Πώς τοποθετούνται οι βασικές δυνάμεις στην πλανητική σκακιέρα

 

Οι Γενικές Συνελεύσεις (Γ.Σ.) του ΟΗΕ ήταν συνήθως σχοινοτενείς τελετουργικές διαδικασίες όπου παρήλαυναν αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων με ομιλίες που επαναλαμβάνουν ουσιαστικά γνωστές θέσεις της εξωτερικής πολιτικής. Είναι επίσης fora συναντήσεων μεταξύ ηγετών που υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθούν, για διάφορους λόγους. Σπάνια προσέφεραν συναρπαστικές στιγμές μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και, όποτε συνέβαινε κάτι τέτοιο, ήταν από την πλευρά κρατών που δίκαια ή άδικα βρίσκονταν σε διεθνή απομόνωση και σε σύγκρουση με τη μοναδική υπερδύναμη.

Η τρέχουσα Γ.Σ. διέφερε, επειδή οι ΗΠΑ ήθελαν να σπάσουν τη «μοναξιά» τους – μιας και η διακυβέρνηση Ομπάμα επιθυμεί στη δεύτερη θητεία της να υλοποιήσει έστω και μέρος της ατζέντας της πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής που έχει επαγγελθεί. Άλλωστε, πάντοτε η δεύτερη προεδρική θητεία είναι η θητεία της εξωτερικής πολιτικής. Τα πεδία όπου φαίνεται ότι θα κριθεί αυτή η πολιτική είναι δύο: πρώτον, το πεδίο της παγκόσμιας ανάπτυξης και του παγκόσμιου χρέους και, συνδεόμενο με αυτό, η ανασυγκρότηση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος μέσω συμφωνιών όπως η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), και δεύτερον, η επίλυση της συριακής κρίσης και της απειλής του τζιχαντισμού του Ισλαμικού Κράτους (Ι.Κ.).

 

ΗΠΑ: Αντίθετες στην πρωτοβουλία του ΟΗΕ για το χρέος

Στο πρώτο πεδίο, η αμερικανική γραμμή ταυτίζεται με αυτήν του ΔΝΤ. Με άλλα λόγια, από τη μια πλευρά λιγότερη λιτότητα, άρνηση της λογικής της γερμανικής εμπνεύσεως σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας και ελάφρυνση του παγκόσμιου χρέους των αναπτυσσόμενων και των ανεπτυγμένων αλλά σε κρίση οικονομιών. Και, από την άλλη πλευρά, εμμονή σε νεοφιλελεύθερη, κοινωνικά καταστροφική καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που οι ΗΠΑ είναι σθεναρά αντίθετες στην πρωτοβουλία του ΟΗΕ για το Παγκόσμιο Χρέος, την οποία ξεκίνησε και στηρίζει μια σειρά από χώρες της Λατινικής Αμερικής με ένα εναλλακτικό σχέδιο παγκόσμιας διακυβέρνησης. Για τις ΗΠΑ η συγκυρία ήταν μάλλον ευνοϊκή λόγω των οικονομικών προβλημάτων των βασικών εταίρων των BRIC, της Κίνας και της Ρωσίας, αλλά και της συμβολικής και ουσιαστικής ζημίας της γερμανικής βιομηχανίας από το σκάνδαλο της Volkswagen.

 

Μονόδρομος η περιφερειακή συνεννόηση για τη Συρία

Στο συριακό ζήτημα, η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έδωσε τη δυνατότητα περιφερειακής συνεννόησης μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Τεχεράνης, αλλά και της Άγκυρας και του Ριάντ, για τον τερματισμό του συριακού εμφυλίου και κυρίως για την αντιμετώπιση του Ι.Κ. Οι ΗΠΑ απέτυχαν και στις δύο τακτικές τους στη Συρία. Στην αρχή επέτρεψαν στις μοναρχίες να εξοπλίσουν τους τζιχαντιστές προκειμένου να ανατρέψουν το ασαντικό καθεστώς και να διαρρήξουν τον απειλητικό για τα αμερικανικά και ισραηλινά συμφέροντα άξονα Τεχεράνη-Δαμασκός-Χεζμπολά. Όταν το «φάντασμα» του τζιχαντισμού πλανήθηκε πάνω από τη Μέση Ανατολή, η διακυβέρνηση Ομπάμα στράφηκε στον απευθείας εξοπλισμό μη τζιχαντιστικών οργανώσεων της συριακής αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων και «μετριοπαθών» ισλαμιστών – για να απογοητευθεί οικτρά από την αποτελεσματικότητά τους. Συνεπώς, η περιφερειακή συνεννόηση ήταν για τις ΗΠΑ μονόδρομος.

