Η πρωτοεμφανιζόμενη Μεξικανή σκηνοθέτρια Τατιάνα Χουέζο διακρίθηκε σε διεθνή φεστιβάλ για την ταινία της «Νύχτα της φωτιάς», μεταφορά μυθιστορήματος της βραβευμένης Μεξικανοαμερικανίδας Τζένιφερ Κλέμεντ, ενώ κέρδισε και τη «Χρυσή Αθηνά» στις περσινές αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας.

Στα ορεινά χωριά του Μεξικού, όπου έχουν απομείνει ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα, με τους άντρες να έχουν ξενιτευτεί για να βρουν δουλειά, οι τοπικές συμμορίες καρτέλ δρουν ανεξέλεγκτα, εκτός νόμου, αποτελώντας τον τρόμο της περιοχής, που θεωρούν δικό τους τσιφλίκι. Κρατώντας τους κατοίκους σε εξαθλιωμένη κατάσταση, ελέγχουν πότε θα φτάσουν εκεί δάσκαλοι ή γιατροί. Με απαγωγές, εξαφανίσεις και πτώματα σε κοινή θέα, τρομοκρατούν τους πάντες, ώστε με αντάλλαγμα την προστασία, να τους υποχρεώνουν να δουλεύουν στη συγκομιδή των παράνομων φυτειών. Οι κάτοικοι έχουν μάθει να σιωπούν, προκειμένου να επιβιώσουν. Σε αυτή την κόλαση μεγαλώνει και η μικρή Άννα, που για να την προστατεύσει η μητέρα της την κουρεύει αγορίστικα. Η Άννα με τις δυο αχώριστες συνομήλικες φίλες της έχουν μάθει στη θέα δηλητηριώδους φιδιού να μένουν παθητικά ακίνητες, αλλά και να κρύβονται μόλις εμφανιστούν οι άντρες με τα μεγάλα μαύρα καλογυαλισμένα αυτοκίνητα. Προσπαθώντας να κατανοήσει τι συμβαίνει γύρω της από μισερές κουβέντες και ψίθυρους, η Άννα μαθαίνει και αυτή να τηρεί σιγήν ιχθύος. Ωστόσο, η άφιξη μετά από καιρό του νέου δάσκαλου ανατρέπει αυτή την κατάσταση, με την προσπάθειά του να εμφυσήσει στους μαθητές του στάση ευθύνης και αντίστασης στην αδικία. Έτσι, η Άννα αμφισβητεί, ωριμάζει και αμφιταλαντεύεται.

Ξετυλίγοντας μια ιστορία ενηλικίωσης με κοινωνικές αιχμές, αυτή η δοσμένη με ρεαλισμό ταινία επιχειρεί να αναδείξει το καθεστώς τρόμου που επικρατεί, μέσα από ενδεικτικές σκηνές, όπως η καθηλωτική εισαγωγή, με την μικρή Άννα και την μητέρα της να σκάβουν αλαφιασμένες με τα χέρια ένα μικρό λάκκο, για να κρυφτεί το κορίτσι από τους αδίστακτους άντρες των καρτέλ, οι οποίοι μετράνε το χρόνο, μέχρι κάθε κορίτσι να φτάσει στην «κατάλληλη» ηλικία. Το φαινόμενο των ένοπλων συμμοριών που απειλούν τον ντόπιο πληθυσμό, είχε αναδειχτεί και στην εξαιρετική ταινία «Άντρες με τα όπλα» (1997/Τζον Σέιλς).

Η ταινία της Χουέζο χτίζεται σκηνοθετικά πρωτίστως μέσα από σιωπές, λιγοστά λόγια, ήχους και βλέμματα τρόμου των πρωταγωνιστών, χρησιμοποιώντας σε μετρημένες στιγμές πρωτότυπη μουσική, με έγχορδα ή πιάνο, κυρίως στις στιγμές που καταφθάνουν στο χωριό στρατιώτες για την προστασία της συγκομιδής ή για να συνοδεύσουν τους γιατρούς που θα περιθάλψουν τους αγρότες.

Οι σκηνές βίας εκτυλίσσονται εκτός κάδρου και γίνονται αντιληπτές στο ηχητικό πεδίο, για να τονιστεί η αίσθηση διάχυτης απειλής, που προσπαθεί να διαχειριστεί και η μικρή Άννα, σε μια ακαταλαβίστικη καθημερινότητα, όπου κανείς δεν μιλάει για όσα συμβαίνουν. Σε τηλεοπτικό δελτίο αναφέρεται πως «η ομοσπονδιακή αστυνομία καλύπτει μια τεράστια διαφθορά…». Κανένας δεν σπεύδει να τρέξει σε φωνές και κλάματα νυχτιάτικα και κανένας δεν εκπλήσσεται από τις φωνές του προηγούμενου δάσκαλου, όταν τον ξυλοφόρτωσαν μέρα μεσημέρι, σκηνή που αποτυπώνεται στο ηχητικό πεδίο και σφραγίζεται με πυροβολισμό που παγώνει το αίμα όλων.

Απειλητικοί αποδεικνύονται και οι ήχοι ελικοπτέρου, που παρακολουθεί από ψηλά τους αγρότες κατά τη συγκομιδή, ενώ ψεκάζει και εντομοκτόνα, παρότι είναι κατοικημένη περιοχή. Αντίστοιχα, αποκαλυπτικοί είναι και οι ήχοι που προσπαθεί να αφουγκραστεί νυχτιάτικα η μητέρα, για να διακρίνει τον κίνδυνο, πρακτική που επιχειρεί να διδάξει και στην Άννα. Ο εκκωφαντικός θόρυβος από το κονβόι των μαύρων τζιπ, με τους άντρες να πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό, τρομάζει τις γυναίκες και τα κορίτσια που χαλαρώνουν στο κομμωτήριο με το όνομα «Αυταπάτη», υπενθυμίζοντάς τους τη σκληρή πραγματικότητα. Αντίστοιχα, εκκωφαντική φαντάζει και η απερίγραπτη σιωπή, στο ερώτημα του προηγούμενου δασκάλου, για την μαθήτρια που άρπαξαν μέσα στη νύχτα.

