περιστρέφεται με τον ίδιο τρόπο αν ήταν αρκετά ισχυρή.
Ο αέρας πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας θερμαίνεται από τα ζεστά νερά, προκαλώντας την άνοδο και τη ψύξη του, σχηματίζοντας σύννεφα και καταιγίδες. Η άνοδος του αέρα δημιουργεί επίσης ένα ρεύμα χαμηλής πίεσης από κάτω, η οποία προκαλεί την είσοδο αέρα.
Με τη βοήθεια των ανέμων, αυτό προκαλεί την περιστροφή της καταιγίδας και τα σύννεφα ρίχνουν βροχή και απελευθερώνουν θερμότητα στην επιφάνεια.
Τώρα, το ενδιαφέρον είναι ότι η κατεύθυνση του ανέμου προκαλείται από τη δύναμη Coriolis – την αδρανειακή περιστροφή ενός αντικειμένου που προκαλείται από την περιστροφή της Γης.
Στο Βόρειο Ημισφαίριο, η περιστροφή της Γης κάνει αυτές τις καταιγίδες να περιστρέφονται αντίθετα από τις δείκτες του ρολογιού, ενώ στο Νότιο Ημισφαίριο να περιστρέφονται σύμφωνα με τους δείκτες του ρολογιού. Έτσι, οι τροπικές καταιγίδες δεν σχηματίζονται κοντά στον ισημερινό επειδή δεν υπάρχει το φαινόμενο Coriolis εκεί.
Οι «ψυχρές στέγες» στις πόλεις μπορούν να σώσουν ζωές
Οι στέγες που καλύπτονται με ανακλαστικά χρώματα ή υλικά, ακόμα και τα φωτοβολταϊκά πάνελ που προσφέρουν σκιά, μπορούν να μετριάσουν το φαινόμενο της θερμικής νησίδας στις πόλεις και να σώσουν ανθρώπινες ζωές, υπολογίζει βρετανική μελέτη.
Αν όλα τα κτήρια του Λονδίνου διέθεταν «ψυχρή στέγη», αναφέρουν ερευνητές του University College στο Λονδίνο, έως και 249 θάνατοι από θερμοπληξία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί στη διάρκεια του φονικού καλοκαιριού του 2018, το οποίο έσπασε τα ρεκόρ ζέστης στη βρετανική πρωτεύουσα.
Από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο, η μέση θερμοκρασία στο Λονδίνο ήταν 19,2 βαθμοί Κελσίου, περίπου 1,6 βαθμούς πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο.
Λόγω του τσιμέντου που απορροφά μεγάλες ποσότητες θερμότητες, αλλά και λόγω των σκούρων επιφανειών σε δρόμους και ταράτσες, οι πόλεις τείνουν να είναι θερμότερες από τις γύρω περιοχές, ένα φαινόμενο που γίνεται ιδιαίτερα ζεστό τη νύχτα.
Τα λευκά, ανακλαστικά χρώματα και υλικά ανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία και μειώνουν έτσι τη συσσώρευση θερμότητας. Το ίδιο κάνουν σε μικρότερο βαθμό τα φωτοβολταϊκά πάνελ, αφού προσφέρουν σκιά.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, αν όλες οι στέγες του Λονδίνου ήταν ψυχρές το καλοκαίρι του 2018, η μέση θερμοκρασία θα ήταν 0,8 βαθμούς Κελσίου χαμηλότερη θα είχαν καταγραφεί 249 λιγότεροι θάνατοι, ή 32% των 786 θανάτων αποδόθηκαν στη ζέστη.
Αν πάλι όλες οι στέγες ήταν καλυμμένες με φωτοβολταϊκά θα είχαν σωθεί 96 άνθρωποι, εκτιμά η μελέτη που δημοσιεύεται στο Nature Cities.
Οι υπολογισμοί είναι χονδρικοί, καθώς βασίστηκαν σε μαθηματικά μοντέλα που προσομοίωσαν τη θνητότητα από ζέστης σε διάφορα σενάρια, όπως ένα υποθετικό Λονδίνο χωρίς κτήρια ή μια πόλη πλήρως καλυμμένη με ψυχρές στέγες ή φωτοβολταϊκά.
Παρόλα αυτά, τα ευρήματα καθιστούν σαφές ότι οι ψυχρές στέγες έχουν ρόλο να παίξουν στις πόλεις του μέλλοντος, καθώς η κλιματική αλλαγή αυξάνει τη θερμοκρασία και τους θανάτους από καύσωνες.
Όπως δήλωσε ο δρ Τσαρλς Σίμπσονς, επικεφαλής της μελέτης, «εφόσον υιοθετηθούν ευρέως, οι ψυχρές στέγες μπορούν να μειώσουν σημαντικά τη θερμοκρασία του αέρα στο επίπεδο του εδάφους μιας πόλης».
«Τα φωτοβολταϊκά πάνελ προσφέρουν μεγάλα οφέλη ως πηγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οπότε είναι ευχάριστο που διαπιστώνουμε ότι δεν θα κάνουν την πόλη πιο ζεστή».
Το Λα Νίνια φέρνει αλλαγή του καιρού…
Μετά το θερμότερο καλοκαίρι που έχει ζήσει ποτέ η Ελλάδα, ο Σεπτέμβριος έφερε ανακούφιση με κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, ανακοίνωσε την Τρίτη το Meteo. Εξαίρεση ήταν η Κρήτη και το Αιγαίο, όπου η ζέστη συνεχίστηκε.
