Τιμώντας τα 200 χρόνια από τη μεγάλη εξέγερση του ελληνικού λαού κατά της τουρκοκρατίας, ας θυμηθούμε και τα 78 χρόνια της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων, της ΕΠΟΝ, που ιδρύθηκε στις 23 Φλεβάρη του 1943 σε μία καταπακτή, δηλαδή ένα χωματένιο άνοιγμα κάτω από το σπίτι της Δουκίσσης Πλακεντίας νούμερο 3 στους Αμπελόκηπους. Ένα σπίτι που ήταν να γίνει πολυκατοικία και με διαμαρτυρίες μελών της ΕΠΟΝ, χάρη στην Μερκούρη, κηρύχτηκε διατηρητέο. Πριν από μερικά χρόνια είχαμε καταφέρει, ο οπερατέρ Γιώργος Λογοθέτης, ο άντρας μου ο Ντίνος κι εγώ να πάμε μέσα σ’ αυτή την καταπακτή μαζί με άλλα πρόσωπα, από τους ιδρυτές της ΕΠΟΝ, Τσέκερη, Λιναρδάτο, Τσακίρη… Η προσφορά της ΕΠΟΝ στον αγώνα τον απελευθερωτικό ήταν που δημιουργήθηκαν τμήματα ειδικά της νεολαίας που είχαν τη δική τους σημαία και τα δικά τους τραγούδια.

 

Στα χωριά και τις πόλεις

Ο αγώνας κατά των κατακτητών ήταν που λέμε το τσιμέντο, η βάση πάνω στην οποία οργανώθηκε, απλώθηκε και έφτασε τα 600 χιλιάδες μέλη. Με έναν πληθυσμό περίπου εφτά εκατομμύρια, είχαμε 2.500.000 οργανωμένους στο ΕΑΜ που δημιούργησε και την ΕΠΟΝ, 80 χιλιάδες στρατό του ΕΛΑΣ και τρία εκατομμύρια της Εθνικής Αλληλεγγύης.

Με το όπλο στο χέρι δόθηκε η μάχη της σοδειάς. Γιατί όταν ήρθε το καλοκαίρι και θέλανε οι κατακτητές να πάνε να πάρουν τα σιτάρια, τα χωράφια κυκλώνονταν από τους Ελασίτες που δίναν μάχη για να σώσουν τη σοδειά για τον κόσμο. Οι Επονίτες ήταν με τ’ όπλο στο χέρι, αλλά ήταν και θεριστές. Καλλιεργούσαν εθελοντικά, γιατί αυτή ήταν η γραμμή της ΕΠΟΝ. Βοηθήστε στα χωράφια των ορφανών, αυτών που σκοτώθηκαν, αυτών που πολεμάν στο βουνό, καλλιεργήστε κι οργώστε και σπείρετε. Ήταν ένας τομέας που πολλές φορές τον προσπερνάμε, αλλά εκεί είχαμε τα περισσότερα θύματα των νέων.

Οι Επονίτες καθαρίζανε τα πηγάδια γιατί ο κόσμος έπιναν νερό απ’ τα πηγάδια. Κι όπως βάζαν φωτιά οι κατακτητές, τα ρίχνανε, πέφτανε, γκρεμίζανε, έπρεπε να καθαριστούν. Ρίχναμε τριχιές εμείς τα κοριτσάκια στ’ αγοράκια, δεκαεξάχρονα, δεκαπεντάχρονα, που τα βάζαμε κάτω να μαζέψουν πέτρες, να καθαρίσουν τα πηγάδια, με τα χεράκια τους. Παιδαρέλια, χτίζαμε, βάζαμε τσίγκια στα καμένα σπίτια για να μπορούν να στεγαστούν οι πυροπαθείς.

