του Κώστα Γκιώνη
Στις 27 Σεπτέμβρη του 1941 ιδρύεται το ΕΑΜ. Με αφορμή αυτό το γεγονός, γράφουμε για τον Πάνο Τζαβέλλα. Που δεν ήταν μόνο τραγουδιστής, δεν ήταν μόνο μουσικός ή τραγουδοποιός, δεν ήταν μόνο αγωνιστής: ήταν παράδειγμα ζωής, θάρρους και ελπίδας, με στίχο προφητικό. Πολλοί μάθανε το αντάρτικο τραγούδι από τα χείλια του εκεί στο Λημέρι του, στη μπουάτ Λήδρα στην Πλάκα στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Εκεί γεννήθηκαν, μέσα από τις νότες, πολιτικές συνειδήσεις!
Πάνος Τζαβέλλας – Ο αγωνιστής
Ο Πάνος Τζαβέλλας γεννήθηκε στην Κοζάνη στις 27 Δεκέμβρη του 1925. Δεκαετία 1940: εντάσσεται στην ΕΠΟΝ, κατόπιν στον ΕΛΑΣ και αργότερα στον Δημοκρατικό Στρατό. Καταδικάζεται 3 φορές σε θάνατο: κάθε μέρα η αγωνία της εκτέλεσης, μέχρι να βγει το πρώτο φως και οι ακτίνες του ήλιου να του δώσουν ανάσες για άλλη μια μέρα ζωής. Τα πυκνά μαλλιά του ασπρίζουν, όλη η ζωή ένα τρίπτυχο: πέτρα, τσιμέντο και σίδερο. Από το 1945 έως το 1959 μπαινοβγαίνει στις φυλακές όλης της Ελλάδας.
Το 1949 τραυματίζεται στο πόδι. Τον πιάνουν και τον πάνε στην Κοζάνη. Μας λέει η σύντροφός του στη ζωή και στο τραγούδι Νατάσα Παπαδοπούλου-Τζαβέλλα: «23 ετών, να βράζει το αίμα σου, και να σου κόβουν το πόδι, ενώ μπορούσαν να το σώσουν»… Του έλεγαν οι φασίστες: «Τι κατάλαβες Μπανανή (το παρατσούκλι του) που δεν καθόσουν ήσυχος; Σ’ αρέσει τώρα όπως κατάντησες;». Τον έβαλαν σ’ ένα ξύλινο φορείο, τον περιέφεραν στην πλατεία της Κοζάνης και τον έφτυναν…
Στο βιβλίο του «Ανταρτο-Rock», που το έγραψε ασθμαίνοντας επειδή τον βάραιναν οι μνήμες του («σπαράγματα» το χαρακτηρίζει), λέει: «Η γενιά μου ήταν η γενιά της Εθνικής Αντίστασης 1941-45. Παιδιά αμούστακα, γεμάτα όνειρα κι ελπίδες και, όπως όλα τα παιδιά, αγαπούσαμε το τραγούδι, το γέλιο, το χορό, τη χαρά, τον έρωτα και την ανέμελη ζωή. Κι ήρθαν οι φασίστες κατακτητές, Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι. Κατοχή, πείνα, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτελέσεις. Παρατήσαμε τις κιθάρες και τα τραγούδια και αδράξαμε τα όπλα και τους τηλεβόες. Παιχνίδι καθημερινό με το θάνατο. Παρανομία, αντάρτικο, κακουχίες. Μες τη φωτιά αντρωθήκαμε».
Και συνεχίζει: «Τέλη 1944, η απελευθέρωση. Κι ήρθαν οι Αγγλοαμερικάνοι νεοαποικιστές, σαν σύμμαχοι δήθεν, και έντυσαν τους συνεργάτες των κατακτητών, γκεσταπίτες, ταγματασφαλίτες, δοσίλογους, μαυραγορίτες –όλον τον συρφετό της κατοχής– με εγλέζικες στρατιωτικές στολές και τους βάπτισαν “εθνικό στρατό”. Εξαπολύουν πογκρόμ ενάντια στο λαό. Καίνε, βιάζουν, βασανίζουν, δολοφονούν. Θέλουν να εξαφανίσουν ότι θυμίζει Εθνική Αντίσταση. Γι’ αυτό σκοτώνουν τους ηγέτες και τους αγωνιστές της. Θέλουν την Ελλάδα προτεκτοράτο. Στην υπηρεσία τους, όλα τα αστικά κόμματα. Ο λαός τα ’χει χαμένα. Ξαναπαίρνει τα βουνά. Καινούριος πόλεμος, εμφύλιος αυτή τη φορά. Χειρότερος απ’ τον πρώτο».
Προς τα τέλη του 1959 αρρωσταίνει βαριά από τη νόσο Buerger, αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα. Για να μην πεθάνει στα χέρια τους, τον αποφυλακίζουν. Σχεδόν κατάκοιτος μένει σε μια σπηλιά κάτω από το Αττικό Άλσος. Το 1961 πηγαίνει στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία, απ’ όπου επιστρέφει το 1964, σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Το 1968, μέλος του Πατριωτικού Μετώπου, συλλαμβάνεται και πάλι. Τον λιανίζουν στα βασανιστήρια. Καταδικάζεται σε 20 χρόνια φυλακή, οι σύντροφοί του Π. Μέλιος και Κ. Μπαστούνας σε 5 και 7 χρόνια. Το 1971, αφού πέρασε από τις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού, αποφυλακίζεται λόγω ανηκέστου βλάβης.
