Δεν μου άρεσε καθόλου το μποξ. Σαν άθλημα το θεωρούσα σαν την αμεσότερη έκφραση της βίας που αναπτύσσεται μέσα μας και σαν θέαμα εξαιρετικά αποκρουστικό. Και εξακολουθεί να μην μου αρέσει παρ’ όλο που κατάλαβα ότι τότε είχε και μία άλλη διάσταση που μου ξέφευγε στα εφηβικά μου χρόνια. Μια διάσταση που την συνειδητοποίησα χάρη στον Κάσιους Κλαίη , τον μαύρο πυγμάχο που άλλαξε το όνομά του αρχικά σε Κάσιους Χ., σαφώς επηρεασμένος από τον Μάλκολμ Χ. και στη συνέχεια σε Μοχάμεντ Άλι, στη φλογερή δεκαετία του 1960. Για τα φτωχόπαιδα, και ιδίως τα μαύρα φτωχόπαιδα, που είχανε πολύ μειωμένες ευκαιρίες για να τα καταφέρουν στη ζωή μόνο και μόνο επειδή ήτανε μαύρα, το μποξ ήταν μια πόρτα για έξοδο από το γκέτο, όπως ήταν και το μπάσκετ, ο στίβος ή η μουσική. Όχι μια φαρδιά πόρτα, ούτε για πολλούς. Αλλά μέσα από τους λίγους με το ξεχωριστό ταλέντο και –συχνά- την τύχη, ένιωθαν να τους αγγίζει ευεργετικά το αεράκι της διαφυγής και της ελευθερίας όλα τα μαύρα φτωχόπαιδα στο γκέτο.

Ο Άλι, που απαρνήθηκε το Κλαίη γιατί του θύμιζε τα χρόνια της σκλαβιάς, παρ’ όλο που του δόθηκε τιμής ένεκεν στη μνήμη του απελευθερωτή σκλάβων Cassius Marcellus Clay, κέρδισε το σεβασμό μας γιατί δεν αρκέστηκε στο ρόλο του πετυχημένου παραδείγματος, του μαύρου που ξεφεύγει θριαμβευτικά από το γκέτο, και συνέδεσε την επιτυχία του με τους αγώνες για την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των μελών της φυλής του. Όχι μόνο δεν έριξε μαύρη πέτρα πίσω του κερδίζοντας δόξα και χρήματα, αλλά διακινδύνευσε τα πάντα, και την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να υπερασπιστεί τους πιο αδύνατους, τους πιο περιθωριοποιημένους, τους πιο αποκλεισμένους, αυτούς για τους οποίους καμία πόρτα δεν ήταν ανοιχτή.

Η δεκαετία του 1960 ήταν ίσως η πιο καυτή και πιο ενδιαφέρουσα στην μεταπολεμική ιστορία της Αμερικής. Πρωτοφανής αύξηση της ευημερίας και πρωτόγνωρη πρόοδος στις επιστήμες και τις τεχνολογίες, έκρηξη της κουλτούρας, μια εποχή που πολλοί ονόμασαν όχι επιπόλαια «αμερικάνικο αιώνα». Με τις αντιθέσεις στο έπακρο. Εντυπωσιακή πρόοδος από τη μια και εξωφρενικός αναχρονισμός από την άλλη.

Τη χρονιά που ο Κάσιους Κλαίη κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Ιταλία, το 1960, σε ηλικία 18 ετών, οι «νέγροι» δεν είχαν το δικαίωμα να κάθονται δίπλα στους λευκούς στα λεωφορεία ούτε τα παιδιά τους στα ίδια θρανία με τα παιδιά των λευκών. Ούτε να πίνουν μπίρα στα ίδια μπαρ ούτε να κουρεύονται στα ίδια κομμωτήρια. Και στις νότιες πολιτείες, ακόμα γίνονταν βδελυρά λιντσαρίσματα απροστάτευτων μαύρων που καλύπτονταν από τις τοπικές αρχές και δεν τιμωρούνταν ποτέ σαν ειδεχθή εγκλήματα.

Συνήθως, κι αυτό δεν αφορά μόνο τους μαύρους, οι περισσότεροι άνθρωποι που θα ξεφύγουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τη φτώχεια και τη μιζέρια, δεν γυρίζουν να κοιτάξουν πίσω. Ντρέπονται κιόλας για την προέλευσή τους. Μερικοί, μάλιστα, για να εδραιώσουν την αποδοχή τους από την καθεστηκυία τάξη, γίνονται χειρότεροι από τους εκμεταλλευτές τους, βλέποντας με περιφρόνηση τους ανθρώπους που μεγάλωσαν μαζί, ρίχνοντας το φταίξιμο για τον αποκλεισμό τους από τον κόσμο των «λευκών» στους ίδιους.

Αντιθέτως, ο Κλαίη, όταν άρχισαν να έρχονται οι διακρίσεις και οι τίτλοι, η αναγνώριση, η δημοσιότητα και το χρήμα, ύψωσε αμέσως τη γροθιά της ρήξης και της σύγκρουσης με το υπερμεγέθες κατεστημένο, κάνοντας σημαία τον εαυτό του για τα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια και τη θέση στον ήλιο των ομοφύλων του. Όσο περισσότερο ανέβαινε τα σκαλιά της επιτυχίας, τόσο πιο ριζοσπαστικές γίνονταν οι επιλογές και οι συμπεριφορές του.

 

Η συνείδηση του μποξέρ

Το 1967, αφαίρεσαν τον τίτλο του πρωταθλητή από τον Μοχάμεντ Άλι, επειδή αρνήθηκε να στρατευθεί κάνοντας την εκρηκτική για την Αμερική δήλωση «Δεν έχω τίποτα εναντίον των Βιετκόγκ! Αυτοί δεν με έχουν ποτέ αποκαλέσει ‘‘νέγρο’’! Η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να πάω να σκοτώσω τον αδελφό μου ούτε κάποιον πιο σκούρο άνθρωπο». Κι αυτό δεν το έκανε σε καμία περίπτωση επειδή φοβόταν ότι θα μπορούσε να σκοτωθεί ή να τραυματιστεί. Όπως γράφει ο περίφημος μπασκετμπολίστας Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ, έξι φορές πρωταθλητής στο ΝΒΑ, «ήξερε ότι εάν δεχόταν να στρατευθεί, δεν θα τον έστελναν ποτέ στο μέτωπο και θα συνέχιζε να κερδίζει εκατομμύρια δολάρια. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να υποστεί την τιμωρία για τις πεποιθήσεις του, μόνος. Αυτή ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν απλά ο μεγάλος μου αδελφός, αλλά ο μεγάλος αδελφός όλων των ΑφροΑμερικάνων. Με τη θέλησή του ύψωνε το ανάστημά του για μας όποτε και όπου η ηλιθιότητα και η αδικία εμφανιζόταν, χωρίς να υπολογίζει το προσωπικό κόστος.» (περιοδικό Time, 20 Ιουνίου 2016) Κι αυτή η αντίσταση που έχει προσωπικό κόστος είναι που μετράει περισσότερο.

