Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το βιβλίο της Νάντιας Γεωργακοπούλου «Επιστροφή στη νέα Αθήνα – Κτίρια, πρόσωπα και διαδρομές από τον 19ο αιώνα» που μας ταξιδεύει στην εποχή που η Αθήνα μεταμορφωνόταν από μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη σε πρωτεύουσα. Διαδρομές στους δρόμους της πόλης, αναζητώντας τις μνήμες, αλλά και ό,τι έχει απομείνει.
Μια σημαντική συμβολή στην ιστορία της πόλης που μόνο τα τελευταία χρόνια έχουμε αρχίσει να ανακαλύπτουμε συστηματικά, ενώ ακόμη πολλές πτυχές του πολυκύμαντου βίου της παραμένουν στο σκοτάδι. Λίγα είναι τα τόσο συγκροτημένα βιβλία όπως το παρόν, που δεν αρκούνται σε κάποιες περιγραφές και πληροφορίες, αλλά συνδέουν το καθετί και με το ιστορικό και κοινωνικό του υπόβαθρο.
Με πολλές παραπομπές τεκμηρίωσης, αλλά με γραφή που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον, είναι ένας ιστορικός περίπατος που αξίζει –με το βιβλίο ανά χείρας– να κάνουμε και διά ζώσης.
Τι είναι αυτό που σας έκανε να ταξιδέψετε στον χρόνο και να μας μεταφέρετε στην Αθήνα του 19ου αιώνα;
Παρόλο που ο μακρύς 19ος αιώνας είναι τελικά μάλλον ο αγαπημένος μου αιώνας, το βιβλίο αυτό δεν γράφτηκε από κάποιου τύπου νοσταλγία. Ήταν ερωτήματα σημερινά, που με συντρόφευαν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, καθώς πήγαινα στο γραφείο ή καθώς περπατούσα στην πόλη τα τελευταία περίπου 10 χρόνια. Όπως γιατί η φουστανέλα είναι φολκλόρ ενώ το κιλτ καλτ, γιατί βλέπουμε με τέτοια πώρωση και τελικά αποδοχή για τα καθοσιωμένα τους αφηγήματα, ταινίες με θέματα την άγρια Δύση, τις Αγγλίδες βασίλισσες και πριγκίπισσες και τους βρετανούς αποικιοκράτες, ενώ στεκόμαστε τόσο αμήχανοι μπροστά στον Μακεδονικό Αγώνα; Γιατί μου είναι πιο οικείοι οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί στοχαστές, ιστορικοί και λογοτέχνες από ό,τι π.χ. ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, αυτός ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς; Εφόρμηση γι’ αυτό το βιβλίο και αυτό το ταξίδι στον 19ο αιώνα, ήταν ακόμα ονόματα εμβληματικών ανθρώπων που παραδίδονται σπουδαίοι όσο και άγνωστοι, όπως Βασιλεύς Γεώργιος, χρυσοκάνθαρος Ανδρέας Συγγρός, πρίγκηψ γέρων Ιωάννης Καρατζάς, Απόστολος Αρσάκης και για τους οποίους επιφύλασσα μία μάλλον αρνητική στάση, βάσει της παιδείας μου ή και της εποχής που μεγάλωσα. Ήταν τελικά τα ίδια τα κτίρια, ανάμεσα στα οποία ζω όλη μου τη ζωή: τα κτίρια είναι για μένα ζωντανά, τα νιώθω σαν έναν συνδετικό κρίκο όχι απλώς με ανθρώπους που δεν ζουν πια ούτε μόνο με βιβλία που με συνεπήραν, αλλά και με ανθρώπους που γνώρισα όπως οι παππούδες μου, γιατί ο 19ος αιώνας είχε διαμορφώσει καθοριστικά τον κόσμο που ζούσαν και που μου παρέδωσαν.