Όπως θα μου πει η σύντροφός του Νατάσα Παπαδοπούλου-Τζαβέλλα, στο δώμα που έμεναν στην Πειραϊκή θα κοιμάται μονίμως έξω στην ταράτσα, είτε με μια πετσέτα στο πρόσωπο ή, το χειμώνα, τυλιγμένος με κουβέρτες και νάιλον για να μην βρέχεται: δεν άντεχε τους τέσσερις τοίχους και τα φώτα…
Πάνος Τζαβέλλας – Ο τραγουδοποιός
Από πολύ μικρός αγαπούσε την κιθάρα, του έλειπε στη φυλακή όσο τίποτα άλλο. Πήρε λοιπόν ένα ξύλο, το πελέκησε και έφτιαξε το μπράτσο. Με μαθηματικούς υπολογισμούς χάραξε τα διαστήματα, χάλασε μια καραβάνα και έφτιαξε τα τάστα και πάνω σ’ αυτά τέντωσε έξι σύρματα, κόλλησε και μια ρεγγόκασα ως ηχείο, και μ’ αυτόν τον τρόπο έκανε την εξάσκησή του αλλά και ψυχαγωγούσε τους συγκρατούμενούς του. Η μουσική και το τραγούδι ήταν το βάλσαμο στην πικρή ζωή του Πάνου Τζαβέλλα, που συνήθιζε να λέει: «Η καρδιά του Έλληνα είναι φτιαγμένη από χορδές, γι’ αυτό είναι πλημμυρισμένος από μελωδίες – είμαστε λαός τραγουδιστής».
Την περίοδο που νοσηλεύεται στη Σοβιετική Ένωση γνωρίζεται με τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, που είχε έρθει να τον ακούσει να παίζει στο νοσοκομείο. Συζητάνε και κρατάνε επαφές μέσω επιστολών. Πριν τη χούντα δούλεψε σε σκυλάδικα, καμπαρέ και ταβέρνες. Γνωρίστηκε με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή, κι έτσι βρέθηκε στην Πλάκα, όπου κτυπούσε η καρδιά της καλλιτεχνικής Αθήνας. Οι μπουάτ ήταν τα στέκια των νέων τότε, όπου ανθούσε το Νέο Κύμα: Εννέα Μούσες, Κατακόμβη, Πέμπτη Εποχή, Εσπερίδες κ.ά.
Μετά την αποφυλάκιση του το 1971 στήνει το Λημέρι του για ν’ ακουστεί το προοδευτικό τραγούδι, να τονωθεί το ηθικό του κόσμου, να ξυπνήσουν συνειδήσεις. Το τραγούδι έπεσε σαν βροχή σε καψαλισμένη γη, όπως έλεγε ο ίδιος. Αρχίζει να τραγουδάει και δικά του τραγούδια, το «Κυρ-Παντελή», «Ξυπνήστε» κ.ά. Κάπου-κάπου έριχνε και κανένα αντάρτικο, ενώ μελοποίησε και ποιήματα του αγωνιστή ποιητή Φώτη Αγγουλέ. Νέα τραβήγματα στην Ασφάλεια, ξύλο, τρομοκρατία, ο κόσμος όμως εκεί, να γεμίζει τον χώρο, χωρίς να φοβάται!
Η χούντα πέφτει, το Λημέρι ζει ανεπανάληπτες στιγμές. Παλιοί αντάρτες, καπεταναίοι και νέοι αγωνιστές, νεολαίοι, αγκαλιασμένοι να τραγουδάνε, να χορεύουν, να γελάνε, να κλαίνε. Το αντάρτικο τραγούδι πρώτη φορά λεύτερο βγαίνει από τα χείλη του κόσμου!
Αργότερα τα λόγια του μαστίγωναν την κατάντια του ελληνικού τραγουδιού: «Οι σημερινοί τραγουδιστές, ατσαλάκωτοι, σενιαρισμένοι, τους ακούμε από την τηλεόραση, τα ραδιόφωνα, τις κασέτες, χάρτινα είδωλα. Άχρωμοι, άοσμοι, άμουσοι, ατάλαντοι και ψυχροί, τραγουδούν όπως θα τραγουδούσε μια μηχανή. Προϊόντα του εμπορίου και του μάρκετινγκ, εκμαυλίζουν τις ψυχές των απλών ανθρώπων, πλασάροντας χαλασμένα και βρώμικα εμπορεύματα. Περνούν και χάνονται σαν καπνός. Και δυστυχώς οι εξαιρέσεις δεν αλλάζουν την ουσία».
Σαν επίλογο θα βάλω αυτά που γράφει στο τέλος του βιβλίου του «Ανταρτο-Rock»: «Οι λαοί χρειάστηκαν 2500 χρόνια, μέσα από αγώνες τιτάνιους, λάθη, θυσίες και αίματα για να καταλάβουν πως η Δημοκρατία είναι αξία πανανθρώπινη. Πόσα χρόνια ακόμα θα χρειαστούν για να καταλάβουν πως η δι’ αντιπροσώπων δημοκρατία των αστών μεταβάλλει τους ανθρώπους σε σκλάβους; Και πως η Άμεση Δημοκρατία, στην οποία ο λαός αναδεικνύει τον εαυτό του σε κυρίαρχο της εξουσίας, είναι η πιο τέλεια μορφή Δημοκρατίας, αυτή που οδηγεί στην κατάργηση κάθε εξουσίας; Μ’ αυτήν την έννοια, ο Σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει».