Στις 27 Ιανουαρίου του 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπιρκενάου, το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του ναζιστικού καθεστώτος. Χρειάστηκε να περάσουν εξήντα ολόκληρα χρόνια ώστε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την 1η Νοεμβρίου του 2005, να καθιερωθεί η 27η Ιανουαρίου ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος.
Με αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύουμε σήμερα τη συνέντευξη του Μπένη Νατάν για το βιβλίο του «Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), που αν και έχει τη μορφή της μυθοπλασίας είναι εμπνευσμένο από τα όσα έζησε ο πατέρας του όχι μόνο στα χρόνια της Κατοχής και στα στρατόπεδα εξόντωσης, αλλά και στη μεταπολεμική Ελλάδα, που δεν είχε επιφυλάξει και την καλύτερη υποδοχή για τα θύματα του Ολοκαυτώματος… Ένας άνθρωπος που έζησε την απόλυτη φρίκη, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, να δημιουργήσει μια νέα οικογένεια αφού έχασε τη δική του, να χτίσει εκεί όπου όλα ήταν γκρεμισμένα.
Συγκλονιστικές σελίδες, όσο κι αν έχω διαβάσει πολλά βιβλία σχετικά με το θέμα. Διότι δεν διαπραγματεύεται μόνο τη φρίκη εκείνης της εποχής, αλλά και τα απίστευτα τραύματα που άφησε το Ολοκαύτωμα και για τις επόμενες γενιές.
«Πήγα στο Άουσβιτς», γράφει στον επίλογο ο συγγραφέας, «είδα τους νεκρούς μου, εξήντα πέντε μέτρησα, διάβασα τα ονόματά τους στη λίστα, ώσπου στο τέλος δεν μπορούσα απ’ τα δάκρυα να διακρίνω πια τι έγραφε στο χαρτί. Δεν τους ήξερα όλους, τους είχα μαζέψει με χίλιους τρόπους από μαρτυρίες και γραπτά. Όλοι έζησαν, λίγο ή περισσότερο. Ήταν άνθρωποι με σάρκα και οστά, μέχρι που κατέληξαν ονόματα ανάμεσα σε άλλα ονόματα σε μια ατέλειωτη λίστα…»
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Τι σας ώθησε μετά από τόσα χρόνια να γράψετε για την ιστορία του πατέρα σας;
Πρέπει πριν ξεκινήσω να πω ότι σε μεγάλο βαθμό το βιβλίο αυτό είναι μυθοπλασία. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε. Έπρεπε να επινοήσω πολλά που δεν συνέβησαν.
Όταν ήμουν μικρός παρατηρούσα όλους τους επιζήσαντες που ερχόντουσαν στο κατάστημα του πατέρα μου για να μιλήσουν με τη μητέρα μου που τελούσε χρέη κοινωνικής λειτουργού, κάτι που απουσίαζε στις δεκαετίες του ’50 και ’60. Δεν ξέρω τι έλεγαν αλλά μπορώ να το φανταστώ. Εξ άλλου σε ποιον να μιλήσουν και να πουν ότι έχασαν παιδιά, γονείς, αδέλφια; Όλοι οι επιζήσαντες είχαν χάσει παιδιά, γονείς, αδέλφια. Η μητέρα μου έχασε έναν αδελφό αλλά σε άλλες συνθήκες. Η ίδια δεν ένιωσε τη φρίκη του Άουσβιτς, άρα μπορούσε να τους ακούει.
Γι’ αυτούς μιλάω παρ’ όλο που δεν επικεντρώνομαι σ’ αυτούς. Η ιστορία του πατέρα μου είναι ένα παράδειγμα όλων εκείνων που επέστρεψαν, ψυχολογικά ανάπηροι.
Γράφετε πως το Άουσβιτς θα τελειώσει μαζί με τη ζωή σας. Δεν είναι μια πικρή σκέψη;
Η φράση αυτή, ίσως να είναι πικρή, μα δηλώνει πως το Ολοκαύτωμα έχει σημαδέψει τη δική μου γενιά, ίσως και την επόμενη. Αλλά το βιβλίο έχει μια αισιοδοξία. Ο πατέρας μου κατάφερε να επιβιώσει, να κάνει νέα οικογένεια, να πετύχει επαγγελματικά, να προχωρήσει, να «νικήσει τον Χίτλερ», όπως λέει. Οι επιζήσαντες μεγάλωσαν τα παιδιά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δίνοντάς τους μόρφωση και εφόδια. Βέβαια, ακόμη κι αν τα λόγια δεν λέγονται, τα συναισθήματα μεταφέρονται. «Τους πήραν οι Γερμανοί», έλεγαν γι’ αυτούς που έχασαν. Κι εμείς δεν ρωτούσαμε, συναισθανόμασταν πως πονούν.
Η δική μου γενιά μιλούσε για ελευθερία, για σεβασμό στον συνάνθρωπο, για δίκαιη κατανομή του πλούτου. Κάπου τα ιδανικά αυτά ξεχάστηκαν
Ο Έντι Ζέικου, επιζήσας των στρατοπέδων εξόντωσης γράφει πως δεν μισεί κανέναν, αλλά δεν συγχωρεί. Συμμερίζεστε την άποψή του;
Δεν μισώ, η εποχή του μίσους έληξε για μένα πριν πολλά χρόνια. Να συγχωρήσω; Δεν μπορώ εγώ, που δεν ήμουν εκεί να συγχωρήσω. Όταν μου ζήτησε ο θείος μου συγγνώμη (θα το καταλάβει το γιατί όποιος διαβάσει το βιβλίο) του απάντησα πως δεν πρέπει να ζητήσει από μένα συγγνώμη.
Υπάρχει συλλογική ευθύνη των Γερμανών. Αλλά η ευθύνη αυτή δεν μεταφέρεται στην επόμενη γενιά. Έχω συνεργάτες και φίλους Γερμανούς πολλούς. Όλοι τους, δημοκράτες και αντιφασίστες. Γνωρίζουν ποιος είμαι και τι συνέβη στην οικογένειά μου. Αυτοί δεν μίλησαν για τη δική τους αλλά δεν έχει σημασία. Τα καταλαβαίναμε αμφότεροι.
Θυμίζετε στο βιβλίο και την υπόθεση Μέρτεν. Η ατιμωρησία των ενόχων δεν εμποδίζει την κάθαρση;
Ο πατέρας μου ήταν μάρτυρας στη δίκη του Μέρτεν. Ο Μέρτεν ήταν «μικρό ψάρι» στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Εγκλημάτησε, αλλά δεν ήταν στον βαθμό του Μπρούνερ και του Βισλιτσένι που ήταν οι υπεύθυνοι για την καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Θα μπορούσε να βοηθήσει, είχε δύναμη, «πρώτα ο θεός, μετά ο Μέρτεν» λέει ο Μωύς στη δίκη. Ο Μέρτεν αδιαφόρησε για την τύχη των Εβραίων. Σίγουρα ήταν ένοχος γι’ αυτό. Φρόντισε να εκμεταλλευτεί και τις περιουσίες τους. Επιπλέον, ήταν ένοχος για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, του αρχαιότερου της Ευρώπης. Με χειρισμούς κατάφερε να δώσει στον Σιμωνίδη την ευκαιρία να καταστρέψει το νεκροταφείο.
Αν δούμε τους υπεύθυνους για τις σφαγές στο Κομμένο Άρτας ή στα Καλάβρυτα και τους συγκρίνουμε με τον Μέρτεν, εκείνοι ήταν μέγιστοι εγκληματίες πολέμου. Και δεν έγινε κάθαρση σ’ αυτούς και όχι μόνον.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ανάγκη να σταθεροποιήσουν την Ευρώπη και να χρησιμοποιήσουν τη γερμανική τεχνογνωσία για δικό τους συμφέρον. Το σχέδιο Μάρσαλ δημιουργήθηκε κυρίως για τη Δυτική Γερμανία, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της. Απέφυγαν την κάθαρση. Η γερμανική δικαιοσύνη έκανε ό,τι μπορούσε για να διατηρήσει τον κρατικό μηχανισμό όπως ήταν, μαζί με τους εγκληματίες. Παράδειγμα ο Μέρτεν που μεταπολεμικά κατείχε υψηλόβαθμη θέση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας.
Η κάθαρση δεν έγινε ποτέ. Θα έπρεπε; Σίγουρα. Αλλά, δεν υπάρχει «αν» στην ιστορία.
Βλέπουμε να αναβιώνουν και στη χώρα μας ναζιστικές ιδέες. Πολιτικοί που έχουν εκφράσει αντισημιτικές απόψεις βρίσκονται ακόμη και στην Κυβέρνηση. Σας φοβίζει αυτό;
Οι πολιτικοί είναι εκφραστές του λαού. Δεν με φοβίζουν αυτοί. Με φοβίζουν οι τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Αλλά δεν είναι η μόνη κοινωνία που υιοθετεί τέτοιες τάσεις. Τους ρατσιστές, αυτούς που τρέφουν μίσος για τον άλλον και τον διαφορετικό, τους βλέπω παντού, παγκοσμίως. Προφανώς, δεν είναι αυτό δικαιολογία για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτός όμως είναι δυστυχώς ο δρόμος που προχωράει ο πλανήτης. Η δική μου γενιά μιλούσε για ελευθερία, για σεβασμό στον συνάνθρωπο, για δίκαιη κατανομή του πλούτου. Κάπου τα ιδανικά αυτά ξεχάστηκαν. Και οι επόμενες γενιές πήραν άλλη κατεύθυνση. Παντού.
Αυτά με φοβίζουν.