Θυμάμαι μια περίπτωση που είχαμε πάει εμείς, τρία κοριτσάκια, μεταξύ Αετόπουλων και Επονιτών, στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι∙ πήγαμε νύχτα και κρυβόμασταν γιατί ήμασταν πάνω στον εθνικό δρόμο, τον παλιό, που περνούσαν Γερμανοί και Ιταλοί. Χτυπήσαμε τις καμπάνες. Έτσι γινόταν, χτυπούσαν τις καμπάνες, μαζεύονταν το χωριό και λέγαμε ποιοι θα γραφτούν να πάνε στον ΕΛΑΣ. Όλο το χωριό ήταν μόνο γερόντια και γυναίκες. Πού είναι οι νέοι; Πετάγεται ένας γέρος και λέει πού να τους βρούμε τους νέους; Όλοι είναι πάνω στον ΕΛΑΣ, πολεμάνε. Κι εμείς εδώ, είμαστε και στο ΕΑΜ και στην Αλληλεγγύη και στο ΚΚΕ. Αυτό ήτανε γενικό στην επικράτεια, παντού. Κι αυτοί που πολεμούσαν στο βουνό είχαν το σύνθημα «Βόλι στον κατακτητή». Είτε ανήκανε στο πεζικό, είτε ανήκανε στο ιππικό το θεσσαλικό, είτε στο ΕΛΑΝ, το ναυτικό τμήμα του ΕΛΑΣ.

Η άλλη μεγάλη προσφορά στον αγώνα κατά των κατακτητών ήταν στην πόλη∙ οι Επονίτες μπόρεσαν μαζί με το λαό και ανέτρεψαν την επιστράτευση που κάνανε οι Χιτλερικοί. Την ακύρωσαν οι διαδηλώσεις, με θύματα! Όχι χωρίς θύματα. Και επίσης δεν πήγε κανένας να εργαστεί στα εργοστάσια των Χιτλερικών.

 

ΕΠΟΝ Αλμυρού, η Κατίνα Λατίφη πρώτη από αριστερά στη δεύτερη σειρά.

Αναγέννηση της νεολαίας

Η νεολαία αναγεννήθηκε∙ μέσα απόν αγώνα είχε γίνει μια καινούργια επανάσταση. Ένα παιδί που δεν ήξερε να βγει έξω απ’ την πόρτα, που ήτανε στο χωριό, άντε να πάει στο γυμνάσιο, με θυσίες, άντε να πάει στο χωράφι, να βοσκήσει, ξαφνικά γίνεται ένας καινούργιος άνθρωπος, σαν να τον βγάλανε απ’ το σκοτάδι και τον βάλανε στο φως και θάμπωσε απ’ τον ήλιο. Αναπτύχθηκε μια κουλτούρα που πυρήνας της ήταν οι λέσχες που είχε αποφασίσει να δημιουργήσει η ΕΠΟΝ παντού, και στο τελευταίο χωριό, με απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου, με πρόεδρο τον πανεπιστημιακό Γιώργο Γεωργαλά.

Λέσχες όπου γινόταν η ζύμωση μιας καινούργιας νεολαίας, ενός καινούργιου ήθους, ενός καινούργιου ορίζοντα. Η κάθε λέσχη είχε, στο κάθε χωριό, τμήματα ποίησης, ζωγραφικής, χορού, συγκροτήματα χορού, θεάτρου, με μεγάλα ρεπερτόρια, για τον Βελεστινλή, το Πούλημα της Πάργας, αυτά τουλάχιστον που παίχτηκαν στον Αλμυρό απ’ όπου κατάγομαι. Μαθαίναμε σκάκι και με συγκινεί ότι φτιάξαμε ακόμη και πινγκ πονγκ, το επιτραπέζιο τένις που δεν το είχαμε ιδέα!

