Με κλειστά θέατρα, σινεμά και συναυλιακούς χώρους, η ονλάιν αναμετάδοση της συναυλίας δίχως χειροκροτήματα της Ελένης Καραΐνδρου, στις 9 Νοεμβρίου, με μουσικούς με μαύρες μάσκες σε μια αδειανή από κόσμο αίθουσα, αποτελεί ενδεικτικό της νέας κατάστασης. Με τις ειδικές συνθήκες των περιορισμών της δεύτερης καραντίνας συμπίπτει αντίστοιχα και το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που διεξάγεται επίσης ονλάιν, με σύνθημα τη φράση «Σινεμά με κάθε τρόπο», παρέχοντας στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να δουν τις ταινίες της επιλογής τους μέσα σε ένα 24ωρο και σε περιορισμένο αριθμό θεάσεων ανά ταινία, με αντίτιμο 3 ευρώ. Εκτός από το Διαγωνιστικό τμήμα, το ενδιαφέρον του κοινού συγκέντρωσαν και οι πρεμιέρες του ελληνικού τμήματος, που εξαντλήθηκαν σύντομα.
Στο τμήμα ελληνικών ταινιών δεύτερης θέασης, ξεχώρισε η ελληνική παραγωγή «Παρί» (πρεμιέρα στην 70η Μπερλινάλε), πρώτη μεγάλου μήκους του Ιρανού σκηνοθέτη Σιαμάκ Ετεμάντι, με σπουδές κινηματογράφου στην Ελλάδα, όπου ζει και εργάζεται από το 1995. Η Ιρανή Παρί, συνοδευόμενη από τον πρεσβύτερο σύζυγό της, καταφθάνει στην Αθήνα, όπου σπουδάζει ο γιος της Μπάμπακ. Σύντομα διαπιστώνουν πως ο Μπάμπακ θεωρείται μυστηριωδώς εξαφανισμένος. Απουσιάζει δυο χρόνια από το Πανεπιστήμιο, ενώ εγκατέλειψε το διαμέρισμά του εδώ και μήνες. Η Παρί αναζητά τα ίχνη του σε μια ξένη πόλη, με άγνωστη γλώσσα, με μοναδικά στοιχεία σχισμένες σημειώσεις του στα αγγλικά, σε στίχους περσικών ποιημάτων και διάσπαρτες πληροφορίες, πως είχε μπλέξει με περίεργες παρέες στα Εξάρχεια. Μια βραδιά με άγριες συμπλοκές αναρχικών με αστυνομία, η Παρί συναντά τυχαία την ατίθαση Ζωή, που τον γνώριζε. Την ακολουθεί σε μια κατάληψη και καταληγεί από το λόφο του Στρέφη στις κακόφημες συνοικίες του Πειραιά και τις καλόκαρδες πόρνες του λιμανιού.
Με σεναριακό άξονα μια μάνα που αναζητά τον εξαφανισμένο γιο της, ο Ετεμάντι κινηματογραφεί με ελεγειακή διάθεση τη νυχτερινή Αθήνα, κάνοντας αναφορά στη φημισμένη πνευματική κληρονομιά της πατρίδας του, με το άκουσμα στα ιρανικά, των στίχων του Πέρση ποιητή Ρούμι, Σούφι μυστικιστή του 13ου αιώνα, ενώ αξιοποιεί στο έπακρο φωτισμούς, φωτογραφία, ήχο και μουσική. Η μάνα λούζεται στο κόκκινο φως της επιγραφής του ξενοδοχείου, καθώς διαβάζει στίχους του γιου της, επιχειρώντας να τον κατανοήσει. Οι βραδινές συμπλοκές με φλεγόμενους κάδους στα Εξάρχεια εντείνονται μέσα από κίτρινους φωτισμούς, όπως η σκηνή που αρπάζει φωτιά το μαύρο μακρύ πέπλο της Παρί, που στα φαρσί σημαίνει νεράιδα, με τον ήχο φτερουγίσματος να παίζει με τη σημασία του ονόματός της, πλάι σε ταρκοφσκικής έμπνευσης συμβολικές εικόνες της οπτασίας ενός λυκόσκυλου -μεταφυσική υπόσταση της ψυχής- και υποκειμενικά πλάνα στα σκοτεινά σοκάκια, με κινούμενη κάμερα που ίπταται σαν αερικό. Τα λιγοστά πλάνα στο γκριζωπό χειμερινό φως της μέρας αποκαλύπτουν μια χαοτική Αθήνα, πνιγμένη από τα πολύχρωμα γκράφιτι στους τοίχους του κέντρου, ενώ το μοντάζ με πλάνα ενός νεαρού με σκέιτμπορντ στο Σύνταγμα, που πέφτει και χτυπάει, συνταιριάζονται με την ένταση της λογομαχίας των απελπισμένων γονιών, με τον πατέρα να επιμένει να επιστρέψουν στο Ιράν, ενώ η Παρί δηλώνει πως δεν φεύγει χωρίς τον γιο της. Η μυστηριακή ατμόσφαιρα συμπληρώνεται από την πρωτότυπη μουσική των Avia, με ατονικές συνθέσεις και μελαγχολικά ηχοχρώματα βιολοντσέλου και λύρας, ενώ στο αναρχο-πανκ κλίμα συμβάλλουν μοναδικά τα τραγούδια των Bazooka. Το προσεγμένο αποτέλεσμα συμπληρώνουν οι εξαιρετικές ερμηνείες τόσο της Ιρανής Μελίκα Φορουτάν, αλλά και των υπόλοιπων Ελλήνων ηθοποιών. Στα χέρια ενός Ιρανού σκηνοθέτη, η αυθεντικότητα του λαϊκού περιθωρίου του Κούνδουρου αναμειγνύεται με την ποίηση των λιμανιών του Καββαδία, ενώ οι πέρσικοι στίχοι φορτίζουν με τελετουργικό μυστικισμό τα άψογα κινηματογραφημένα νυχτερινά πλάνα μιας μυστηριακής Αθήνας, που φλέγεται σ’ ένα ρομαντικό ιδεαλιστικό πλαίσιο.