Οι αρχές του τη φύλαγαν από το 1964 που εντάχθηκε στη ριζοσπαστική πολιτικοθρησκευτική οργάνωση «Έθνος του Ισλάμ», που είχε επικεφαλής τον Elijah Muhammad. Την ίδια χρονιά που είχε ανακηρυχτεί πανηγυρικά αήττητος παγκόσμιος πρωταθλητής (από τα 18 μέχρι τα 28 του δεν είχε ούτε μία ήττα και από τα 29 μέχρι τα 35 μόνο δύο ήττες. Συνολικά, σε μία καριέρα 22 περίπου ετών, είχε 56 νίκες –οι 37 με νοκάουτ- και μόνο πέντε ήττες). Η ποινή για την άρνησή του ήταν πολύ σκληρή και πολύμορφη. Φυλάκιση πέντε ετών, πρόστιμο 10.000 δολαρίων και απαγόρευση από το μποξ για τρία χρόνια. Σε όλες τις πολιτείες ανακλήθηκε η άδεια του να συμμετέχει σε αγώνες. Έχανε εκατομμύρια δολάρια και δεν του επιτρεπόταν να πλησιάσει το ρινγκ στην ακμή του, με όποιες συνέπειες μπορούσε αυτό να έχει στην ψυχική και φυσική του κατάσταση. Όλο το σύστημα έπεσε πάνω του σαν μετεωρίτης. Γνωστοί δημοσιογράφοι τον αποκήρυσσαν γράφοντας λιβέλους εναντίον του. Είχε παραβιάσει τη βασική αρχή για έναν πετυχημένο που προέρχεται από «κατώτερη τάξη». «Να κρατάει χαμηλά το κεφάλι, το στόμα κλειστό και με κάθε ευκαιρία να δηλώνει πόσο ευγνώμων και ευλογημένος αισθάνεται» υπενθυμίζει ο Αμπντούλ-Τζαμπάρ. «Τον θαύμαζα σαν αθλητή, αλλά σαν άνθρωπος με αρχές ήταν πραγματικά το πρότυπό μου».

Ένα λαϊκό παιδί, από το γκέτο, στάθηκε όρθιο απέναντι στα πιο ισχυρά συμφέροντα του αμερικάνικου κατεστημένου. Δήλωνε μαύρος και όχι Αμερικάνος, αρνήθηκε τη στράτευση, υπερασπίστηκε τους εχθρούς κομμουνιστές Βιετναμέζους, αντιτάχθηκε στο ρατσισμό, δεν δελεάστηκε από τα χρήματα, θυσίασε τον τίτλο του, ασπάστηκε το μουσουλμανισμό και παντρεύτηκε πολλές φορές! Δηλαδή, κόντρα στο στρατό και την πολεμική βιομηχανία, τη μαφία των στοιχημάτων, την οργανωμένη χριστιανική θρησκεία, καθολική και προτεσταντική, και τη συντηρητική «πατριωτική» Αμερική. Σε ηλικία που οι συνομήλικοί του δεν έχουν ακόμα τελειώσει τις σπουδές τους. Σε μια φάση που το FBI, με το μυστικό πρόγραμμα COINTELPRO, στοχοποιούσε τους μαύρους αντιφρονούντες, στέλνοντάς τους στη φυλακή ή στον τάφο, όπως έγινε με τον Τζέιμς Μέρεντιθ, τον Τζορτζ Τζάκσον, τον Φρεντ Χάμπτον, τον Έλντριτζ Κλίβερ και πολλούς άλλους, ενώ όσοι δεν συλλαμβάνονταν ήταν υπό ασφυκτική παρακολούθηση και συνεχή παρενόχληση. Ο Άλι ήταν στο στόχαστρο και της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), η οποία με το πρόγραμμα Minaret παρακολουθούσε τις δραστηριότητες των επώνυμων ακτιβιστών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μοχάμεντ Άλι πήρε αυτή τη γενναία θέση πριν από τη δολοφονία του Μάλκολμ Χ. (1965), πολύ πριν τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1968), ακόμα και πριν από την ίδρυση του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων από τον Μπόμπι Σιλ και τον Χιούι Νιούτον (1966). Και είναι επίσης σίγουρο ότι με τις απόψεις και κυρίως με την αυτοθυσία του επηρέασε πολλούς μαύρους –και όχι μόνο- αθλητές, με κορυφαίο γεγονός την ανύψωση της γροθιάς των δύο νικητών του δρόμου 200μ. Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, πάνω στο βάθρο απονομής των μεταλλίων, φορώντας μαύρα περιβραχιόνια, την ώρα της ανάκρουσης του αμερικάνικου εθνικού ύμνου, με τη συνδρομή του επίσης νικητή Πίτερ Νόρμαν, λευκού δρομέα από την Αυστραλία. Περιττό να σημειώσω ότι και οι δύο μαύροι αθλητές υπέστησαν τα πάνδεινα για τη στάση τους…

