Πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 10 Σεπτέμβρη στην Κορσική η συνάντηση των ηγετών των 7 μεσογειακών χωρών της Ε.Ε. (Med 7). Συμμετείχαν Κύπρος, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Μάλτα. Αυτή τη φορά η συνάντηση κυριαρχήθηκε από τις εντάσεις που επικρατούν στη Ν.Α. Μεσόγειο και τις μεταναστευτικές ροές με αφορμή τα γεγονότα στη Μυτιλήνη. Υπό άλλες προϋποθέσεις, η συνεργασία των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου θα αποτελούσε γραμμή άμυνας στους καταναγκασμούς, οικονομικούς και γεωπολιτικούς, που επιβάλλει ο Βορράς υπό την ηγεμονία της Γερμανίας. Σήμερα όμως ο πολιτικός συσχετισμός, και κυρίως ο διχασμός της Ευρώπης που επεκτείνεται οριζόντια και κάθετα, και τα διαφορετικά συμφέροντα, προσεγγίσεις και στρατηγικές αδυνατίζουν και αδρανοποιούν κάθε τέτοια δυνατότητα.
Σε αυτή τη σύνοδο των 7 χωρών της Μεσογείου ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν ανακοίνωσε το σχέδιο του για μεσογειακή ειρήνη. Σύμφωνα με αυτό, η Γαλλία επιθυμεί «μια Μεσόγειο όπου θα υπάρχει μία πολιτική και εποικοδομητική αντιμετώπιση, μια μεσογειακή ειρήνη που θα επιτρέψει τις ανταλλαγές με αρμονικό τρόπο, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρχει σεβασμός για την κυριαρχία κάθε κράτους μέλους». Η γαλλική πολιτική βέβαια δεν πείθει για το σεβασμό της στην «κυριαρχία των κρατών». Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στη διάλυση της Λιβύης του Καντάφι, οι παρεμβάσεις της στη Συρία και στη Β. Αφρική είναι ορισμένα από τα πιο πρόσφατα σχετικά παραδείγματα. Η πολιτική Μακρόν αντιλαμβάνεται τις ευκαιρίες που προσφέρει η σχετική αδυναμία των ΗΠΑ να επιβάλλουν τις δικές τους επιλογές στην περιοχή, η οποία εκφράζεται κύρια με την αποστασιοποίησή τους, και αναζητεί όρους αναβάθμισης της γαλλικής παρουσίας σε Μ. Ανατολή και Β. Αφρική.
Τουρκικό εμπόδιο και ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις
Αυτή η πολιτική επιλογή εμποδίζεται από τα νεο-οθωμανικά οράματα της ερντογανικής Τουρκίας. Κυρίως, απειλείται από το σχέδιο αναβάθμισης της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη παγκόσμιου επιπέδου, με τάσεις αυτονόμησης και αδιαφορίας για τους σχεδιασμούς του Δυτικού κόσμου. Είναι ίσως αυτός ο λόγος που η Γαλλία διαφοροποιείται από το σχέδιο Μέρκελ για σύμπηξη ενός γερμανοτουρκικού άξονα με ζητούμενο τον (γερμανικό) έλεγχο της περιοχής. Άλλωστε ένας συνδυασμός παραγόντων (η παλαιότερη γαλλική παρουσία στην περιοχή, οι σημαντικές απώλειες που κατέγραψε στη μοιρασιά μετά τη διάλυση της Λιβύης, η σημαντική ανάπτυξη της ρωσικής επιρροής) πιέζουν τη Γαλλία να δοκιμάσει τον «δικό της δρόμο».