Ο 32χρονος Παλαιστίνιος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Αμίν Ναϊφέ, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «200 μέτρα», επιλέγει επιδέξια τον κοινωνικό ρεαλισμό για να καταδείξει τα προβλήματα που προξενεί στην καθημερινότητα των Παλαιστινίων το ισραηλινό τείχος στη Δυτική Όχθη. Προκειμένου να φτάσει στη δουλειά του, 200 μόλις μέτρα από το σπίτι του, στην απέναντι πλευρά του τείχους, εκεί όπου διαμένει και η αγαπημένη του σύζυγος με τα τρία τους παιδιά, ο Μουσταφά διασχίζει καθημερινά ένα πολυφορτωμένο σημείο ελέγχου, επιδεικνύοντας ειδική άδεια εργασίας. Τη μέρα που για μια γραφειοκρατική λεπτομέρεια εμποδίζεται η διέλευσή του, μαθαίνει πως ο γιος του βρίσκεται στο νοσοκομείο. Απελπισμένος, ο Μουσταφά απευθύνεται με ακριβό αντίτιμο σε παράνομους διακινητές, με συνταξιδιώτες έναν έφηβο που αναζητά δουλειά κι έναν νεαρό Παλαιστίνιο με την όμορφη φίλη του, μια Γερμανίδα κινηματογραφίστρια, που καταγράφει στην κάμερα εικόνες αυτής της σύνθετης καθημερινότητας. Όμως αυτό το φαινομενικά απλό ταξίδι μετατρέπεται σε βασανιστικό Γολγοθά καθυστερήσεων, λόγω απρόβλεπτων αλυσιδωτών καταστάσεων, με τον Μουσταφά να συνειδητοποιεί πόσο μακριά απέχουν αυτά τα 200 μέτρα για να φτάσει στην άλλη πλευρά.
Επικεντρώνοντας στην απλότητα του κοινωνικού ρεαλισμού, εύστοχα ο Ναϊφέ μεταφέρει μέσα από ουσιαστικούς διαλόγους και καλές ανεπιτήδευτες ερμηνείες τις περίπλοκες αυτές καταστάσεις. Χάρη στο σεναριακό τέχνασμα της Γερμανίδας κινηματογραφίστριας, καταγράφονται εικόνες του καλλιεργημένου διχασμού, με έποικους στην άκρη του δρόμου να γιουχάρουν τα παλαιστινιακά αμάξια, ενώ ο νεαρός Παλαιστίνιος σχολιάζει στην κάμερα το αποτελεσματικό σχέδιο του επεκτατικού εποικισμού, ως εργαλείο άμεσης ισραηλινοποίησης των παλαιστινιακών εδαφών, αναφέροντας ότι οι πάνω από 200 νεόδμητοι οικισμοί, καθένας με 500 000 Ισραηλινούς εποίκους, εξαπλώνονται ταχύτατα «σαν καρκίνος», εξαντλώντας το 80% του νερού, στερώντας το από τους Παλαιστίνιους. Στην ένταση σε στιγμές κινδύνου και στο κλίμα θλίψης για την παρατεταμένη για δεκαετίες κατοχή, συμβάλλει καθοριστικά η πρωτότυπη μουσική με πιάνο, ηλεκτρική κιθάρα και ούτι σε ανατολίτικης υφής μελαγχολικές μελωδίες.
Στο επίκαιρο αφιέρωμα ταινιών επιστημονικής φαντασίας «Προφητείες από έναν άλλο κόσμο», την Κυριακή 15/11/2020 προβάλλεται ελεύθερα η ελληνική ταινία επιστημονικής φαντασίας «Πρωινή περίπολος» (1986), του Νίκου Νικολαΐδη.