 

Και… ρωσικό σκάκι

Εδώ ακριβώς έρχεται η είσοδος της Ρωσίας. Η ρωσική εμπλοκή δεν σημαίνει και ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων. Τόσο η γιουγκοσλαβική κρίση όσο και πρόσφατα η Λιβύη δίδαξε τη Μόσχα ότι, προκειμένου να έχει ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, χρειάζεται να έχει ισχυρή στρατιωτική παρουσία στο πεδίο και να μην αφήνει τους συμμάχους της, δηλαδή τον Άσαντ, στο έλεος των αντιπάλων τους. Οι Ρώσοι ως παραδοσιακά καλοί σκακιστές δεν βλέπουν μόνο ένα σημείο σε ολόκληρη την παγκόσμια σκακιέρα. Πιθανή αποτελεσματικότητά τους στην εξουδετέρωση των τζιχαντιστών και τη συμπερίληψη μέρους του ασαντικού καθεστώτος στην επόμενη μετεμφυλιακή ημέρα θα αυξήσει το διεθνές γόητρο της Ρωσίας και θα της παράσχει διαπραγματευτικά χαρτιά σε κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της Ουκρανίας.

 

Η γερμανική ηγεμονία αδυνατίζει την Ε.Ε.

Είναι χαρακτηριστική η σιωπή των μεγάλων κρατών της Ε.Ε. απέναντι στη ρωσική εμπλοκή στη Συρία. Θα μπορούσε η σιωπή αυτή να εκληφθεί και ως ανοχή ή και σιωπηρή αποδοχή της ρωσικής επέμβασης. Σε αυτήν τη στιγμή, το σκάνδαλο Volkswagen και τα εσωτερικά προβλήματα που δημιουργεί στη Γερμανία το προσφυγικό ρεύμα αφαιρούν από το Βερολίνο πολλά περιθώρια πρωτοβουλιών. Στη Νέα Υόρκη η παρουσία της Γερμανίας ήταν μάλλον υποτονική, παρασύροντας και ολόκληρη την Ε.Ε. σε μια θέση κομπάρσου. Είναι φανερό ότι όταν η θέση της Ε.Ε. ταυτίζεται με μια και μόνο ηγεμονική της δύναμη, τότε η αδυναμία της δύναμης αυτής αντανακλάται στο πολλαπλάσιο και στη διεθνή θέση της Ένωσης. Η Ουάσιγκτον προσπαθεί σκληρά να αποτρέψει την προσέγγιση των κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων με τη Ρωσία, αλλά το εγχείρημα αυτό θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο όσο θα μεγαλώνει το αδιέξοδο από την αύξηση των προσφυγικών ροών και η Ε.Ε. θα ψάχνει να βρει μια αποτελεσματική λύση στο συριακό ζήτημα. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι βομβαρδισμοί, ρωσικοί, αμερικανικοί ή τουρκικοί (στα κουρδικά εδάφη) θα διογκώσουν το προσφυγικό ρεύμα.

 

Η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει Ουάσιγκτον

Σχετικά με την ελληνική παρουσία στη Γ.Σ., επιβεβαιώθηκε μια στρατηγική επιλογή που η ελληνική κυβέρνηση είχε εδώ και καιρό. Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε, παρά τη ρητορική, το αμερικανικό σχέδιο παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Θα δούμε στη συνέχεια τις συνέπειες από αυτήν τη στάση, όπως και τα επόμενα βήματα στη Διεθνή Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Χρέος. Χώρες μικρομεσαίου μεγέθους όπως η Ελλάδα έχουν κάθε λόγο να αποφεύγουν τη σύγκρουση με μια ηγεμονική δύναμη του διεθνούς συστήματος αν δεν κινδυνεύουν τα ζωτικά συμφέροντά τους και αν συγχρόνως δεν έχουν εξασφαλίσει τη συμμαχία με μια άλλη ηγεμονική δύναμη. Στην περίπτωσή μας, επιλέξαμε τις ΗΠΑ έναντι της Γερμανίας. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον, αποδοχή των πολιτικών του ΔΝΤ και δεύτερον, αποδοχή και εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή. Εκεί ίσως θα πρέπει να αναζητήσουμε και τους λόγους που ο Λευκός Οίκος δεν κράτησε ούτε τα προσχήματα σχετικά με την ΠΓΔ της Μακεδονίας.

 

Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!