 

Δικαιώθηκε, αλλά δεν εγκατέλειψε

Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού
Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού

Η δημοτικότητα του Μοχάμεντ Άλι στην Αμερική ήταν τόσο μεγάλη, έχει καταγραφεί στατιστικά ως ο πλέον αναγνωρίσιμος (με ποσοστό 97%) αθλητής όλων των εποχών μαζί με τον Μπέιμπι Ρουθ, που εν τέλει το αμερικάνικο κατεστημένο δεν θέλησε να τον έχει απέναντί του. Το 1971, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με 8-0 ψήφους ακύρωσε την ποινή που του είχε επιβληθεί για την άρνηση στράτευσης και μέχρι τη μέρα του θανάτου του, από Πάρκινσον που μάλλον οφειλόταν στα τραύματα που είχε δεχτεί στο κεφάλι, τιμήθηκε με τα ανώτερα κρατικά παράσημα από δύο προέδρους των ΗΠΑ και δέχτηκε πολλούς άλλους τίτλους, αθλητικούς και κοινωνικούς. Το 2000, ψηφίστηκε νόμος από την αμερικάνικη Γερουσία για τα δικαιώματα και την ασφάλιση των πυγμάχων που τιτλοφορείται «Μεταρρυθμιστικός νόμος για την Πυγμαχία -Μοχάμεντ Άλι» και το 2005, άνοιξε στο Louisville το μη κερδοσκοπικό «Πολιτιστικό Κέντρο Μοχάμεντ Άλι» με περιουσία 60 εκατομμυρίων δολαρίων, που επικεντρώνεται σε θέματα ειρήνης, κοινωνικής ευθύνης, σεβασμού κ.λπ. Και το 2007, το ζωηρό παιδί με τους κακούς βαθμούς στο σχολείο, τιμήθηκε με ένα ντοκτορά ανθρωπιστικών σπουδών του Πανεπιστημίου Πρίνστον.

Ούτε, όμως, οι διακρίσεις τον απέτρεπαν από το να παίρνει τολμηρές πρωτοβουλίες που ενοχλούσαν την κυβέρνηση και τα διάφορα πανίσχυρα λόμπι, όπως το εβραϊκό της Αμερικής, όταν το 1974 επισκέφτηκε ένα προσφυγικό στρατόπεδο στο Νότιο Λίβανο και δήλωσε ότι «υποστηρίζω των αγώνα των Παλαιστινίων να απελευθερώσουν την πατρίδα τους», κάτι που επανέλαβε έμπρακτα το 1988 παίρνοντας μέρος σε διαδήλωση στο Σικάγο υπέρ της πρώτης Ιντιφάντα. Μέχρι τη μέρα που η ασθένεια τον καθήλωσε οριστικά, ανέλαβε πολλές δράσεις και αποστολές που συχνά έληγαν με ευνοϊκά για την κάθε υπόθεση αποτελέσματα.

Αυτό το αθυρόστομο και άφοβο παλικάρι από το γκέτο επηρέασε με τον τρόπο που σκεφτόταν, αντιδρούσε, πάλευε και μιλούσε, τους σύγχρονούς του, αλλά και πολλούς από τις επόμενες γενιές. Έγινε θέμα για αμέτρητα άρθρα και εκπομπές, για βιβλία, ταινίες και ντοκιμαντέρ. Η πολιτική του τόλμη, η γροθιά του που ζύγιζε μισό τόνο, αλλά και ο τρόπος που εκφραζόταν στο ρινγκ και στον κοινωνικό στίβο, με ρυθμό, ύφος, ατάκες, ομοιοκαταληξία, χιούμορ και τη δική του αργκό, διαμόρφωνε μια νέα ποιητική της μαύρης κουλτούρας που εμπλούτιζε τη γλώσσα των νέων ποιητών και έριχνε τους σπόρους για τη ραπ μουσική, κάτι που επιβεβαιώνουν οι ράπερ της δεκαετίες του 1970 και εντεύθεν, όπως ο LL Cool J, ο Jay-Z, ο Eminem κ.ά., ενώ μερικοί τον αναφέρουν ονομαστικά και μέσα στα χιπ χοπ τραγούδια τους.

