Του Κώστα Λιβιεράτου

 

«“Μια από τις πιο αξιοσημείωτες ιδιομορφίες της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης”, λέει ο Λότσε, “είναι η γενική έλλειψη φθόνου που επιδεικνύει το εκάστοτε παρόν απέναντι στο μέλλον του, παρά τις τόσες επιμέρους ιδιοτέλειες”. Αυτή η παρατήρηση σημαίνει ότι η εικόνα της ευτυχίας που φέρουμε χρωματίζεται εξολοκλήρου από τον καιρό στον οποίο μας έχει τάξει η πορεία της ύπαρξής μας. Ευτυχία ικανή να μας προξενήσει φθόνο υπάρχει μόνο στον αέρα που εμείς έχουμε αναπνεύσει, αφορά ανθρώπους στους οποίους εμείς θα είχαμε μπορέσει να μιλήσουμε, γυναίκες που θα μπορούσαν να μας είχαν δοθεί. Μ’ άλλα λόγια, η παράσταση της ευτυχίας φέρει αξεδιάλυτα μέσα της την παράσταση της λύτρωσης. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με την παράσταση του παρελθόντος που ενδιαφέρει την Ιστορία. Το παρελθόν φέρει έναν μυστικό δείκτη που το παραπέμπει στη λύτρωση. Δεν θωπεύει τάχα κι εμάς τους ίδιους μια πνοή του αέρα που περιέβαλλε τους προγενέστερούς μας; Δεν υπάρχει στις φωνές που αφουγκραζόμαστε μια ηχώ φωνών που έχουν σήμερα σιγήσει; Οι γυναίκες που πολιορκούμε μήπως δεν έχουν αδελφές που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν; Αν είναι έτσι, οι προηγούμενες γενιές έχουν ορίσει μυστικά να συναντηθούν με τη δική μας. Αν είναι έτσι, η εποχή μας στη γη ήταν αναμενόμενη. Αν είναι έτσι, έχουμε προικιστεί όπως κάθε προηγούμενη γενιά με μια ασθενή μεσσιανική δύναμη, απέναντι στην οποία το παρελθόν εγείρει αξιώσεις. Δεν είναι εύκολο να τα βγάλουμε πέρα μ’ αυτές. Ο ιστορικός υλιστής το γνωρίζει καλά».

(Βάλτερ Μπένγιαμιν, Για την έννοια της Iστορίας, Β΄, 1940, μετάφραση Γ. Φαράκλας- Α. Μπαλτάς, Ο Πολίτης-Δεκαπενθήμερος, 43, 21-11-1997)

 

Αυτή η δεύτερη από τις πολύκροτες «θέσεις» του Μπένγιαμιν Για τη φιλοσοφία της Iστορίας έχει διττή σημασία, υπαρξιακή και πολιτική. Ξεκινώντας από μια παρατήρηση του Γερμανού φιλόσοφου Χέρμαν Λότσε, αναγνωρίζει ότι μας είναι δύσκολο -σχεδόν αδιανόητο- να ζηλέψουμε μια μελλοντική εποχή, ακόμη και για επιτεύγματα που μπορούμε να φανταστούμε ότι θα γνωρίσει (και δίχως καν να λογαριάσουμε τα νέα δεινά που θα της τύχουν). Καλώς ή κακώς, δεν δυστυχούμε επειδή δεν θα προλάβουμε έναν κόσμο όπου ενδεχομένως θα έχει θεραπευτεί ο καρκίνος, οι άνθρωποι θα μπορούν να πετάνε με ατομικές συσκευές ή ο αληθινός κομμουνισμός θα έχει θριαμβεύσει… Η αντίληψη της ευτυχίας φαίνεται να συνδέεται με συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα που έχουμε συναντήσει στη δική μας οσοδήποτε ταπεινή ή μεγαλόπρεπη ζωή. Γι’ αυτό και το γοητευτικό στην επιστημονική φαντασία δεν είναι οι ίδιοι οι εξελιγμένοι κόσμοι του αύριο που παρουσιάζονται, παρά ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται να απορρέουν από κρυμμένες δυνατότητες, ροπές και προεκτάσεις του σήμερα.

