Μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ «παλιών» και «νέων» καναλαρχών και μεταξύ κυβερνητικού και αντιπολιτευτικού μπλοκ γύρω από τη «διαπλοκή» και την ποιότητα της δημοκρατίας

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διένεξη για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, όπως αυτή επιλύθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, είναι μια κεντρική πολιτική σύγκρουση. Μια σύγκρουση ανάμεσα στα συμφέροντα των «παλιών καναλαρχών» (ορισμένοι από τους οποίους, όμως, «επικυρώθηκαν» και αναβαπτίσθηκαν στη νέα διαγωνιστική διαδικασία) και σε εκείνα των «νέων καναλαρχών», οι οποίοι φαίνεται να ευνοούνται από την κυβέρνηση, προκειμένου να ενισχυθεί αποφασιστικά ένα τοπίο ελέγχου από αυτήν, της ενημέρωσης και επικοινωνίας. Μια σύγκρουση ανάμεσα στο κυβερνητικό και το αντιπολιτευτικό μπλοκ γύρω από το ζήτημα της «διαπλοκής» και της ποιότητας της δημοκρατίας. Αλλά και μια σύγκρουση που θυμίζει την περίφημη ρήση του Λένιν για τους «χορτάτους» και τους «πεινασμένους» ιμπεριαλιστές και την πάλη των επιχειρηματικών ομίλων, γνωστών και αγνώστων, για την αναδιανομή των σχέσεων εξουσίας.

Το πρόβλημα ξεκινάει από πολύ παλιά. Η ιδιωτική τηλεόραση θεσμοθετήθηκε από τη συγκυβέρνηση Τζανετάκη μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, το καλοκαίρι του 1989, παραμένοντας επί δεκαετίες σε ένα έωλο νομικό και θεσμικό καθεστώς. Όντως, τα κανάλια δεν είχαν επί δεκαετίες νόμιμες άδειες βάσει διαγωνισμού και βάσει πληρωμής του δικαιώματος στην χρήση του -υποτίθεται- δημοσίου αγαθού των συχνοτήτων (γράφω «υποτίθεται», γιατί πλέον θυμόμαστε ότι υφίσταται ένα «δημόσιο αγαθό», μόνο όταν πρόκειται να πέσει ιδιωτικό χρήμα για την εξαγορά ή τη μίσθωσή του).

Η δυνατότητα παρέμβασης του υπουργού Επικρατείας και της κυβέρνησης βάσει του αρχικού ν. 4339/2015 ήταν εξαρχής προβληματική. Προτού ακόμη τροποποιηθεί ο νόμος το 2016, στο αρχικό του κείμενο (1) ναι μεν οριζόταν ότι η διαγωνιστική διαδικασία θα γίνει με διαγωνισμό που θα διενεργήσει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), από την άλλη πλευρά, όμως, ότι με απόφαση του αρμόδιου υπουργού, στον οποίο ανατίθενται οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας θα καθορισθεί ο αριθμός των αδειών ανά κατηγορία παρόχου ΜΜΕ μετά από αιτιολογημένη γνώμη του ΕΣΡ και διαβούλευση. Επίσης, οριζόταν ότι ο υπουργός με απόφασή του θα καθορίσει την τιμή εκκίνησης. Παρεχόταν, λοιπόν, από την αρχή η δυνατότητα στον υπουργό να καθορίσει βασικά στοιχεία του διαγωνισμού, παρά το ότι αυτός θα διεξαγόταν από το ΕΣΡ.

 

Η συγκρότηση του ΕΣΡ

Στη συνέχεια τέθηκε το γνωστό πρόβλημα της λήξης της θητείας του ΕΣΡ και της δυσκολίας/αδυναμίας συνταγματικά νόμιμης συγκρότησής του. Το ΣτΕ, σε μια σειρά από αποφάσεις του, είχε επισημάνει τα τελευταία χρόνια τη λήξη της θητείας του ΕΣΡ και τη μη νόμιμη πια συγκρότησή του. Θυμίζουμε εδώ τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος κατά την οποία «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, που είναι ανεξάρτητη Αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης…». Καθώς και τη διάταξη του άρθρου 101Α παρ. 2, η οποία ορίζει ότι τα μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών καθορίζονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με ομοφωνία ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 αυτής, σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής, απαιτείται δηλαδή μια ευρεία διακομματική συναίνεση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία για το γεγονός ότι η αδυναμία συγκρότησης του ΕΣΡ βάσει της επίτευξης της παραπάνω αυξημένης πλειοψηφίας σχετιζόταν κυρίως με την αντιπολιτευτική τακτική της «δεξιάς αντιπολίτευσης» και ιδίως της Νέας Δημοκρατίας. Όμως, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι υπήρξε μια «συνέργεια» ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση. Το επιχείρημα της αδυναμίας συγκρότησης του ΕΣΡ και μιας ιδιόμορφης «κατάστασης ανάγκης» οδήγησε τον υπουργό σε μια καθαρή οικειοποίηση πια των αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ εκ μέρους του. Με τη Διάταξη Νόμου (2) ο οποίος αφορά την «Κύρωση Συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης Δημοκρατίας της Λευκορωσίας για τις οδικές, επιβατικές και εμπορευματικές μεταφορές και άλλες διατάξεις» (όλοι θυμόμαστε τις διαμαρτυρίες άλλοτε του αντιπολιτευτικού ΣΥΡΙΖΑ για τις παρένθετες τροπολογίες) τέθηκε νέο άρθρο στον νόμο Παππά (3), το οποίο όρισε ότι:

α) Οι δημοπρατούμενες άδειες γα τα μέσα εθνικής εμβέλειας είναι τέσσερις,

β) Ο πρώτος διαγωνισμός θα γίνει από τον υπουργό, στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, ο οποίος εκδίδει την προκήρυξη, καθορίζει τη διαδικασία, χορηγεί τις άδειες και γενικώς πραγματοποιεί μια σειρά ενέργειες (4) και

γ) Ο ίδιος υπουργός με κοινή απόφασή του με τον υπουργό Οικονομικών καθορίζει την τιμή εκκίνησης.

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι με την τροποποίηση αυτήν υφαρπάχθηκε πια με τον πιο καθαρό τρόπο από τον αρμόδιο υπουργό και την κυβέρνηση η συνταγματική αρμοδιότητα του ΕΣΡ προκειμένου η κυβέρνηση να προσαρμόσει τη διαδικασία και τον αριθμό των αδειών στις δικές της πολιτικές και επικοινωνιακές ανάγκες. Η ίδια η διαδικασία, όπως και όσο έχουμε πληροφορηθεί, ήταν μια στεγανή και αδιαφανής διαδικασία, την οποία ως τώρα κανείς δεν έχει περιγράψει ικανοποιητικά.

 

Ενδοαστικές διαμάχες

Μπορεί κάποιος να πει ότι πρόκειται απλώς για μια διαμάχη μεταξύ επιχειρηματικών κέντρων, αστικών κομμάτων και κρατικών κέντρων εξουσίας, η οποία αφήνει αδιάφορη την Αριστερά, τον αντιμνημονιακό χώρο και τις λαϊκές τάξεις. Άλλωστε, τα ίδια ανώτατα δικαστήρια, όταν δεν εμφιλοχωρούσαν σοβαρές επιχειρηματικές διαμάχες, έκριναν σε σημαντικό βαθμό ως συνταγματικές βασικές ρυθμίσεις των μνημονίων εφαρμόζοντας το «δίκαιο της ανάγκης» (5). Ποιος ο λόγος να ασχολούμαστε με ενδοαστικές διαμάχες; (θέση ΚΚΕ και άλλων αριστερών οργανώσεων).

Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Παρά την, σε μεγάλο βαθμό, αναστολή της αστικής δημοκρατίας από το 2010 μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους ως δημοκρατικούς πολίτες κάθε λάθρα «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων» στην κυβέρνηση -όποια και να είναι αυτή-, η οποία καταργεί τη διαφάνεια και τη σαφήνεια της συνταγματικής ρύθμισης. Όπως ακριβώς διαμαρτυρηθήκαμε κατά των συσταθέντων με νόμο παραοργάνων της τρόικας (ΓΓΔΕ, Δημοσιονομικό Συμβούλιο, «κόφτης» κ.λπ.), τα οποία στερούν τον πολιτικό έλεγχο από τη Βουλή αλλά και από την κυβέρνηση που απολαύει της πολιτικής εμπιστοσύνης της, έτσι πρέπει να διαμαρτυρόμαστε και στην υφαρπαγή αρμοδιοτήτων από συνταγματικά όργανα εκ μέρους της κυβέρνησης. Το Σύνταγμα του 1975 δεν είναι ένα Σύνταγμα κοινωνικού μετασχηματισμού, είναι ένα αστικό Σύνταγμα, αλλά βάζει κάποια όρια στην εκτελεστική εξουσία και στις συγκυριακές επιδιώξεις της. Δεν πιστεύω θεωρητικά ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι το προσφορότερο από αυτά τα όρια. Ακόμη και αυτές, όμως, είναι καλύτερες από την πλήρη «νομιμοποίηση της ανομίας», όπως αυτή που επιχείρησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σε όλα τα πράγματα, πρέπει να τίθεται ένα όριο. Η δικαστική απόφαση απλώς μας το υπενθύμισε.

 

(1) Άρθρο 1 και άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 4339/2015
(2)Πρόκειται για διάταξη του άρθρου 3 του ν. 4367/2016
(3)Πρόκειται για το άρθρο 2Α του ν. 4339/2015
(4)Συγκεκριμένα, όλες τις ενέργειες των άρθρων 3 – 15 του ν. 4339/2015
(5)Για παράδειγμα, η απόφαση 668/2012 της Ολομέλειας του ΣτΕ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!