Πολλά-πολλά χρόνια πίσω πρότεινα –στο περιοδικό που συνεργαζόμουν– να γράψω ένα άρθρο για τους «άλλους Αλβανούς». Ήταν η εποχή που η λέξη «Αλβανός» είχε απολύτως απαξιωτικό χαρακτήρα και τα όσα άκουγες ακολουθούσαν αυστηρά στερεότυπα. Ανάμεσα στους ανθρώπους που τελικά μου μίλησαν ήταν κι ένας οργανοπαίκτης του κλαρίνου. Τον είχα γνωρίσει το μπαρ «Hobo» στο Χαλάνδρι –χρόνια τώρα δεν υπάρχει– όπου ο ιδιοκτήτης είχε την τολμηρή ιδέα να καθιερώσει βραδιές κλαρίνου. Οι οποίες είχαν αναπάντεχη επιτυχία.

Όμως ήταν φανερή η δύσκολη ζωή των καλλιτεχνών… Των «Αλβανών».

Το θυμήθηκα διαβάζοντας την εξαιρετική νουβέλα του Μιχάλη Μαλανδράκη «Patriot» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Άλλες εποχές βεβαίως, αλλά οι προκαταλήψεις δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμη και για ανθρώπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα και με την ιδιαίτερη πατρίδα τους διατηρούν απολύτως χαλαρές σχέσεις.

Όμως η νουβέλα αυτή, γραμμένη με τόσο ώριμο και ξεχωριστό τρόπο, με τόσο ζωντανή γλώσσα και εικόνες, δεν μένει μόνο στο θέμα των στερεοτύπων. Είναι σαν να μπαίνει μέσα στην ψυχή του νεαρού πρωταγωνιστή, που μια αναπάντεχη στροφή της τύχης θα τον φέρει από το πεζοδρόμιο στον λαμπερό κόσμο των νυχτερινών κέντρων.

Είναι όμως «τύχη»; Καθώς εξελίσσεται η ιστορία και ο ήρωας μπλέκεται στα δίχτυα μιας συνωμοσίας μόνο για «τύχη» δεν μοιάζει να είναι αυτό που του έχει συμβεί. Κι ας αγγίζει το όνειρο. Κι ας απογειώνεται κάποιες στιγμές, ειδικά όταν παίζει το κλαρίνο του που είναι κομμάτι της ψυχής του.

Νιώθεις λες και διαβάζεις ένα Ημερολόγιο ή ακούς μια εξομολόγηση. Πως δεν είναι μυθοπλασία, αλλά πραγματικότητα. Πρόκειται όμως για συγγραφικό επίτευγμα.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης, μόλις 24 ετών, σε αυτό το πρώτο του βιβλίο δείχνει συγγραφική ωριμότητα. Η ελπίδα και το στοίχημα είναι στο μέλλον να ξεπεράσει ακόμη και τον πήχη που ήδη έθεσε ψηλά…

Τι είναι αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο θέμα;
Η προσωπική επαφή με παιδιά που κατάγονται από την Αλβανία, όπως ο ήρωας της νουβέλας, και η παράλληλη παρατήρηση της παγιωμένης ρατσιστικής προδιάθεσης προς τους Αλβανούς. Είτε με ωμές πρακτικές, όπως επιθέσεις ακροδεξιών (υπόθεση Παναγιώτη Παντέμη), είτε μέσα από φαινομενικά αστεία και ειρωνικούς χαρακτηρισμούς.