Η άλλη όψη της ίδιας σκέψης είναι ότι οι ταλαιπωρίες ή οι θυσίες των ανθρώπων μιας εποχής δεν δικαιώνονται σ’ ένα καλύτερο μέλλον. Το «θαύμα» της βιομηχανικής επανάστασης, της οποίας είμαστε ακόμα κληρονόμοι, δεν μπορεί να εξαγοράσει τις τσακισμένες ζωές τόσων προλετάριων που, διωγμένοι από τη γη τους μετά τις «περιφράξεις», βρέθηκαν στοιβαγμένοι σε εξαθλιωμένες συνοικίες και εργοστάσια μεγάλων πόλεων, να δουλεύουν ολημερίς (κι όχι μόνο οι άντρες αλλά και γυναίκες και παιδιά) για ένα κομμάτι ψωμί – και περισσότερο ή λιγότερο πιοτό το σαββατόβραδο. Η βαναυσότητα στην οποία υποβλήθηκαν μπορεί να αποσιωπηθεί ή να εμφανιστεί δικαιολογημένη και εξωραϊσμένη, μόνο από τη θέση ενός υψιπέτη παρατηρητή, ο οποίος σαρώνει και αποτιμά αιώνες Ιστορίας, πολύ πέρα από την κλίμακα της ανθρώπινης ζωής, με κριτήριο την «πρόοδο» που εντέλει(;) επιτυγχάνεται (ή αλλιώς: από τη θέση της συμβατικής Ιστορίας και του ακαδημαϊκού ιστορικισμού που αντιμάχεται ο ιστορικός υλισμός του Μπένγιαμιν). Αν, όμως, το παρελθόν δεν δικαιώνεται, το μέλλον μπορεί να εκδικηθεί για λογαριασμό του, διότι, ενώ οι άνθρωποι δεν έχουν μεγάλη ιδέα για τους αγέννητους διαδόχους τους, δεν παύουν να στοιχειώνονται από τους νεκρούς. Ερχόμαστε, έτσι, στην πολιτική σημασία του ζητήματος.

***

«[Η σοσιαλδημοκρατία] προτιμούσε να αναθέτει στην εργατική τάξη το ρόλο του λυτρωτή των επερχόμενων γενεών. Έτσι απονεύρωνε τις μεγαλύτερες δυνάμεις της. Με αυτή τη διαπαιδαγώγηση η τάξη ξέμαθε τόσο να μισεί όσο και να θυσιάζεται. Διότι και τα δύο τροφοδοτούνται από την εικόνα των σκλαβωμένων προγόνων, όχι από το ιδεώδες των απελευθερωμένων εγγονών» (στο ίδιο, ΙΒ΄). Αυτό ήταν το νόημα της προαναφερμένης μυστικής συνάντησης των περασμένων γενιών με τη δική μας: εκείνες της ζητούν -για την ακρίβεια, η ίδια νιώθει να της ζητούν- να εμφανιστεί ως ένας έστω και αδύναμος Μεσσίας (Β΄), η τελευταία καταπιεσμένη «εκδικήτρια τάξη», που «ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα των ηττημένων γενιών» (ΙΒ΄). Η συλλογιστική αυτή έχει αντίκρισμα στην ιστορική εμπειρία. Μπορεί, λόγου χάρη, να υποθέσει κανείς ότι η μνήμη των προσώπων και των γεγονότων της Κατοχής ή του Εμφυλίου στάθηκε πιο κρίσιμη για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και της αριστεράς απ’ ό,τι το σχέδιο ενός καλύτερου κόσμου – μ’ άλλα λόγια, η παράδοση μετράει περισσότερο από το πρόγραμμα (όσο κι αν κουβαλάει μαζί της ιδεοληψίες και αγκυλώσεις). Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος, πέρα από τις όποιες σκοπιμότητες, που το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων αγγίζει τόσες ευαίσθητες χορδές.