Θέλησα να προσεγγίσω λοιπόν, στα αλήθεια, πέρα από τσιτάτα, δίκες προθέσεων, αλλά και την «έτοιμη» αποτίμηση εκείνου του εντέλει τόσο κοντινού όσο και εν πολλοίς άγνωστου παρελθόντος, του οποίου τις συνέπειες έχουμε το προνόμιο να γνωρίζουμε. Θέλησα να δω την πόλη και τους πρωταγωνιστές της για εκείνο που εκείνοι έπρατταν και μοχθούσαν – γιατί ήταν πραγματικοί άνθρωποι, που καλούνταν να κατανοήσουν, να ανταποκριθούν, να διαμορφώσουν τον κόσμο τους, σε καιρούς ου μενετούς και ναι, στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στο οποίο είχαν μάθει να ανήκουν, μέσα από το εμπόριο, τη ναυτιλία, τα δίκτυα, τη μετανάστευση, στις διάσπαρτες πρωτεύουσες του ελληνισμού σε όλη την Ευρώπη και την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η νέα Αθήνα γεννήθηκε από μία παγκόσμια νεοκλασική και ρομαντική έξαρση, ως ένα δυναμικό εγχείρημα που παρομοιάζεται από μεγάλους στοχαστές με εκείνο της Νέας Υόρκης. Γεννήθηκε ως ένα στοίχημα επιτυχίας και πορεύτηκε μέσα από τις πολλές αναταράξεις του 19ου αιώνα με μεγάλα οράματα αλλά και προσαρμοστικότητα. Ο 19ος αιώνας έχει πολλές πτυχές – ελπίδα, μελαγχολία, επανάσταση, ναρκισσισμό, φαντασμαγορία, κατανάλωση, καταστολή, πρόοδο, καταστροφή. Για την Ελλάδα κλείνει με καταστροφή, που τελικά ξανάγραψε όλη την ιστορία του θετικού και μεγάλου εγχειρήματος της νέας Ελλάδας και της νέας της πρωτεύουσας. Κι επίσης, σαν να φίμωσε όλες εκείνες τις πολλές, διαφορετικές και αξιόλογες φωνές των Ελλήνων αυτής της πόλης, σαν να έσβησε τα πολλά και σημαντικά τους επιτεύγματα και σαν να μας καθήλωσε όλους εμάς τους νεοέλληνες σε μία ταυτότητα ηττημένου. Εγώ τουλάχιστον αισθάνθηκα ζωτική την ανάγκη να αποτάξω μια τέτοια ταυτότητα και ελπίζω ότι η επιστροφή στη νέα Αθήνα που προτείνω με το βιβλίο μου δικαιώνει αυτή την πόλη ως «τλημονεστάτη», όπως χαρακτηρίζεται τόσο πρώιμα από τον Μιχαήλ Χωνιάτη, τλημονεστάτη που θα πει πολύπαθη αλλά και ανθεκτική.
Αισθάνθηκα ζωτική την ανάγκη να αποτάξω μια τέτοια ταυτότητα και ελπίζω ότι η επιστροφή στη νέα Αθήνα που προτείνω με το βιβλίο μου δικαιώνει αυτή την πόλη ως «τλημονεστάτη», όπως χαρακτηρίζεται τόσο πρώιμα από τον Μιχαήλ Χωνιάτη, τλημονεστάτη που θα πει πολύπαθη αλλά και ανθεκτική
Ποιες γωνιές της πόλης νιώθετε πιο κοντά σας;
Δεν κομίζω γλαύκας στην Αθήνα, αν πω η Πλάκα: είναι απτή και ταυτόχρονα η ιδανική νέα Αθήνα του 19ου/20ου αιώνα, με τα πολλαπλά απομεινάρια των αιώνων, το αθηναϊκό φως, το νάι το γλυκύ / το ναι του Χριστού του Παπαδιαμάντη… Κατά τα λοιπά, οι κοντινές μου γωνιές συνδέονται με τις καθημερινές μου διαδρομές, Χολαργός-Σύνταγμα των παιδικών μου χρόνων, οι παραλίες απ’ τη Γλυφάδα ως το Σούνιο των καλοκαιριών, Ερυθρός-Σόλωνος των φοιτητικών μου χρόνων, Χαλάνδρι-Σταδίου των εργασιακών μου χρόνων, είναι η γαζία, που υπάρχει ακόμα στην παλιά Σχολή Ματέυ πίσω από το Ναυτικό Νοσοκομείο, τα προσφιλή μου προσφυγικά στην Αλεξάνδρας, όλα τα αναπάντεχα σημεία από τα οποία βλέπεις την Ακρόπολη σαν ξαφνική αποκάλυψη, όλες οι θέες αυτής της μεγάλης πόλης όπως ανοικοδομήθηκε τις δεκαετίες του 1960-’70 και που μου δημιουργεί μία αίσθηση οικειότητας και «ανθρωπινότητας», πέρα από το ωραίο, το γραφικό ή το συναρπαστικό.