Σε χειμωνιάτικο τοπίο, μια μοναχική γυναίκα, που αναζητά τροφή και νερό, οδηγείται σε μια αδειανή από ανθρώπους κατεστραμμένη πόλη, γεμάτη παγίδες και ανθρώπινα κουφάρια, όπου ένοπλες περιπολίες έχουν εντολή να σκοτώνουν ό,τι κινείται. Από μισόλογα, πιθανολογείται ολοκληρωτική καταστροφή, μετά από θανατηφόρο επιδημία. Σε συνθήκες πλήρους παρακμής, άνθρωποι βρίσκονται πεθαμένοι ή επιβιώνουν κατά μόνας, προσβεβλημένοι από την ασθένεια. Η ηρωίδα ξεγλιστρά ανάμεσα από συρματοπλέγματα στα σημεία ελέγχου και διασχίζοντας υγρούς δρόμους καταλήγει σε μια αδειανή αίθουσα σινεμά, όπου προβάλλεται η «Τζίλντα» (1946/Τσαρλς Βίντορ), με την Ρίτα Χέιγουορθ, και από εκεί σε πολυτελείς βίλες που εγκαταλείφθηκαν αιφνίδια, με στρωμένα τραπέζια και ανοιχτές τηλεοράσεις που παίζουν αμερικάνικα φιλμ νουάρ. Σε ένα τέτοιο σπιτικό, συναντά έναν ένοπλο άντρα από την πρωινή περίπολο, που την ακολουθούσε για να την σκοτώσει. Αρκετά αδύναμος από την ασθένεια, της χαρίζει τη ζωή, αλλά η δύσπιστη γυναίκα κρύβει τα χάπια του για να τον εκβιάσει να την βγάλει από την πόλη, ώστε να κατευθυνθεί δυτικά, όπου σύμφωνα με φήμες υπάρχει θάλασσα και όλα είναι καλύτερα. Σε ένα περιπετειώδες σιωπηλό οδοιπορικό, οι πρωταγωνιστές ανεβοκατεβαίνουν στο λαβύρινθο των υπόγειων στοών, με τον άντρα να εξακολουθεί να εξασθενεί, ενώ η γυναίκα μαλακώνει τη στάση της. Στις εκτός κάδρου αφηγήσεις, το αξιόλογο σεναριακό μείγμα λογοτεχνικών κειμένων των Ραίημοντ Τσάντλερ, Δάφνης Ντυ Μωρριέ, Φίλιπ Κ. Ντικ, Χέρμαν Ράουχερ και του ίδιου του σκηνοθέτη, σε πρόζες που αναπλάθουν ένα ανάκατο σύμπαν υποτιθέμενων αναμνήσεων, ανακαλεί και τις ταινίες που βασίστηκαν στα κείμενα αυτά -«Ρεβέκκα» (1940/Χίτσκοκ) και «Μπλέιντ Ράνερ» (1982/Ρίντλεϊ Σκοτ)- ενώ ενίοτε επαναλαμβάνονται ατάκες, όπως «ο θάνατος μέσα στις στοές μυρίζει πάντα αγιόκλημα», «νύχτα είναι η καλύτερη ώρα για να τρέχεις», δημιουργώντας σλόγκαν φετιχιστικής μορφής, συμπληρώνοντας μοναδικά αυτή τη γεμάτη σινεφιλικές αναφορές εμβληματική ελληνική ταινία, με πρωταγωνιστικό ζευγάρι μιας χαμένης ουτοπίας, τον αλησμόνητο Τάκη Σπυριδάκη και την εκθαμβωτική Μισέλ Βάλεϋ. Η εξαιρετική σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια της συζύγου του σκηνοθέτη, Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου, συμβάλλει καθοριστικά στη μετα-ρομαντική ατμόσφαιρα, με τα γεμάτα όμορφα αντικείμενα στα κοντινά, φαρδιές κάπες, πλεκτές ζακέτες και φουλάρια, που συμπληρώνεται από τη φωτογραφία του Ντίνου Κατσουρίδη και μια απίστευτη εμπνευσμένη επιλογή χώρων, ενός αθεράπευτα ρομαντικού σκηνοθέτη, που αποκαλύπτει μια αγνώριστη Αθήνα μέσα από τις αναξιοποίητες και ρημαγμένες, ως τότε, στοές της. Το συναισθηματικό ισοζύγιο μιας ταινίας που αναφέρεται στην υπονόμευση του έρωτα την εποχή του άκρατου καταναλωτισμού, βαστάει επάξια η άκρως ρομαντική μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου, με έντονες επιρροές από το ακρόαμα του Βαγγέλη Παπαθανασίου για το «Μπλέιντ Ράνερ», συνδυάζοντας ηλεκτρονικές πινελιές συνθεσάιζερ με το ηχόχρωμα βιολιού, τσέλου και πιάνου, σε μελωδικές συνθέσεις βουτηγμένες στα πιο μελοδραματικά χρώματα.
* Από την «Πρωινή περίπολο» του Ν. Νικολαΐδη
** Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]