Όμως το παρόν δεν είναι μόνο το λίκνο της δυνητικής ευτυχίας που μας δείχνει ο κόσμος γύρω μας, ούτε το εφαλτήριο για τη λύτρωση του παρελθόντος. Είναι επίσης (όπως έδειξαν ο Νίτσε και ο Μπλανκί) ο τόπος της καταθλιπτικής αιώνιας επιστροφής του ίδιου, της παγωμένης ιστορίας και της καθηλωμένης ζωής. Συγκλίνουν εδώ τόσα φαινόμενα που σφράγισαν τη σύγχρονη εποχή, όπως η επαναληπτική μηχανική εργασία, ο αδιάκοπος πολλαπλασιασμός των ίδιων ή παραλλαγμένων εμπορευμάτων, η γραφειοκρατική τυποποίηση διαδικασιών και εξελίξεων, η εμμονή των τραυμάτων και των συμπλεγμάτων που παραλύουν την ψυχική ζωή και ξορκίζουν την πράξη, την αλλαγή και τον άλλον. Κι όλα αυτά κάτω από τη φανταστική καταιγίδα της προόδου, που με το άλλοθι της τεχνολογικής εξέλιξης, υποβάλλει την ιδέα ότι η ιστορία προχωράει και η κοινωνία, αργά αλλά σταθερά, βελτιώνεται. Αυτή η τόσο φθαρμένη κεντρική επαγγελία του επίσημου Διαφωτισμού μένει λοιπόν να ανασκευαστεί. «Η έννοια της προόδου πρέπει να θεμελιωθεί στην ιδέα της καταστροφής. Ότι τα πράγματα “συνεχίζουν να πηγαίνουν με τον ίδιο τρόπο”, ιδού η καταστροφή. Τούτη δεν είναι το εκάστοτε επικείμενο αλλά το εκάστοτε υπάρχον. Σκέψη του Στρίντμπεργκ: Η κόλαση δεν είναι κάτι που μας περιμένει, αλλά αυτή εδώ η ζωή» (Μπένγιαμιν, Κεντρικό πάρκο, 35, 1938-39).

***

Εδώ που είμαστε σήμερα δεν θα μπορούσε να τεθεί πιο εφιαλτικά αυτό το ζήτημα. Στο όνομα της αποφυγής μιας υποτίθεται οριστικής καταστροφής, η διαρκής ανακύκλωση της κρίσης στοιχειώνει το παρόν, η μνημονιακή θεραπεία την αναζωπυρώνει αντί να την καταπολεμά, η αδιάκοπη αναμετάδοσή της διαμορφώνει το ολοκληρωτικό επικοινωνιακό και βιοπολιτικό περιβάλλον του χρεωμένου ανθρώπου: μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που καταλήγει, στην πραγματικότητα, να είναι ο κανόνας (Για την έννοια της ιστορίας, Η΄). Αυτή ακριβώς είναι η κόλαση – και είναι εδώ και τώρα. Η διαπραγμάτευση που υπόσχεται να μας βγάλει απ’ αυτήν κινδυνεύει να γίνει απλώς το καθαρτήριο της διπλανής πόρτας. Μόνο πραγματικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης πυροδοτημένες από τα κάτω μπορούν να διαρρήξουν το συνεχές της ιστορίας. Η Αντίσταση, το Πολυτεχνείο, ο Δεκέμβρης, το Σύνταγμα ήταν τέτοιες – και άλλη δεν θα πρέπει, λένε, «με καμία κυβέρνηση», να υπάρξει…

Άραγε, ο «άγγελος της Ιστορίας» θα μπορέσει να γλιτώσει από την καταιγίδα και να ξανακάνει στάση εδώ;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!