Σύμφωνα με μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις άλλων υπηρεσιών, οι οποίες πάσχουν πάντως από σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, ο επερχόμενος χειμώνας στην Ευρώπη θα είναι ψυχρότερος από τον ασυνήθιστα ήπιο περυσινό χειμώνα, αν και θα κινηθεί πάνω από τον μέσο όρο.
Στη νοτιοανατολική Ευρώπη αναμένονται σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, ενώ στη Σκανδιναβία, τη Γαλλία και τη Βρετανία ο χειμώνας θα είναι ψυχρότερος από ό,τι πέρυσι, σύμφωνα με εκτίμηση της μετεωρολογικής εταιρείας Maxar Technologies, την οποία επικαλείται το Bloomberg.
Η Αθήνα, η οποία πέρασε το καλοκαίρι παρατεταμένο κύμα καύσωνα που συνοδεύτηκε από πυρκαγιές, δεν αποκλείεται να δει θερμοκρασίες έως 32 βαθμών στις αρχές του μήνα, σύμφωνα με την εταιρεία Weather Services International.
Η αναμενόμενη υποχώρηση των θερμοκρασιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο συνδέεται και με το μετεωρολογικό φαινόμενο Λα Νίνια, το αντίθετο του Ελ Νίνιο, με την μετακίνηση μιας μάζας θερμών επιφανειακών υδάτων από τον ανατολικό προς τον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό.
Το Λα Νίνια επηρεάζει το παγκόσμιο κλίμα και τείνει να ρίχνει τη μέση παγκόσμια επιφανειακή θερμοκρασία.
Όπως ανέφερε τον περασμένο μήνα το αμερικανικό Κέντρο Κλιματικής Πρόβλεψης, υπάρχει πιθανότητα 83% να εκδηλωθεί Λα Νίνια την περίοδο Νοεμβρίου-Ιανουαρίου.
«Ένα ήπιο/μέτριο Λα Νίνια προβλέπεται για τον χειμώνα, κάτι που γενικά προμηνύει χαμηλότερες από το κανονικό θερμοκρασίες στη Δυτική Ευρώπη, οπότε περιμένουμε κάποια ψυχρά κύματα προς τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο» δήλωσε στο Bloomberg ο Άντριου Πεντρίνι, μετεωρολόγος της εταιρείας Atmospheric G2.
Σύμφωνα με προκαταρκτικά αποτελέσματα που παρουσίασε στις αρχές Σεπτεμβρίου το Meteo, η μετεωρολογική υπηρεσία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, το φετινό καλοκαίρι ήταν το θερμότερο που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα από τότε που άρχισαν οι επίσημες μετρήσεις το 1960.
Το τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου η μέση θερμοκρασία ξεπέρασε τη μέση τιμή της περιόδου 1991-2020 κατά το εντυπωσιακό νούμερο των 2,9 βαθμών Κελσίου.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας η απόκλιση έφτασε το επίπεδο των 4 βαθμών σε σχέση με τη μέση τιμή της περιόδου 1991-2020.
Σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Meteo που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο στην επιθεώρηση Atmosphere, μόνο τα τελευταία 30 χρόνια η μέση θερμοκρασία της Ελλάδας έχει αυξηθεί κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου, περισσότερο από ό,τι ο υπόλοιπος πλανήτης τα τελευταία 200 χρόνια.
Τους 1,5 βαθμούς Κελσίου έφτασε και η άνοδος της θερμοκρασίας στα νερά της Μεσογείου τα τελευταία 30 χρόνια, δείχνει η μελέτη του Meteo που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Atmosphere.
Το 2024 ήταν ακόμα μια χρονιά ζέστης για τη Μεσόγειο, καθώς η κλιματική αλλαγή συνδυάστηκε με το φαινόμενο Ελ Νίνιο που συνεχίστηκε τους πρώτους μήνες του έτους.
Στο Θρακικό Πέλαγος, το Κεντρικό Ιόνιο και σε θαλάσσιες περιοχές νότια της Κρήτης και της Ρόδου, η άνοδος της θερμοκρασίας την περίοδο 1991-2020 ξεπερνά τους 2,0 βαθμούς Κελσίου.
Το 2024 ήταν χρονιά-ρεκόρ για τη Μεσόγειο, καθώς η κλιματική αλλαγή συνδυάστηκε με το φαινόμενο Ελ Νίνιο που συνεχίστηκε τους πρώτους μήνες του έτους.
Στις 15 Αυγούστου, η μέση επιφανειακή θερμοκρασία του νερού ανέβηκε στο ιστορικό ρεκόρ των 28,90 Κελσίου, θερμοκρασία που θυμίζει τζακούζι.
Στο Ιόνιο η θερμοκρασία του νερού έφτασε τοπικά τους 29 βαθμούς, ενώ στο Αιγαίο το μελτέμι κράτησε τη θερμοκρασία στο κανονικό για την εποχή επίπεδο των 25 βαθμών.
Οι οικολογικές επιπτώσεις του θαλάσσιου καύσωνα θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικές, δεδομένου ότι αρκετά είδη ψαριών, κοραλλιών, φυκιών και θαλάσσιων φυτών μπορούν να επιζήσουν μόνο σε ένα στενό εύρος θερμοκρασιών.
Το νέο ρεκόρ έρχεται εν μέσω μιας ακραίας χρονιάς που όπως φαίνεται θα είναι η θερμότερη που έχει καταγραφεί ποτέ.
Σύμφωνα με το Copernicus, όλοι οι μήνες από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι τον φετινό Ιούνιο ήταν οι θερμότεροι που έχουν καταγραφεί συγκριτικά με τους αντίστοιχους μήνες προηγούμενων ετών.