Η ΕΠΟΝ είχε πιάσει πολύ τον ηθικό τομέα. Είχανε αναπτυχθεί όλες οι ανθρώπινες αξίες. Αδελφοσύνη, πρωτοπορία, αλληλοβοήθεια, σεβασμός προς του μεγάλους. Είχε δημιουργήσει η ΕΠΟΝ τον νέο άνθρωπο, τον νέο τύπο ανθρώπου, τον τύπο του Επονίτη. Σε ποιον οφείλεται ότι χτυπήθηκε ο αναλφαβητισμός που ήταν τότε σ’ όλη την επικράτεια; Η μάνα μου που είχε βγάλει τη μισή πρώτη δημοτικού, έμαθε να γράφει τότε, απ’ τους Επονίτες. Στους καλούς μαθητές του δημοτικού, μας είχαν πει, θα βρείτε ποιοι δεν ξέρουν να γράφουν, θα πηγαίνετε και θα τους μαθαίνετε το αλφάβητο, να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν.

Ήταν κίνημα ολόκληρο το χτύπημα του αναλφαβητισμού. Πού να τις βρεις αυτές τις αξίες; Πώς γεννήθηκαν; Πώς έγιναν; Ποιους είχαμε δασκάλους; Όλον τον υψηλότατο πνευματικό ηθικό κόσμο της Ελλάδας. Τον Ρώτα τον Βασίλη, με αρβύλες, να ανεβαίνει τα κατσάβραχα, να δημιουργεί θέατρα. Περνούσε και μας έλεγε, έναν-έναν, πώς να προφέρουμε, πώς να πάρουμε την αναπνοή όταν μιλάμε στο θέατρο, πώς όταν λέμε το ποίημα. Ο Αλέκος Ξένος στη μουσική… Μα ποιος δεν ήρθε; Ποιος δεν ήρθε;! Ποιος δεν μας έμαθε φωτογραφία, από πού ξεπήδησαν οι ζωγράφοι που μετά έγιναν μεγάλοι; Μια εξέγερση μες την εξέγερση κατά του κατακτητή, αυτή ήταν η ΕΠΟΝ.

 

Τα Αετόπουλα

Ξέρετε τι πάει να πει Αετόπουλα; Ήτανε από μικρά, από οχτώ χρονώ, εννιά, δέκα, μέχρι δεκατρία∙ μετά μας επιτρέπανε να περάσουμε στην ΕΠΟΝ. Ήταν με τα ξύλινα τουφεκάκια, ένας ολόκληρος στρατός. Το ‘λεγε και το τραγούδι, το ‘λεγαν και τα ποιήματα τους, τα τραγούδια τους.

«Μικρός αντάρτικος στρατός στο πλάι του ΕΛΑΣ,

περνώντας λέει καμαρωτός ή ταν ή επί τας»

 

Τι ρόλο παίξανε αυτά τα παιδάκια; Τις λέγαμε παιδικές σειρήνες, άμα έβλεπαν ότι έρχονται οι κατακτητές είχαν ειδικά συνθήματα σφυριγμάτων. Και τότε παίρναμε μέτρα πριν χτυπήσουν οι καμπάνες συναγερμό∙ δεύτερον, ήταν πληροφοριοδότες, τρυπώνανε, ακούγανε τι μιλούσαν οι κατακτητές, και όχι μόνον οι κατακτητές, γιατί ο Εφιάλτης των Αρχαίων υπήρχε παντού, είχαμε τάγματα ασφαλείας, είχαμε ράλληδες , είχαμε φουστανελάδες και όλα αυτά τα αποβράσματα. Ακούγαν και πληροφορούσαν μετά τις οργανώσεις τις αντιστασιακές. Άλλον τεράστιο ρόλο: ήταν σύνδεσμοι, παίρναν τα γαϊδουράκια ή τα κατσικάκια και βάζαν στ’ αυτιά τους μέσα σημειώματα. Και περνούσαν μέσα από μπλόκα για να τα πάνε στους αντάρτες.

Για να μην πούμε ότι και το τμήμα των σαλταδόρων πού ‘γινε και τραγούδι, ήταν πιτσιρικάδες. Ανεβαίνανε στα φορτηγά για να πάρουνε τις ρόδες, τις ρεζέρβες, οι οποίες χρησιμεύανε κυρίως για να κάνουν παπούτσια, γιατί ήτανε μεγάλη η έλλειψη των δερμάτων. Λίγο να γύριζε το κεφάλι στην καρότσα ο Γερμανός θα τους θέριζε! Δεν παίζανε. Κι έχουνε σκοτωθεί τέτοιοι σαλταδόροι.

