Σχόλια με αφορμή τον Δεκέμβρη του ’08
– Με ποιο τρόπο να ξεχάσεις και πώς να θυμάσαι. «Η λάμψη της εξέγερσης», «τότε που άρχισαν όλα», «ήμουν κι εγώ εκεί». Και άλλες πολλές καταγραφές που η αλήθεια τους τη μία σε παγιδεύει στο παρελθόν και την άλλη σε καλεί να σκεφτείς λίγο παραπάνω αφού -κι όμως- πέρασαν ήδη επτά χρόνια. Σήμερα, σαν ο χρόνος να κυλά πιο γρήγορα. Δεν φτάνει πια να αρνείσαι τη λήθη, να καθιστάς «επίκαιρο» κάτι μακρινό, να εφευρίσκεις εκ νέου και βιαστικά κάποιο «νόημα». Η προηγούμενη γενιά έφτιαξε πολλά εικονοστάσια και λιτανείες που μάλλον βαραίνουν παρά προάγουν. Από την άλλη, πάλι, παραμονεύει η παραχάραξη, το «πάμε παρακάτω», το «περασμένα ξεχασμένα».
– Πόσο θυμός υπάρχει σήμερα; Κι αν γινόταν τώρα μια τέτοια δολοφονία; Άλλοι είναι με το «θα γινόταν χαμός», άλλοι με το «δεν θα κουνιόταν φύλλο». Ωστόσο, είναι σαν να περιμένουμε «κάτι μεγάλο» να γίνει και να μας βγάλει από μια δύσκολη θέση, από μια αμηχανία. Καλό και κακό αυτό. Καλό γιατί τα μαζικά γεγονότα αντίστασης απολαμβάνουν το κύρος που τους αξίζει, σε σχέση με την πεζή καθημερινότητα του «καθενός». Και κακό γιατί κατασκευάζουν μυθολογικές αφηγήσεις και διεξόδους που δεν λειτουργούν πια τόσο εύκολα. Δεν ζούμε στο 2008.
– Οι κυβερνώντες φοβήθηκαν αρκετές φορές από τότε. Ατράνταχτη απόδειξη ότι τα κάστρα τους δεν είναι ασφαλή. Όχι μόνον εδώ, αλλά και σε όλο τον πλανήτη, το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί, οι αντιπροσωπεύσεις αντιμετωπίζουν τη χλεύη των ανθρώπων. Πώς να σταθεροποιηθεί κάτι όταν παράγει κατ’ αποκλειστικότητα δυστυχία και ταπείνωση; Ο Δεκέμβρης εγκαινίασε μια φάση πιο οραματικής αναζήτησης. Ένα «αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό». Ακόμα κι αν ο μηδενισμός ήταν μια βασική του διάσταση άνοιξε μια χαραμάδα για όσους τουλάχιστον δεν μετρούν τα κινήματα με το κυνικό φίλτρο της «αποτελεσματικότητας». Κάτι, όμως, λείπει.
– Απέναντι στην κυριαρχία του μοιραίου και του ΤΙΝΑ, η εξέγερση αποδεικνύεται ανεπαρκής. Όχι βέβαια για όσους δεν νιώθουν το δίκιο της ή τη φοβούνται. Ή για όσους θέλουν τα πράγματα να προχωρούν κατά παραγγελία. Αλλά για τους καταπιεσμένους, τους φτωχούς, για όσους έχουν συμφέρον τα πράγματα ν’ αλλάξουν. Είναι η έλλειψη εναλλακτικής που εμφανίζει ως νικητή το «σύστημα». Είναι το ρηχό βάθος των αρνήσεων και των ρήξεων που μας καθιστά σε μεγάλο βαθμό διαχειρίσιμους. Έξω από το ευρώ η καταστροφή, εκτός της Δύσης η βαρβαρότητα, από την ανεργία καλύτερα τα ψίχουλα. Απέναντι σε αυτά δεν αρκεί πια το «λένε ψέματα», ούτε το «πόσο κακοί είναι». Χρειαζόμαστε τις δικές μας ιδέες, τις δικές μας αφηγήσεις.