Ποιες από τις πολλές ιστορίες που αφηγείστε σας άγγιξαν περισσότερο;
Όλες! Και πολλές ακόμα που δεν είπα σε αυτό το βιβλίο!
Νομίζω πως πιο πολύ αγαπώ τις ιστορίες των γυναικών, της Ρόζας Μπότσαρη, της Ελένης Αλταμούρα, της Τζένης Θεοτόκη, της Βασίλισσας Όλγας ειδικά όταν επέστρεψε στη Ρωσία και συνάντησε την Επανάσταση, της μεσίτρας από το διήγημα του Μητσάκη, της μονήρους δούκισσας της Πλακεντίας, τις ιστορίες που φαντάζομαι για τις μοδιστρούλες και τις πόρνες του Γκαζιού, που κανένας δεν άκουσε και κανένας δεν διηγήθηκε.
Αυτό που με αγγίζει πιο πολύ σε όλες αυτές τις ιστορίες που αφηγούμαι πάντως, είναι κάποια αναπάντεχη λεπτομέρειά τους, μία λοξή ματιά στην εποχή και στον κόσμο. Έτσι θα έλεγα ότι στις αγαπημένες μου τέτοιες αποστροφές συγκαταλέγονται η περιγραφή του «θρήνου των τζιτζικιών» που τρελαίνει την Κριστίνα Λυτ, τη Δανέζα σύζυγο του πάστορα της Αμαλίας, ο σουρεαλιστικός διάλογος του Όθωνα με τον στρατιωτικό του συνοδό στην περιοδεία του στη Στερεά Ελλάδα, όταν τον ρώτησε πού φόνευσε ο Ηρακλής τον Κένταυρο Νέσσο για να λάβει την απάντηση: «Δεν ήμουν εγώ τότε, Μεγαλειότατε, στο μεταβατικό αυτό και δεν το γνωρίζω», το γράμμα της Σοφίας «Σχλίεμαν» στον Ερρίκο «Spero mio carissimo amico que mes lignes te trouver ons in good health. I was very glücklich», ότι ο γραφικός χαρακτήρας του Τσίλερ, που πέθανε στο πτωχοκομείο, ήταν «ήρεμος, ρέων, κανονικός», όπως τον περιγράφει ο γιος του, το ποιηματάκι graffiti στην αποκάλυψη του αγάλματος του Σερπιέρη «τι μας θωρείς ακίνητος και δεν μας κατουράς, αφού και αδριάντα σε αξίωσε η Ελλάς…»
Είναι και οι ιστορίες των δρόμων, ας πούμε της Πατησίων, όπου οι νοικοκυραίοι της πόλης «αερίζουν» τα Κυριακάτικα απογεύματα τις κυρίες τους για να ακούσουν την μπάντα και να δουν τους βασιλείς κι ύστερα τις ξανακλειδώνουν στα σεντούκια του σπιτιού τους, όπως περιγράφει ο Αμπού, της οδού Βουλής, που για μια στιγμή ζωντανεύει μέσα από ένα κείμενο του Ροΐδη, με τα σφαγεία, τις λάσπες και τα παιδιά που κάνουν καραβάκια όταν πλημμυρίζει, της οδού Ερμού που φωτίζεται σαν ιμπρεσιονιστικός πίνακας από το αεριόφως στο βροχερό δειλινό από την πένα Αμερικανού δημοσιογράφου στα τέλη του αιώνα, της Βασιλίσσης Σοφίας όπου αντηχεί η φλογέρα ενός περιφερόμενου τσοπάνη ανάμεσα στους μεγαλοαστούς που κάνουν την απογευματινή τους βόλτα, των δρόμων του Χεζολίθαρου που αναδύουν μυρωδιές από θειάφι, βυρσοδεψία και σοκολάτα από τις παρακείμενες βιομηχανίες.