Ο ήρωάς σας παίζει κλαρίνο και έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική. Έχετε κι εσείς κάποια σχέση με τη μουσική;
Πρακτική, απολύτως καμία. Η επιλογή του κλαρίνου έγινε γιατί θεωρείται παραδοσιακό όργανο και στις δύο χώρες (γενικότερα στα Βαλκάνια). Είναι δηλαδή ένα κοινό πολιτισμικό στοιχείο, μια από τις πολλές ομοιότητες των δύο χωρών. Επίσης, ήθελα ο ήρωας να προσπαθεί να πετύχει στη χώρα διαμονής του έχοντας ως μέσο ένα μουσικό όργανο, που ουσιαστικά έφερε από τη χώρα καταγωγής του.
Προσωπικά, η μόνη μου σχέση με τη μουσική, που ίσως φανερώνεται στο βιβλίο-νουβέλα, είναι η αγάπη για ορισμένα παλιά λαϊκά (κυρίως σε συνθέσεις Α. Πάνου) λίγα από τα οποία περιλαμβάνονται και στο βιβλίο. Και γι’ αυτό έχω να ευχαριστήσω τον πατέρα μου, που με έφερε σε επαφή μαζί τους ήδη από μικρότερη ηλικία.

«Η φαντασία είναι αρκετές φορές περισσότερο ικανή από όσο νομίζουμε»

Περιγράφετε πολύ πειστικά τον κόσμο της νύχτας. Κάνατε κάποια σχετική έρευνα;
Έρευνα έγινε, αλλά όχι διά ζώσης. Δεν έχω πάει ποτέ στα μπουζούκια. Φυσικά αντιδράσεις και συμπεριφορές έχω παρατηρήσει σε παρόμοιους χώρους διασκέδασης. Πάντως, θα ήθελα να αναφέρω πως και μέσα από συζητήσεις με συναδέλφους, παρατηρώ ότι ο φόβος μήπως αυτό που γράψουμε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είναι υπερβολικά μεγάλος, χωρίς να υπάρχει λόγος. Άλλωστε ο αναγνώστης ίσως να ανοίγει ένα βιβλίο για να βρει κάτι διαφορετικό από την πραγματικότητα. Επίσης, σημασία έχει οι εικόνες και οι περιγραφές σου να βγάζουν νόημα και να ταιριάζουν μες το πλαίσιο της ιστορίας, όχι έξω από αυτό. Καθώς και ότι η φαντασία είναι αρκετές φορές περισσότερο ικανή από όσο νομίζουμε.

Μπήκατε και μέσα στην ψυχή ενός ανθρώπου με δύο πατρίδες. Πόσο δύσκολο ήταν να πετύχετε να αποτυπώσετε με αυτόν τον τρόπο τα όσα αισθάνεται;
 Ξεκινώντας με το ότι δεν ξέρω καθόλου αν το πέτυχα, νομίζω πως προσπάθησα να εντάξω και να παρουσιάσω αυτόν τον εσωτερικό διχασμό μέσω της πλοκής. Δηλαδή, αφού επέλεξα να αφηγηθώ την ιστορία από την οπτική του ήρωα, σκέφτηκα ότι όπως κανείς πραγματικός χαρακτήρας δεν ξυπνάει το πρωί και δεν αρχίζει να απαγγέλει στον καθρέπτη τα προβλήματα που αντιμετωπίζει λόγω της καταγωγής του, αλλά αντίθετα αυτά φανερώνονται μέσα από συμπεριφορές και αλληλεπιδράσεις μεταξύ του κοινωνικού περίγυρου και του ατόμου, με τον ίδιο τρόπο προσπάθησα η τραγικότητα που κρύβει αυτή η ακροβασία στην ταυτότητα του ήρωα να ξεδιπλώνονται μέσω εμποδίων και κινδύνων που αποκαλύπτονται σταδιακά κατά τη διάρκεια της αφήγησης.

Θα μπορέσουν αυτοί οι δυο κόσμοι να συνυπάρξουν χωρίς προκαταλήψεις;
Νομίζω ότι οι προκαταλήψεις έχουν σφυρηλατηθεί σε βάθος χρόνου και είναι πια βαθιά ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία. Θεωρώ όμως ότι όσο περισσότερο αλληλεπιδρούν και έρχονται σε επαφή αυτοί οι «Δύο κόσμοι», τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες απαλοιφής τέτοιων προκαταλήψεων. Και πιστεύω ότι οι κόσμοι αυτοί συνυπάρχουν σήμερα περισσότερο από ποτέ σε σχολεία, πανεπιστήμια, εργασιακούς χώρους και παρέες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!