Με το νέο του μυθιστόρημα «Ζωή στη στάχτη – Μέρες και νύχτες Τραπεζούντας» ο Μερκούριος Αυτζής μα μεταφέρει στον Πόντο κατά την πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του, που οδήγησε τελικά στη γενοκτονία και στον ξεριζωμό των Ελλήνων.
Μέσα από πραγματικές ιστορίες και με χρήση των πηγών και βιβλιογραφίας που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου ζωντανεύει με ξεχωριστό τρόπο μια ολόκληρη εποχή παρακολουθώντας τα πάθη μιας οικογένειας Ελλήνων που συμβαδίζουν με τα πάθη της Τραπεζούντας όπου κυρίως διαδραματίζεται η ιστορία.
Με πόνο ψυχής διαβάζει κανείς, γνωρίζοντας πως όσα αναφέρονται συνέβησαν στ’ αλήθεια κι ας είναι μυθιστόρημα. Κεντρικό πρόσωπο η γιαγιά της αφηγήτριας της ιστορίας που αφηγείται στην εγγονή της τα όσα συνέβησαν, θέλοντας να αφήσει ένα είδος ιστορικής διαθήκης λίγο πριν φύγει από τη ζωή.
Είναι γεγονός πως οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα δεν ήθελαν αν μιλούν γι’ αυτά. Συνήθως έπρεπε να φθάσουν στη δύση της ζωής τους για να νιώσουν πως οι μνήμες δεν πρέπει να χαθούν.
Δεν είναι όμως μόνο η πραγματική ιστορία που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό, αλλά και η αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα και οι πολύ δυνατοί χαρακτήρες που πλάθει.
Με τα όσα –ειδικά το τελευταίο διάστημα– πράττει η Τουρκία το βιβλίο γίνεται επίκαιρο αλλά και διδακτικό. Όσοι ποντάρουν σε υποχωρήσεις και «συμμάχους» για τη σωτηρία της χώρας, μάλλον δεν έχουν διδαχθεί τίποτα από την ιστορία…
«Ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας όχι μόνο κωφεύει αλλά και χαϊδεύει τη γείτονα και η επίσημη Ελλάδα διαχρονικά δεν έχει βοηθήσει αρκετά στην προσπάθεια που γίνεται από τους απανταχού Ποντίους για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας»
Πώς αποφάσισες να στραφείς στη «λογοτεχνία ενηλίκων» και μάλιστα με ένα τέτοιο θέμα;
Είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως η λογοτεχνία είναι μία και πως αυτό που διαχωρίζει τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους από τη λογοτεχνία για ενηλίκους είναι ο τρόπος γραφής. Επιπλέον με αυτό το μυθιστόρημα δεν θεωρώ πως έκανα κάποια στροφή, ούτε χρειάστηκε να το σκεφτώ για να αποφασίσω. Ο πυρήνας της ιστορίας αναπήδησε από μέσα μου όπως η λάβα από τα σπλάχνα της γης. Πώς; Ο Πόντος έγινε κομμάτι της ζωής μου από την πρώτη μέρα του έγγαμου βίου μου. Χάρη στη Σίσσυ, τη συνοδοιπόρο μου στη ζωή, που είναι γέννημα-θρέμμα Πόντια, και στην οικογένειά της λέξεις, φράσεις, παραδοσιακά εδέσματα, χωρατά, τραγούδια, γλέντια, χοροί, έγιναν στοιχεία της μύησής μου σ’ έναν κόσμο και μια κουλτούρα που ελάχιστα γνώριζα. Και ήταν αρκετά συχνές οι περιγραφές για τη γιαγιά της, την ηρωίδα του βιβλίου, και την πολυτάραχη ζωή της, που κάποιες φορές έπαιρναν μορφή αφήγησης. Με δυο λόγια το «Ζωή στη στάχτη – Μέρες και νύχτες Τραπεζούντας» κυοφορούνταν στην ψυχή και το μυαλό μου από καιρό και γεννήθηκε με τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω για να γίνει θυμίαμα εύοσμο στη μνήμη αυτής της γυναίκας που για μένα ήταν ηρωίδα, αλλά και στη μνήμη όλων όσοι τη συντρόφευσαν στη ζωή και έζησαν τα γεγονότα της γενοκτονίας και της προσφυγιάς.