 

Μαύρη κληρονομιά

Στη δεκαετία του 1960, οι μαύροι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακτιβιστές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να τελειώσει ο πόλεμος στην Ινδοκίνα, αλλά και για να υπάρξει πρόοδος στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων. Ακόμα και σήμερα, στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, τη Μαύρη Δύναμη και τους Μαύρους Πάνθηρες, βρίσκει κανείς την αφετηρία του κινήματος «Οι μαύρες ζωές αξίζουν» που αναπτύχθηκε μετά τις αλλεπάλληλες δολοφονίες μαύρων πολιτών από την αστυνομία. Και η επιρροή των ταλαντούχων ανθρώπων με κοινωνική συνείδηση που αποτέλεσαν τις σημαίες αυτών των στάσεων και επαναστάσεων, συνεχίζεται αισθητή και αναντικατάστατη. Από τον Μάλκολμ Χ. και την Άντζελα Ντέιβις μέχρι τον Χιούι Νιούτον που δολοφονήθηκε το 1989 και τον Μουμία Αμπού-Τζαμάλ, που ακόμα σαπίζει εκδικητικά στη φυλακή, από τον Τζον Κολτρέιν, τον Άρτσι Σεπ, τον Φαρόα Σάντερς, τον Σόνι Ρόλινς και πολλούς άλλους μετρ της τζαζ που άφηναν πίσω, με τους θεσπέσιους αυτοσχεδιασμούς τους, καταϊδρωμένους τους λευκούς αβανγκαρντίστες μέχρι τον Τζέιμς Μπράουν που κραύγαζε χορεύοντας δαιμονικά «Είμαι μαύρος κι είμαι περήφανος» και τον Τζίμι Χέντριξ που έπαιξε με την κιθάρα του στο Γούντστοκ τον αμερικάνικο εθνικό ύμνο με φοβερή –όλο σημασία- παραμόρφωση ή τον Ρίτσι Χέιβενς που τραγούδησε συγκλονιστικά το Freedom, και από τους θρυλικούς παίχτες του μπάσκετ Μπίλ Ράσελ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου Τζιμ Μπράουν μέχρι τη συγγραφέα Μάγια Αγγέλου, τον ερμηνευτή Μάρβιν Γκέι, το φωνητικό συγκρότημα The Temptations και τον ράπερ Chuck D των Public Enemy, ξεχείλιζε ένας πλούτος ιδεών, έργων και στάσεων ζωής που μας άγγιξε βαθιά και μας διαπέρασε πέρα για πέρα, αν και ήμασταν τόσο μακριά από την Αμερική και με τόσο διαφορετικό χρώμα και κουλτούρα. Κι ανάμεσα σε όλους αυτούς που διεύρυναν το νόημα της ύπαρξής μας, ξεχωριστός, ο πανέμορφος μποξέρ, ο ερωτευμένος με όλες τις γυναίκες του κόσμου, ο μαχητής με έγνοια για τους αποκάτω και ο ποιητής των «αμόρφωτων», που έφυγε στις 2 Ιουνίου, σε ηλικία 74 ετών. «Ένα σύμβολο της αντίστασης στον πόλεμο, του αγώνα ενάντια στο ρατσισμό, του να ορθώνεις ατομικά το ανάστημά σου στο κατεστημένο που σε πιέζει», όπως εύστοχα «συνοψίζει» τον Μοχάμεντ Άλι κλείνοντας την εξαίρετη αφήγησή του, ο βραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας New York Times Robert Lipsyte, που ποτέ δεν έχασε από τα μάτια του τον «Μέγιστο».

Κι εμείς, μπορεί, παρ’ όλ’ αυτά, να μην αγαπήσαμε την πυγμαχία, αλλά χάρη στον Άλι εκτιμήσαμε βαθύτατα τους πυγμάχους με συνείδηση.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!