Είναι οι ιστορίες που βρίσκουν τα νήματα που συνδέουν την Αθήνα με άλλες πόλεις του κόσμου, όπως με το Σικάγο και τη Μεγάλη του Διεθνή έκθεση, όπως με το Μόναχο και τον νεοκλασικισμό του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, όπως με την Αλεξάνδρεια και τη λιτανεία των τελευταίων «ελληνικών» του Καβάφη, όπως με το Μελένικο, την αιώνια βυζαντινή πόλη του «προσκυνήματος» του Ίωνα Δραγούμη…
Συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να διαλέξω μία αγαπημένη μου ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, όπως πρέπει να έχουν οι ιστορίες. Αυτό που με αγγίζει είναι τελικά, η ίδια η ζωντανή, χωρίς τέλος, ιστορία της πόλης μου, των ανθρώπων της ζώντων και πεθαμένων, με τους οποίους συναντιόμαστε και συνομιλούμε κάθε μέρα, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι.
Υπάρχει μια στροφή προς τη γνωριμία με την πόλη και την ιστορία της τα τελευταία χρόνια. Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτό;
Υπάρχει φυσικά το όχι αμελητέο trend της δημιουργίας «εμπειριών»/διαδρομών και νέων αξιοθέατων για τους τουρίστες που θέλουμε να προσελκύσουμε στην πόλη, υπάρχει και το motto «η Αθήνα θα γίνει το νέο Βερολίνο» – νομίζω μάλιστα ότι έχει και τις προϋποθέσεις και τη δυνατότητα. Θεωρώ, όμως, ότι αυτή η στροφή γνωριμίας με την πόλη κρύβει ταυτόχρονα και κάτι βαθύτερο: την ανάγκη των Αθηναίων, απενεχοποιημένων πλέον από το ότι είναι κάτοικοι του άστεως και όχι της υπαίθρου, να ορίσουν εκ νέου την ταυτότητά τους, αλλά και να χτίσουν μία νέα αστική ζωή στην ευρεία γειτονιά της πόλης, που να μπορεί να συμπεριλάβει πολλές διαφορετικότητες. Αυτή η τάση βέβαια, όπως και η ανάκτηση του δημόσιου χώρου, παρατηρείται διεθνώς. Για την Αθήνα, που στο κάτω κάτω είναι η μισή Ελλάδα, η τάση αυτή παίρνει κατά τη γνώμη μου και την επιπλέον διάσταση της εκ νέου νοηματοδότησης της ελληνικότητάς μας, που οφείλει, για να υπάρξει, να γεμίσει το κενό μεταξύ του 5ου αιώνα π.Χ. και του τώρα. Νομίζω ότι διεκδικούμε για τους εαυτούς μας να μας δούνε (και κυρίως να μας δούμε) πια όχι μέσα από τα στερεότυπα των άλλων, των «Ευρωπαίων», όχι μέσα από αδιέξοδα και πολωτικά δίπολα (Παρθενώνας ή Αγιά-Σοφιά, Ανατολή ή Δύση, Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, μάγκες ή θύματα, «όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες…» ή «400 χρόνια σκλαβιάς…»), όχι μέσα από αφηγήματα ήττας, που απανωτά μας κατατρέχουν από το 1922, αλλά εντέλει ακομπλεξάριστα και χειραφετημένα για το σήμερα και το μέλλον. Και δεν υπάρχει πιο πρόσφορος φακός για έναν τέτοιο επαναπροσδιορισμό από το ξαναδιάβασμα της Ιστορίας! Και δεν είναι τυχαίο ότι η Ιστορία εν γένει, σε αυτή την εποχή του αδιάλειπτου παρόντος –μην πω μέλλοντος– κάνει κι αυτή νομίζω ένα μεγάλο comeback παγκοσμίως, τόσο ως μεγάλη Ιστορία με νέες πολυσυλλεκτικές και παγκόσμιας κλίμακας παραμέτρους όσο και ως μικροϊστορία με μεγαλύτερη αποδόμηση αλλά και μεγαλύτερη ενσυναίσθηση.
