Είκοσι πέντε χρόνια ύστερα από τη διαρροή αερίου από το εργοστάσιο της αμερικανικής πολυεθνικής εταιρίας Union Carbide (θυγατρικής της επίσης αμερικανικής Dow Chemical) στην πόλη Μποπάλ της Ινδίας, που προκάλεσε τελικά το θάνατο 20.000-25.000 ανθρώπων και σοβαρά προβλήματα υγείας σε εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, τα θύματα ακόμη αναζητούν δικαιοσύνη.
Στις αρχές Ιουνίου (7/6), ένα δικαστήριο της πόλης, σε μια σκανδαλώδη απόφαση, επιδίκασε ποινή… δύο ετών και το φοβερό πρόστιμο των 2.123 δολαρίων, σε καθέναν από τους οχτώ πρώην ανώτατους αξιωματούχους της εταιρίας, ένας εκ των οποίων δεν είναι πλέον στη ζωή. Στην εταιρία δε, επιδικάστηκε το επίσης «δυσβάστακτο» πρόστιμο των 10.615 δολαρίων.
«Απαιτούμε να κρεμαστούν οι ένοχοι», φώναζε μια γυναίκα, που είχε υποστεί τις συνέπειες της διαρροής, στους δρόμους της πρωτεύουσας του κρατιδίου Μάντια Πραντές, αμέσως μετά την απόφαση. «Ακόμη και σήμερα γεννιούνται χιλιάδες παιδιά με γενετικές ανωμαλίες και αυτό το λέτε δικαιοσύνη;».
Οι καταδικασθέντες απελευθερώθηκαν έναντι εγγύησης, αμέσως μετά το πέρας της δίκης. «Η δίκη είναι λοιδορία του δικαστικού συστήματος της Ινδίας. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Η απόφαση είναι ένα μήνυμα ότι οι πολυεθνικές μπορούν να έρχονται εδώ να ρυπαίνουν και να σκοτώνουν και να μην τιμωρούνται», είπε η Ρατσάνα Ντίγκρα, μια αγωνίστρια που συμμετέχει στην Ομάδα Μποπάλ για Ενημέρωση και Δράση, η οποία παλεύει για τα δικαιώματα των επιζώντων.
Η καταδίκη δεν περιλαμβάνει τον φυγόδικο πρώην διευθυντή της Union Carbide, Γουόρεν Άντερσον, που κρύβεται στις ΗΠΑ, ύστερα από τη σύντομη κράτησή του στην Ινδία και την καταβολή εγγύησης για να αφεθεί ελεύθερος, πριν από πολλά χρόνια.
Ο Άντερσον, 85 ετών σήμερα, κατονομάστηκε από τα θύματα ως ο βασικός υπεύθυνος για τους μαζικούς θανάτους. «Ο πρωθυπουργός της Ινδίας πρέπει να ζητήσει τώρα από τις ΗΠΑ την έκδοσή του», είπε η Σάντνα Πάτακ, δικηγόρος που υπερασπίζεται τα θύματα. «Θα παλέψουμε για δικαιοσύνη μέχρι το τέλος», δήλωσε η Ρασίντα Μπι, θύμα η ίδια. «Αποδεικνύεται ότι το σύστημα της ινδικής δικαιοσύνης είναι ελαττωματικό και αδύναμο, ότι οι κυβερνήσεις, οι πρωθυπουργοί, όλοι δεν κάνουν τίποτε για όσους υποφέρουν».
Δρόμοι σπαρμένοι με νεκρά σώματα
Τη μοιραία νύχτα της 2ας Δεκεμβρίου του 1984, οι κάτοικοι του Μποπάλ έγιναν θύματα της μεγαλύτερης βιομηχανικής καταστροφής στον κόσμο, όταν 40 τόνοι μεθυλικού ισοκυάνιου, ενός άκρως τοξικού χημικού στοιχείου που ήταν αποθηκευμένο στο εργοστάσιο παρασιτοκτόνων της UCIL, αναμείχθηκε με νερό και άλλους ρύπους. Ένα μείγμα θανατηφόρων αερίων εκλύθηκε από το εργοστάσιο σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους και προκαλώντας σοβαρές βλάβες τουλάχιστον σε 500.000 άλλους. Το επόμενο πρωί στους δρόμους του Μποπάλ βρέθηκαν διάσπαρτα νεκρά σώματα 3.500 ανθρώπων. Οι νεκροί σταδιακά έφτασαν τις 20-25.000. Επίσημες εκτιμήσεις φέρουν τους θανάτους στις 15.000. Οι επιζήσαντες και τα παιδιά τους υποφέρουν από μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους. Η φυματίωση, οι γενετικές ανωμαλίες, ο χρόνιος πυρετός και ο καρκίνος είναι μερικές απ’ αυτές.
Η δίκη των υπευθύνων άρχισε το 1987, αλλά με διάφορες νομικίστικες παρεμβάσεις καθυστέρησε 23 ολόκληρα χρόνια, παρά τα ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η κεντρική ανακριτική υπηρεσία της Ινδίας.