 

Κατά των κατακτητών

Εγώ δεν ξεκίνησα από πατέρα που ήξερε∙ ορφανός ήταν και με σκυμμένο κεφάλι δεν ήξερε τι θα πει ήλιος. Να μας κρατήσει σαν οικογένεια, εμένα, τον αδερφό μου και τη μάνα μου, να μας ταΐσει∙ δεν είχαμε πολιτικά, ούτε στο σόι μου ούτε στην οικογένεια μου. Ξεκινήσαμε τον αγώνα κατά των κατακτητών πάνω σ’ ένα μισό ντουβαράκι. Ήρθε μία που είχε αδερφό κομμουνιστή ο οποίος της έδωσε ένα χαρτάκι με τις οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί. Ήμασταν τέσσερις-πέντε κοπελίτσες και καθόμασταν και λέγαμε τα δικά μας∙ έρχεται αυτή που ήτανε δυο χρόνια μεγαλύτερη μας, Χαρίκλεια Τσαβαλιά τη λέγανε, είναι τώρα πέντε χρόνια που πέθανε, και μας λέει πού θέλετε να γραφτείτε; Όλοι παλεύουν για τη λευτεριά. Και μια άλλη κοπελίτσα που κι αυτή είχε το θείο της στο ΕΑΜ, μας τραγούδησε το

 

«Έλληνες ακολουθήστε των ανταρτών τη φωνή,

τι ωφελεί να ζείτε μες τη σκλαβιά την πικρή.»

Μ’ αυτό, εμείς λέμε, πω-πω, δηλαδή τι θα γίνουμε; Μπουμπουλίνες; Μπουμπουλινίτσες;

Θέλετε στην ΕΠΟΝ; Θέλετε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ; Θέλετε στο ΚΚΕ; ΕΑΜ και Εθνική Αλληλεγγύη δεν ήταν για μιας. Α-πα-πα-πα ΚΚΕ, το ξορκίζαν τότε στην οικογένειά μας , ότι πίνει το αίμα, και κάτι τέτοια! Στην ΕΠΟΝ, να μπούμε να μη μπούμε. Στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, βεβαίως, γιατί είχαμε ακούσει ότι δίναν αρβυλάκια! Κι εκείνο που πολύ-πολύ μας ζάλιζε, ήταν οι πρόκες που είχαν από κάτω, που κάναν θόρυβο. Και λέγαμε είναι άλλο τώρα να περπατάς στο πλακάκι με τις πρόκες και να βγαίνει η γειτονιά να σε βλέπει… Και λέμε, στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Μας γράψανε όλες! Μετά στο τέλος, τι μας είπε, πώς μας τα είπε, γραφτήκαμε σ’ όλα! Ήταν Οκτώβρης του ’43. Ε, από κει και μετά μας έχασαν οι οικογένειές μας, εντελώς. Άντε, μας λέγανε, χτυπάτε την καμπάνα, άντε κοιτάτε μην έρχονται οι Γερμανοί, σιγά σιγά, μπήκαμε μέσα στις οργανώσεις. Όλα τά ‘χω κάνει. Και για τον αναλφαβητισμό, έπλυνα και ρούχα για τους αντάρτες, κάναμε και γλυκά για τους αντάρτες, κάναμε κι εράνους, βγαίναμε και με τον τηλεβόα και λέγαμε τις ειδήσεις, ό,τι έγινε, ό,τι έκανε η ΕΠΟΝ, έπαιξα και σε θέατρο, ήμουν και στη χορωδία, ήμουν και στο χορευτικό∙ και σιγά-σιγά εξελιχθήκαμε και φτάσαμε όπου φτάσαμε.