Η Αθήνα δεν σου χαρίζεται
Τι σας γοητεύει και τι σας από-γοητεύει περισσότερο στη σημερινή Αθήνα;
Με γοητεύει ότι η Αθήνα είναι μια μεγάλη πόλη, με γοητεύει η ανωνυμία και η πολυχρωμία που αυτό συνεπάγεται – δεν με τρομάζει αλλά με συναρπάζει και στην Αθήνα και σε όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου. Με γοητεύει ότι η Αθήνα, από τότε που τη συνώκησε ο Θησέας, υπήρξε πάντα πρωτεύουσα, ακόμα και στους μέσους χρόνους, οπότε είχαμε μάθει –εσφαλμένα– ότι έχει σχεδόν εξαφανιστεί και φυσικά τον 19ο αιώνα όταν αποτέλεσε την προγραμματική δήλωση της νέας Ελλάδας αλλά και τον πόλο έλξης Ελλήνων της διασποράς, Ελλήνων της επαρχίας που κυνηγούσαν την τύχη τους, αρχαιολόγων, περιηγητών, αρχιτεκτόνων και τυχοδιωκτών, νέα πατρίδα των αλύτρωτων ή των χαμένων πατρίδων. Με γοητεύει βαθιά ότι, υπό το εκτόπισμα της Ιστορίας της και το βάρος του Ιερού της Βράχου, η Αθήνα υπήρξε πάντα μητρόπολη. Με γοητεύει ότι είναι μια πόλη ζωντανή και επιβιωτική, όχι βάσει σχεδιασμού ή προγραμματικών δηλώσεων αλλά από τον ίδιο τον δυναμισμό και την ευελιξία των ανθρώπων της. Με γοητεύουν τα άπειρα διαμπερή στρώματα της Ιστορίας μέσα στα οποία κινούμαστε κάθε μέρα, οι φωνές των ανθρώπων που υπάρχουν και υπήρξαν και που ακόμα ακούγονται μέσα από τις χαραμάδες των παλιών της κτιρίων, τους ακάλυπτους των πολυκατοικιών και τα ξέφωτα των ανεκμετάλλευτων χώρων της πόλης. Με γοητεύουν ακόμα οι φυσικές και οι ανθρώπινες μυρωδιές της, το φυσικό της τοπίο και το κλίμα της, οι λόφοι και τα βουνά της, τα κρυμμένα ποτάμια της – κυρίως ότι είναι ανοιχτή στη θάλασσα: και αυτή η κατά κάποιον τρόπο νησιωτική της ταυτότητα, που διαμορφώθηκε από τότε που ο Θεμιστοκλής ταύτισε τη μοίρα της πόλης με τη θάλασσα, την κατέστησε διαχρονικά (ή έστω για το μεγαλύτερο μέρος της υπάρξής της) μια πόλη ανοιχτή στον κόσμο και τις προκλήσεις των καιρών.
Αλλά η Αθήνα δεν σου χαρίζεται – είναι μια πόλη αφιλόξενη για τον κάτοικό της. Αυτή η άχρηστη πολυπλοκότητα της καθημερινότητας και οι βίαιοι ρυθμοί με απογοητεύουν. Με απογοητεύει και με εκπλήσσει πόσο σπάνια ξέρουν πλέον να σου δώσουν οδηγίες –ακόμα και οι περιπτεράδες–, αν ψάχνεις έναν δρόμο ή ένα κτίριο στο κέντρο, και ότι πρέπει να κλείσεις εκ των προτέρων θέση στο σινεμά! Με θυμώνει και με απελπίζει ο αριθμός των άστεγων που συναντάω κάθε μέρα πηγαίνοντας στο γραφείο μου. Και οι dealers που συναντάω καθημερινά περνώντας από τα στέκια διακίνησης ναρκωτικών του κέντρου, σχεδόν τους αναγνωρίζω εγώ η περαστική αλλά όχι προφανώς η αστυνομία… Με πληγώνει ότι ένα από τα πράγματα που με έκαναν περήφανη για την Ελλάδα και την Αθήνα, ότι δηλαδή οι κοινωνικές τάξεις δεν ήταν ούτε πραγματικά ούτε πολεοδομικά σαφώς διαχωρισμένες, τώρα τείνει να μην ισχύει πια. Με απογοητεύει ακόμα ότι σε αυτή την πόλη που ήταν και παραμένει τόσο ζωντανή, η ζύμωση των ανθρώπων γίνεται πλέον κυρίως virtually (εκτός κι αν αυτό είναι το δικό μου βίωμα λόγω ηλικίας), ότι το κέντρο έχει καταλήξει ένας έρημος τόπος για δουλειά ή για διασκέδαση και ο αθηναϊκός πληθυσμός ζει κυρίως στα προάστια, ότι το μόνο που μπορούμε να φανταστούμε για την ανάπτυξη της πόλης είναι καφέ και εστιατόρια και σουβλατζίδικα, όλο και περισσότερα καφέ, εστιατόρια και σουβλατζίδικα, άντε και μερικά φεστιβάλ…