Παρότι η σκηνοθέτρια επιλέγει να αποδώσει μια ιστορία δύσκολης ενηλικίωσης μέσα από το ρεαλιστικό πρίσμα, η ταινία της ανακαλεί τη γεμάτη συμβολισμούς ισπανική ταινία «Το πνεύμα του μελισιού» (1973/Βίκτορ Ερίθε), κυρίως επειδή επιλέγει να αναδείξει εξίσου την αντίληψη μιας βίαιης πραγματικότητας, μέσα από τη ματιά ενός μικρού παιδιού. Στις παλιότερες, γεμάτες συμβολισμούς, λατινοαμερικάνικες και ισπανικές ταινίες, που προσπάθησαν να παρακάμψουν τη λογοκρισία των απολυταρχικών καθεστώτων, έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως η συγκαλυμμένη οπτική ενός μικρού παιδιού, που προσπαθεί μέσα από παραμύθια και παιδικά τραγουδάκια να κατανοήσει τον σκληρό κόσμο των μεγάλων. Αντίστοιχα, η Χουέζο επιχειρεί να αποδώσει την αθωότητα των μικρών κοριτσιών, απέναντι στο καθεστώς βίας, μέσα από το παιδικό τους τραγούδι. Σε δυο σκηνές, μια ως κορίτσια που παίζουν σε κύκλο προσπαθώντας η μια να διαβάσει τη σκέψη της άλλης και μια ως έφηβες που κολυμπούν στο ποτάμι, απεικονίζονται να συντονίζονται μέσω τριών διαφορετικών συχνοτήτων, που σιγομουρμουράει κάθε μια, σε μια αρμονική ώσμωση, που σπάει βίαια στο τέλος της ταινίας, υπογραμμίζοντας τη συνειδητοποίηση μιας πρώιμης ενηλικίωσης. Ειδοποιό στοιχείο και το αίμα, τόσο στην εμφάνιση της εμμήνου ρήσης, όσο και στη μύτη της Άννας που ματώνει, όταν συνειδητοποιεί ότι η παιδική ηλικία έφυγε ανεπιστρεπτί.

Η αρχικά βραδυφλεγής αφήγηση κινηματογραφικού ρεαλισμού καταγράφεται με αεικίνητη κάμερα, ενώ η ακατανόητη για την μικρή Άννα καθημερινότητα, εμπλουτίζεται με ποιητικά στοιχεία και συμβολισμούς μιας διάχυτης απειλής. Το βράδυ της αρπαγής του κοριτσιού, η ανησυχία της Άννας που δυσκολεύεται να κοιμηθεί, εκφράζεται με τον σκορπιό στον τοίχο, όπως και στην αρχή της ταινίας, με το φίδι. Αντιθέτως, ο σκορπιός ανάμεσα στα κομμένα ξύλα, που αντικρύζει η Άννα προς το τέλος της ταινίας, αντιμετωπίζεται διαφορετικά, από την έφηβη πλέον πρωταγωνίστρια. Όταν ο δάσκαλος ζητήσει από τους μαθητές του, να φτιάξουν ανθρώπινες φιγούρες με ό,τι βρουν, η Άννα χρησιμοποιεί για σώμα το πλαστικό μπουκαλάκι όπου έχει αιχμαλωτίσει τον σκορπιό, σε μια συμβολική ένδειξη, πώς μπορεί πλέον να υποτάξει τους παιδικούς φόβους.

Δίνοντας περισσότερο χώρο στο νεανικό συναισθηματισμό, η ταινία αποφεύγει πολιτικές εντάσεις, παρουσιάζοντας ωστόσο την Άννα να αφυπνίζεται από τη στάση του δασκάλου. Μαθαίνοντας στα παιδιά πόσο σημαντική είναι η οπτική αντίληψη, ο δάσκαλος επισημαίνει με κατάλληλα παραδείγματα πως «αυτό που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά μια αντίληψη της πραγματικότητας, γιατί δεν αρκεί να βλέπουμε μόνο», παροτρύνοντας έμμεσα τους μαθητές του να μην υιοθετήσουν την παθητικότητα των γονιών τους, αλλά να αγωνιστούν ενάντια σε κάθε καταπίεση. Η κινηματογράφηση της Άννας να κοιτάει μέσα από παράθυρο –έμμεσα πάλι- τον δάσκαλο, που προσπαθεί μαζί με άλλους να κρεμάσουν τον ασήκωτο μεταλλικό κάδο μπουλντόζας, για να φτιάξουν το απαραίτητο σήμαντρο κινδύνου, για ενίσχυση από τα γύρω χωριά, σηματοδοτεί τη μετάβαση από την παθητικότητα και τη σιωπή σε μια νοοτροπία πάλης και συλλογικού αγώνα. Εξάλλου, προς το τέλος, που η Άννα τρέχει αλαφιασμένη αναζητώντας τις φιλενάδες της, συναντά μια πρωτόγνωρη έκρυθμη κατάσταση αντίστασης, με φωτιές και οδοφράγματα, όπου πρωτοστατεί ο δάσκαλος. Σε αυτή τη νύχτα φωτιάς αναφέρεται και ο τίτλος της ταινίας, όταν το χωριό αποφασίζει να αντισταθεί.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!