 

Αρχές και αξίες

Στην Άρτα, το γράφω σε ένα από τα ανέκδοτα διηγήματά μου, φυλάγανε οι Επονίτες σκοπιά γύρω από μια κοπέλα που είχε τα πιο πλούσια μαλλιά στην περιοχή. Ήτανε Επονίτισσα. Και οι χίτες, αυτοί οι αντιδραστικοί βασιλόφρονες, είχαν βάλει στόχο να της τα κόψουν. Να μην την έχει η ΕΠΟΝ τόσο ωραία! Και φυλάγανε σκοπιά, βάρδιες, οι Επονίτες. Γύρω απ’ την κοπέλα!

Σκεφθείτε, δηλαδή, ήτανε άπειρες οι ευκαιρίες για να δράσεις. Σημασία έχει ότι εμείς είχαμε μάθει, στις οικογένειές μας, να μη λέμε ψέματα, να μην κλέβουμε, να σεβόμαστε τους μεγάλους… Να σέβεστε την πείρα των μεγάλων, αλλά σεις να τραβάτε μπροστά, μας έλεγαν. Σεβασμός απόλυτος. Απόλυτος!

Ε, λοιπόν, αυτό τον καινούργιο τύπο, αυτά που μου έμαθε ο πατέρας μου κι η μάνα μου, τα βρήκα στην ΕΠΟΝ πιο εξελιγμένα. Γιατί έμαθα και την ποίηση, έμαθα κι εκείνο, έμαθα και τ’ άλλο, να διαβάζω, έμαθα Βάρναλη, έμαθα ένα σωρό άλλους, Παλαμά, γιατί από πού να τα ξέραμε, απ’ το σχολείο;

Βγάζαμε και του τοίχου εφημερίδες, και περιοδικά βγαίναν και βιβλία, όλα, ένας τεράστιος πλούτος. Και τι σήμαινε αυτό. Σήμαινε ότι εμείς, σιγά-σιγά, διαμορφωνόμασταν και κοινωνικά και πολιτικά. Μεγαλώναμε. Στην Κατοχή είχανε φύγει όλοι οι αστοί, οι ηγέτες, πρώτος και καλύτερος ο βασιλιάς, έφυγε και πήρε όλο το χρυσάφι κι είναι στο Κάιρο, την ίδια στιγμή που εμένα σκοτώθηκε στο ιππικό ο Φασούλας ο Αποστόλης, το ξαδερφάκι μου, ανταρτάκι∙ όταν ο συμμαθητής μου ο Στέργιος που τον εκτελέσαν, τον βλέπω μικρό παιδί στον ΕΛΑΣ! Έτσι διαμορφωνόσουν. Εσύ πάλευες, θυσιαζόσουν, και αυτοί που τους ψήφιζαν οι πατεράδες μας, πού είναι τώρα που τους χρειαζόμαστε; Απόντες. Όλοι.

 