Υπάρχουν κάποιες οικογενειακές καταβολές από τον Πόντο;
Το γενεαλογικό μου δέντρο έχει βαθιά τις ρίζες του στον κάμπο της Ημαθίας, συγκεκριμένα στην περιοχή ανάμεσα στη Βέροια και την Αλεξάνδρεια που ονομάζεται Ρουμλούκι (Ελληνότοπος). Είμαι δηλαδή ντόπιος και η γιαγιά μου όσο ζούσε έλεγε με καμάρι «Εμείς, γιε μου, είμαστε απ’ του Μεγαλέξανδρου το σόι». Η Σίσσυ μου όμως, όπως είπα και παραπάνω, έχει καταβολές και από τους δύο γονείς της από τον Πόντο. Από την Τραπεζούντα ο πατέρας της, από την Αμάσεια η μάνα.
Έχεις περιλάβει και πραγματικές ιστορίες στο βιβλίο σου;
Βεβαίως. Η ιστορία του βιβλίου, αν και προϊόν μυθοπλασίας, βασίζεται εξ ολοκλήρου σχεδόν σε αληθινά γεγονότα. Όπως αναφέρω στο οπισθόφυλλο, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της ζωής της Χρυσαυγής και πολλά από τα γεγονότα που περιγράφονται είναι παρμένα είτε από δικές της αφηγήσεις είτε από μαρτυρίες Ελλήνων της Τραπεζούντας και του Πόντου γενικότερα που τα έζησαν.
Υπήρξαν στιγμές που δεν άντεχες να συνεχίσεις, που η συγκίνηση σε ξεπερνούσε;
Ήταν πολλές οι φορές που υπερέβηκα τα όριά μου, που η εξιστόρηση των τραγικών γεγονότων μ’ έκανε να πονέσω και να λυγίσω. Θυμάμαι κάποια στιγμή είχα φορτιστεί τόσο πολύ συναισθηματικά που δεν άντεξα και ξέσπασα γοερά σε λυγμούς. Η Σίσσυ, η γυναίκα μου, που με είδε τρόμαξε. «Τι έπαθες;» μου λέει. «Εγώ; Τίποτα δεν έπαθα…» της απάντησα και κατάλαβε. Ήταν τότε που περιέγραφα με παραστατικότητα τις σκηνές με τον Νικηφόρο, τον μέλλοντα άντρα της Χρυσαυγής, που στην προσπάθειά του να γυρίσει στην πατρίδα μετά τη μάχη της Καλλίπολης για να σμίξει με την καλή του, περπάτησε εκατοντάδες χιλιόμετρα από τη Μαγνησία μέχρι την Τραπεζούντα διασχίζοντας βουνά και λαγκαδιές κι έγινε μάρτυρας γεγονότων τόσο σκληρών που δύσκολα αφηγείσαι. Όμως χαλάλι. Μέσ’ από τη συγκίνηση και τον πόνο ήρθε η γνώση και η λύτρωση. Και αυτά που το βιβλίο περιγράφει έγιναν φως των ματιών μου και σοδειά της καρδιάς μου.
Θεωρείς ότι η επίσημη Ελλάδα κάνει ό,τι πρέπει για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων;
Δεν έχει σημασία τι πιστεύω ή τι θεωρώ εγώ. Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Δυστυχώς, από τις 19 Μαΐου 1919, την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα και άρχισε η τελευταία και πιο σκληρή φάση της γενοκτονίας, μέχρι τώρα έχουν περάσει 103 χρόνια και αυτά που πετύχαμε στο ζήτημα αυτό είναι ψίχουλα. Ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας όχι μόνο κωφεύει αλλά και χαϊδεύει τη γείτονα και η επίσημη Ελλάδα διαχρονικά δεν έχει βοηθήσει αρκετά στην προσπάθεια που γίνεται από τους απανταχού Ποντίους για τη διεθνή αναγνώριση. Επιπλέον, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία μόλις το 1994 και μέχρι τώρα στα σχολικά βιβλία δεν έχει αναγραφεί η ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής. Συγκεκριμένα, το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού κάνει μια μικρή αναφορά στις πηγές. Έχουμε λοιπόν χρέος απέναντι στην ιστορία μας να ενώσουμε ως λαός τις δυνάμεις μας και με πρωτεργάτη το επίσημο κράτος να πετύχουμε αυτό που οι Αρμένιοι κατάφεραν πολλά χρόνια πριν.