Τέσσερις οργανώσεις επιζώντων υποστηρίζουν βασίμως ότι υπεύθυνη για την «εγκληματική αδιαφορία» ήταν η ινδική κυβέρνηση. Ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι το 1989 έγινε μια συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και την εταιρία, βάσει της οποίας οι υπεύθυνοι τόσο στην Ινδία όσο και στο εξωτερικό θα απαλλάσσονταν από τις ποινικές και αστικές ευθύνες διά παντός, τόσο για τις βλάβες που είχαν προκαλέσει με την αρχική έκλυση του αερίου, όσο και για βλάβες στις μελλοντικές γενιές. Το αντίτιμο λέγεται πως ήταν 470 εκατ. δολάρια.
(Πηγές: IPS, IANS)
«Απαιτούμε να κρεμαστούν οι ένοχοι», φώναζε μια γυναίκα, που είχε υποστεί τις συνέπειες της διαρροής, στους δρόμους της πρωτεύουσας του κρατιδίου Μάντια Πραντές, αμέσως μετά την απόφαση. «Ακόμη και σήμερα γεννιούνται χιλιάδες παιδιά με γενετικές ανωμαλίες και αυτό το λέτε δικαιοσύνη;».
Οι καταδικασθέντες απελευθερώθηκαν έναντι εγγύησης, αμέσως μετά το πέρας της δίκης. «Η δίκη είναι λοιδορία του δικαστικού συστήματος της Ινδίας. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Η απόφαση είναι ένα μήνυμα ότι οι πολυεθνικές μπορούν να έρχονται εδώ να ρυπαίνουν και να σκοτώνουν και να μην τιμωρούνται», είπε η Ρατσάνα Ντίγκρα, μια αγωνίστρια που συμμετέχει στην Ομάδα Μποπάλ για Ενημέρωση και Δράση, η οποία παλεύει για τα δικαιώματα των επιζώντων.
Η καταδίκη δεν περιλαμβάνει τον φυγόδικο πρώην διευθυντή της Union Carbide, Γουόρεν Άντερσον, που κρύβεται στις ΗΠΑ, ύστερα από τη σύντομη κράτησή του στην Ινδία και την καταβολή εγγύησης για να αφεθεί ελεύθερος, πριν από πολλά χρόνια.
Ο Άντερσον, 85 ετών σήμερα, κατονομάστηκε από τα θύματα ως ο βασικός υπεύθυνος για τους μαζικούς θανάτους. «Ο πρωθυπουργός της Ινδίας πρέπει να ζητήσει τώρα από τις ΗΠΑ την έκδοσή του», είπε η Σάντνα Πάτακ, δικηγόρος που υπερασπίζεται τα θύματα. «Θα παλέψουμε για δικαιοσύνη μέχρι το τέλος», δήλωσε η Ρασίντα Μπι, θύμα η ίδια. «Αποδεικνύεται ότι το σύστημα της ινδικής δικαιοσύνης είναι ελαττωματικό και αδύναμο, ότι οι κυβερνήσεις, οι πρωθυπουργοί, όλοι δεν κάνουν τίποτε για όσους υποφέρουν».
Δρόμοι σπαρμένοι με νεκρά σώματα
Τη μοιραία νύχτα της 2ας Δεκεμβρίου του 1984, οι κάτοικοι του Μποπάλ έγιναν θύματα της μεγαλύτερης βιομηχανικής καταστροφής στον κόσμο, όταν 40 τόνοι μεθυλικού ισοκυάνιου, ενός άκρως τοξικού χημικού στοιχείου που ήταν αποθηκευμένο στο εργοστάσιο παρασιτοκτόνων της UCIL, αναμείχθηκε με νερό και άλλους ρύπους. Ένα μείγμα θανατηφόρων αερίων εκλύθηκε από το εργοστάσιο σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους και προκαλώντας σοβαρές βλάβες τουλάχιστον σε 500.000 άλλους. Το επόμενο πρωί στους δρόμους του Μποπάλ βρέθηκαν διάσπαρτα νεκρά σώματα 3.500 ανθρώπων. Οι νεκροί σταδιακά έφτασαν τις 20-25.000. Επίσημες εκτιμήσεις φέρουν τους θανάτους στις 15.000. Οι επιζήσαντες και τα παιδιά τους υποφέρουν από μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους. Η φυματίωση, οι γενετικές ανωμαλίες, ο χρόνιος πυρετός και ο καρκίνος είναι μερικές απ’ αυτές.
Η δίκη των υπευθύνων άρχισε το 1987, αλλά με διάφορες νομικίστικες παρεμβάσεις καθυστέρησε 23 ολόκληρα χρόνια, παρά τα ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η κεντρική ανακριτική υπηρεσία της Ινδίας.
Τέσσερις οργανώσεις επιζώντων υποστηρίζουν βασίμως ότι υπεύθυνη για την «εγκληματική αδιαφορία» ήταν η ινδική κυβέρνηση. Ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι το 1989 έγινε μια συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και την εταιρία, βάσει της οποίας οι υπεύθυνοι τόσο στην Ινδία όσο και στο εξωτερικό θα απαλλάσσονταν από τις ποινικές και αστικές ευθύνες διά παντός, τόσο για τις βλάβες που είχαν προκαλέσει με την αρχική έκλυση του αερίου, όσο και για βλάβες στις μελλοντικές γενιές. Το αντίτιμο λέγεται πως ήταν 470 εκατ. δολάρια.
(Πηγές: IPS, IANS)
Σχόλια