Πολιτικό κριτήριο

Άρα, διαμορφωνόσουν και πολιτικά. Αποκτούσες πολιτικό κριτήριο. Όταν ήτανε νά ’ρθει ο βασιλιάς είμαστε στη βαθιά παρανομία, όταν λέω στη βαθιά παρανομία το εννοώ, γιατί κοιμόμουν σε νεκροταφεία, κοιμόμουν εδώ κι εκεί. Στον Αλμυρό, κοιμήθηκα πάνω σε κρεβάτι που μόλις είχε ξεψυχήσει από φυματίωση μια γυναίκα, με τα σεντόνια της, μαζί με μια άλλη κοπελίτσα που πήρε τη φυματίωση. Σ’ αυτή την τρομοκρατία, τολμήσαμε εμείς για το δημοψήφισμα, να γράψουμε με τα χεράκια μας προκηρύξεις και να τις μοιράσουμε μέσα απ’ αυτόν που μας φύλαγε και μας είχε δώσει το σπίτι, κατά του βασιλιά. Είχαμε αναπτύξει ένα κριτήριο. Είχαμε διαμορφωθεί, πολύπλευρα, απ’ όλο αυτόν τον τύπο που κυκλοφόρησε. Δεν ήταν ότι κυκλοφόρησε εγκεφαλικά. Όλους τους είχαμε γνωρίσει από κοντά. Ερχόνταν και τους βλέπαμε. Δεν ήταν στην Αθήνα. Ο Νιόνιος ο Τραϊφόρος, ο αδελφός του Μίμη, τον είχαμε όλη την ώρα στον Αλμυρό, στην ΕΠΟΝ. Μας έδινε για τη μουσική, μας διάβαζε, μας έλεγε τα νέα, τα νέα του μετώπου, πώς είναι οι δεξιοί, για τα κράτη τα δυτικά, πώς είχανε προωθήσει τον Χίτλερ για να καταστρέψει τη Σοβιετική Ένωση, και πώς μετά την πάθανε κι αυτοί! Λίγο-λίγο-λίγο, διαμορφωθήκαμε μες τον αγώνα, ωριμάσαμε. Δημιουργήσαμε έναν άλλον τύπο.

Είναι ιστορική ντροπή γι’ αυτούς που το κάνανε. Δηλαδή, στην πιο ωραία ανάταση ενός λαού, τιμωρείται γιατί πάλεψε για την απελευθέρωση της πατρίδας. Τιμωρήθηκε ο λαός γιατί πάλεψε! Το διανοείστε; Μες την ιστορία αυτό το σημείο δεν καταπίνεται. Είναι η μεγαλύτερη αδικία που ‘χει γίνει. Απ’ τις σπάνιες αδικίες. Εγώ τη φοβούμαι αυτή την αδικία, γιατί έχει το σπόρο της αντεκδίκησης μέσα. Δεν φεύγει. Έχει ριζώσει. Τη φοβούμαι για το μέλλον. Γιατί δεν ξεκαθαρίζεται, γιατί δεν ζητήθηκε συγγνώμη, για να βάλουμε, ας την πούμε, τελεία, απ’ αυτούς που τη δημιούργησαν και μας έσπρωξαν στον εμφύλιο. Το τι τραβήξαμε και το ότι είμαι απ’ τους λίγους επιζώντες, τι να πω;

 

Γιορτές για το ‘21

Όταν πήγα πολύ κρυφά στην οργάνωση του Βόλου, στην ΕΠΟΝ, και είπα έχουμε ανάγκη από κάποιον να μας ζωγραφίσει δύο Επονίτες που σκοτωθήκανε, τον Αργυρόπουλο και τον Φασούλα, ένας Επονίτης μού λέει, αυτός που κάθεται στη γωνία, του αρέσει να τραβάει γραμμές. Ήταν ο Θανάσης ο Φάμπας, πρώτος ξάδερφος του κιθαρίστα Δημήτρη Φάμπα, απ’ το Πήλιο, που ξεκίνησε απ’ τον Αλμυρό κι έγινε γνωστός ζωγράφος. Και του λέω, θέλετε να ‘ρθείτε στον Αλμυρό; Τότε οι Ιταλοί είχαν φύγει. Άμα μου δώσεις ένα κομμάτι ψωμί κι άμα μου εξασφαλίσεις και μία στέγη, έρχομαι. Και τον έβαλα στο σπίτι της θειάς μου. Ήρθε κι άρχισε να ζωγραφίζει. Πήρε τις φωτογραφίες, έκανε τετραγωνάκια, όπως κάναν τότε, λίγο-λίγο-λίγο, κάνει τα δύο πορτρέτα. Μετά μου λέει, ξέρεις, θα τολμήσω να κάνω σύνθεση. Το θυμάμαι γιατί μού ‘κανε εντύπωση η λέξη σύνθεση. Και έκανε την εξέγερση του Κιλελέρ. Μεγάλο ταμπλό! Μετά μεγαλούργησε. Έκανε ένα τεράστιο πανό, ένα ταμπλό μεγάλο την Ελευθερία με το σπαθί. Αυτό μπήκε στη λέσχη μας, στον κεντρικό τοίχο.