– Τα πεδία των συγκρούσεων έχουν πια διευρυνθεί. Αυτά που πρέπει να υπερασπίσουμε είναι πολύ περισσότερα και βάλλονται πανταχόθεν. Κι εδώ γεννιούνται τα διλήμματα. Είναι πολύ δυνατός ο αντίπαλος που ακόμα και η σκέψη τεμπελιάζει ή τρομάζει ότι κάτι τελικά μπορεί να παλευτεί. Ας βρει ο καθένας κάτι να προσφέρει, ας ζήσει τουλάχιστον αξιοπρεπώς, ας δώσει μια μάχη εκεί που μπορεί, ας βρει κάτι να τον «γεμίζει». Δεν είναι και λίγο. Μα σήμερα κάποιος πρέπει να διαχειριστεί αλλιώς την κρίση ειδάλλως αυτή θα συνεχίσει να τρώει τις σάρκες μας. Κι αν αυτό δε γίνει η ατζέντα ενός υπό διαμόρφωση κινήματος -δηλαδή κατεξοχήν πολιτικού κινήματος- ενδέχεται να στριφογυρνάμε γύρω από τον εαυτό μας, τις πλάνες μας, τις πράξεις μας.
– Πώς αξιολογούμε σήμερα την ισχύ ενός κινήματος; Πώς μετράμε τη δύναμή του; Είναι σίγουρα η «μάζα» που δίνει τον τόνο. Μα οι άνθρωποι, οι πολλοί, οι «από κάτω» δεν υιοθετούν μονάχα «προοδευτικές» ιδέες. Ούτε προσφέρουν την αποφασιστικότητα και τον ηρωισμό τους για μια καλύτερη -ναι απλά καλύτερη, δεν είναι όλα σχετικά- κοινωνία. Πολιτικά πάθη ενεργοποίησαν κινήσεις και στρατεύσεις με αποκρουστικό πρόσημο. Η πολιτική ξανά στο τιμόνι λοιπόν. Έτσι φτιάχτηκαν κινήματα και μπήκαν μπροστά κοινωνικές διεργασίες. Το πολιτικό ανακατεύει την τράπουλα και δίνει την ώθηση να «οικοδομηθεί» αλλιώς μια κοινωνία, μια οικονομία, ένα κράτος.
– Κι εμείς ποιοι είμαστε; Αυτοί που μένει να βρούμε κάποιους κοινούς στόχους για να παλέψουμε; Ένα όραμα που να μας ταιριάζει; Είμαστε οι καλοί που έχουν ένα δίκιο και θα το διεκδικήσουμε; Επ’ ουδενί. Είμαστε κι εμείς παράγωγα της εποχής και των ηγεμονικών της διαστάσεων. Αλλοτριωμένοι, μαθημένοι περισσότερο στα δικαιώματα και λιγότερο στις υποχρεώσεις, με αίσθημα ότι το «Εγώ» μας αδικείται, με «μέτρα ευτυχίας» κατεξοχήν συστημικά. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να ενωθούμε αν η έννοια «κοινό συμφέρον» δεν επανέλθει στα μυαλά μας. Και δεν θα ξεφύγουμε από τη μέγγενη όσο πολεμάμε με τα όπλα του αντιπάλου, όσο δεν απαλλάσσουμε τους δικούς μας αγώνες από τις επιδράσεις του κόσμου που μας διαμόρφωσε. Πολλά από τα κινήματα των τελευταίων χρόνων έθεσαν τέτοιες πλευρές. Μιας άλλης ηθικής, μιας άλλης στάσης, άλλων προτύπων, μιας πιο καθολικής χειραφέτησης. Κι αυτές τις γραμμές πρέπει εγκαίρως να αναπτύξουμε.
Τάσος Βαρούνης