Η πολιτική Μακρόν αντιλαμβάνεται τις ευκαιρίες που προσφέρει η σχετική αδυναμία των ΗΠΑ να επιβάλλουν τις δικές τους επιλογές στην περιοχή, και αναζητεί όρους αναβάθμισης της γαλλικής παρουσίας
Ο δρόμος αυτός δεν μπορεί βέβαια να παρακάμψει εντελώς τις γερμανικές επιδιώξεις, μιας και τεράστια συμφέροντα κρίνονται από τους ανταγωνισμούς και συμφωνίες στο εσωτερικό της Ε.Ε. Έτσι, με τους περιορισμούς και τις ασάφειες που περικλείουν οι παλινδρομήσεις της ενδοευρωπαϊκής αντιπαράθεσης, η Γαλλία αναζητά τα όρια του στριμώγματος του τουρκικού επεκτατισμού ως προϋπόθεση επιτάχυνσης της πολιτικής της. Αυτή η επιλογή την φέρνει πιο κοντά σε Ελλάδα και Κύπρο. Η αυξημένη παρουσία της στην Κύπρο και η συζητούμενη σύναψη μιας σημαντικής στρατιωτικής συμφωνίας και συνδρομής με την Ελλάδα είναι τα πιο ορατά αποτελέσματα αυτών των επιλογών. Τι ευκαιρίες και τι κινδύνους περικλείει αυτή η πορεία των πραγμάτων;
Σύγκλιση, όχι ταύτιση συμφερόντων
Η Ελλάδα δεν συμμετέχει ως «ισότιμος εταίρος» στο γαλλικό σχέδιο επέκτασης σε Μ. Ανατολή και Β. Αφρική. Ούτε της ζητήθηκε κάτι τέτοιο, ούτε έχει τέτοιες φιλοδοξίες η ελληνική πολιτική και οικονομική ελίτ. Τσαλακωμένη από τη συνεχή μνημονιακή περιπέτεια, αγωνιά τώρα από τις πρόσθετες οικονομικές αναταράξεις της πανδημίας του κορωνοϊού. Παράλληλα αντιμετωπίζει την κλιμακούμενη επιθετικότητα της Άγκυρας παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κατευνασμού και παραχωρήσεων. Ο κίνδυνος ενός ολοκληρωτικού εξευτελισμού την οδηγεί στις αγκάλες του Μακρόν, παρά τις αφανείς και φανερές πιέσεις που δέχεται από Ουάσιγκτον και Βερολίνο.
Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις αντιφάσεις, η γαλλική πρόταση συνιστά μια ευκαιρία διαφυγής από κινδύνους που αφορούν την ίδια την υπόσταση της χώρας. Η εναντίωση της Γαλλίας στα επεκτατικά σχέδια της Άγκυρας, όπως και η καταγγελία του ΝΑΤΟ ως «εγκεφαλικά νεκρού», αποτελούν σημαντικές διαφοροποιήσεις εντός του κλαμπ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – που, αν αξιοποιηθούν, είναι δυνατό να ανακόψουν την επιθετικότητα της Τουρκίας και να αμβλύνουν τις πιέσεις που δέχονται σήμερα οι Σύριοι, οι Κούρδοι, οι Λίβυοι δίπλα στους Κύπριους και τους Έλληνες. Άλλωστε η πολιτική γίνεται με αυτά που έχεις, όχι με αυτά που θα ήθελες να έχεις…
Ευκαιρία, με αρκετά «αν»
Στην περίπτωσή μας, και αν ισχύσουν τα όσα διαρρέουν στο Τύπο και προτίθεται να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στην ΔΕΘ, θα ενισχυθεί σημαντικά η αμυντική ισχύς της χώρας με όπλα που διαφοροποιούνται από τις συνήθεις αμερικανικές αγορές. Η αποκατάσταση μιας ισορροπίας δυνάμεων αποτελεί παράγοντα αποτροπής των κινδύνων που συνιστά ο τουρκικός επεκτατισμός. Ταυτόχρονα, η συνομολόγηση στρατιωτικής συνδρομής ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα, αν τελικά δεν παραμείνει στα λόγια, είναι ικανή να παρακάμψει τη χρονική καθυστέρηση που συνεπάγεται κάθε εξοπλιστική συμφωνία.
Όλα αυτά συνιστούν μια ευκαιρία μόνο στο βαθμό που η Ελλάδα φανεί διατεθειμένη να την αξιοποιήσει. Και αξιοποίηση σημαίνει αποφασιστικότητα να χρησιμοποιεί κανείς το σύνολο των όπλων που διαθέτει, πολιτικών – διπλωματικών – στρατιωτικών, και όχι να τα επιδεικνύει ως πρόσθετη πρόφαση επίτευξης ενός «αξιοπρεπούς συμβιβασμού» με αντίτιμο την ικανοποίηση του άξονα Βρυξέλλες- Βερολίνο- Ουάσιγκτον…