Το ’45, επειδή ήμουν υπεύθυνη της διαφώτισης της ΕΠΟΝ του Αλμυρού, τραβούσα τα μαλλιοκέφαλά μου. Κάθε μέρα , κάθε μέρα με καλούσε ο διοικητής της Εθνοφυλακής, αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, εβγάτε, μου έλεγε, θα τα πετάξετε, θα την κλείσετε κι εμείς λέγαμε γιατί να την κλείσουμε; Ωραία είναι. Παρ’ όλ’ αυτά, που κυνηγήθηκα και κάθισα στο κρατητήριο πολλές φορές, στις 25 Μαρτίου, η Εθνοφυλακή πήρε το ταμπλό μας, το έβαλε μπροστά κι έκανε παρέλαση η ίδια μ’ αυτό. Μετά από έξι μήνες βάλανε φωτιά στη λέσχη και όλα τα κάψανε.

Μια άλλη 25η που είχε κάνει μεγάλο ντόρο, ήταν όταν ήμουν υπεύθυνη της ΕΠΟΝ του Γυμνασίου. Κάναμε την πρόβα από βραδύς και είχανε βγει οι χίτες, οι βασιλόφρονες, και τραγουδούσαν ότι είναι «λεβέντες και του βασιλιά παιδιά». Οι δικοί μας σιωπούσαν, οι Επονίτες, οι οποίοι ήταν και πλειοψηφία. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Και πήρα την πρωτοβουλία και λέω, κύριε καθηγητά, έτσι θα πάμε αύριο; Άλλοι να φωνάζουν από δω κι άλλοι από κει; Θα ‘ναι ντροπή. Δηλαδή, το πιο φυσικό πράμα. Και όρμησε πάνω μου! Είχα ένα σήμα της ΕΠΟΝ που μου το είχαν χαρίσει κάτι Επονίτες από την Αγχίαλο, μου ξήλωσε ολόκληρο το γιακά! Έγινε χαμός, πηδήξαν από τα παράθυρα οι Επονίτες, ξεσηκώθηκε ο Αλμυρός! Και μετά ήρθε ο Γυμνασιάρχης να με παρακαλάει να πω στους Επονίτες να παρελάσουν. Κι εμείς πήγαμε, ήμασταν και πονηροί, πιάσαμε τις εξωτερικές γραμμές της τριάδας, αφήσαμε τους βασιλόφρονες στη μέση, και κάναμε την παρέλαση και φάγαμε και το λουκούμι στη Δημαρχεία.

Είχαμε τέτοια γεγονότα καθημερινά. Τα τελευταία ανήκουνε στην εποχή που το κίνημα μας κατρακυλούσε προς το συμβιβασμό. Και βέβαια, μπαίναμε μέσα στο σπαθί του Σούρλα και μέσα στο τουφέκι των Εγγλέζων και των παρακρατικών.

 

(αποσπάσματα από συζήτηση στο «Κόκκινο 105,5»)

Υ.Γ.: Η αγωνίστρια κατέληξε στο ό,τι η σημερινή νεολαία χρειάζεται, αξιοποιώντας την πλούσια εμπειρία της ΕΠΟΝ, μια αντίστοιχη οργάνωση που θα είναι επικεντρωμένη στα σύγχρονα μεγάλα ζητήματα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο… (Στέλιος Ελληνιάδης)

* Η Κατίνα Τέντα-Λατίφη συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940 και γύρισε παράνομα στην Ελλάδα με την ομάδα Μπελογιάννη. Έγραψε τρία βιβλία: «Πέτρος Σ. Κόκκαλης» (εκδ. Εστία 2011), «Τα απόπαιδα» (α΄ εκδ. Εξάντας 1999, β΄ έκδ. Αλεξάνδρεια 2019) και «Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» (εκδ. Αλεξάνδρεια 2019).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!