Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Μακεδονία 1958. Παραμονές εκλογών. Ένας ποτοποιός από τη Θεσσαλονίκη με τον οδηγό του φορτηγού –βοηθό του– πηγαίνει από χωριό σε χωριό διαθέτοντας τα προϊόντα του σε μαγαζάτορες κάθε είδους. Ο Άγγελος Αυγουστίδης, στο Ούζο 44, το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος πριν λίγους μήνες, μέσα από την αφήγηση που καλύπτει αυτό το ολιγοήμερο ταξίδι, καταφέρνει να αποτυπώσει με εξαιρετικό τρόπο το κλίμα της εποχής.
Εμπνεόμενος από τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του πατέρα του συνθέτει, ένα πολύχρωμο πορτρέτο της εποχής, όπου δειλά -δειλά, μέσα σε ένα κλίμα τρομοκρατίας, φαίνεται να γεννιέται και πάλι η ελπίδα.
Οι διαδικασίες είναι υπόγειες, κρυφές, κάτω από τη μύτη «αρχών» και χαφιέδων οι μουδιασμένοι άνθρωποι της Δυτικής Μακεδονίας προσπαθούν να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους.
Πέρα από την ιστορική αποτύπωση της εποχής και την παρέλαση τύπων και χαρακτήρων, το βιβλίο χαρακτηρίζεται από την έντονη αίσθηση του χιούμορ, ενώ πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η αποτύπωση της σχέσης ενός προοδευτικού αφεντικού με τον υπάλληλό του.
Βεβαίως, έντονη είναι και η πολιτική διάσταση, ο αγώνας των ανθρώπων, η αγριότητα της καταστολής για όποιον «σηκώσει κεφάλι».
Πραγματικά όταν το κλείνεις θα ήθελες να διαβάσεις και για ένα επόμενο τέτοιο ταξίδι. Από τα πιο ενδιαφέροντα και γεμάτα Ελλάδα βιβλία που διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό
Το μυθιστόρημά σας είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Τι σας έκανε να διαλέξετε αυτή τη μορφή και όχι το ντοκουμέντο/μαρτυρία;
Πάντα μ’ άρεσε να γράφω, να γράφω ελεύθερα. Ήθελα επί τέλους να απαλλαχθώ από τον στενό κορσέ του επιστήμονα ιστορικού και του σοβαρού πολιτικού αναλυτή. Είμαι της γενιάς που γαλουχήθηκε από τον Μποστ και από το σοβαροφανές του περιτύλιγμα της γελοιότητας. Αν προσέξετε υπάρχει αρκετός Μποστ στο βιβλίο.
Το Ούζο 44 πήρε πολύ σταδιακά τη μορφή που έχει τώρα. Άρχισα με κάτι σημειώσεις που έκανα για τον πατέρα μου. Σιγά – σιγά συνειδητοποίησα ότι ο Αυγουστίνος ήταν προϊόν της εποχής του. Ζούσε στον κόσμο της Μικρασιατικής καταστροφής, του Πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου. Εκεί μπήκε στη μέση και το DNAτου ιστορικού και τελικά αποφάσισα, αντί για βιογραφία του Αυγουστίνου να κάνω ένα είδος βιογραφίας της Βόρειας Ελλάδας μέσω του φανταστικού ταξιδιού ενός, λίγο πολύ, φανταστικού Αυγουστίνου. Ήταν για μένα και ένας τρόπος να δείξω ποια επίδραση είχαν τα γνωστά ιστορικά γεγονότα στη ζωή των απλών ανθρώπων. Να παρουσιάσω δηλαδή την ιστορία μέσω της καθημερινότητας.
Πώς πήρατε την απόφαση να το γράψετε αυτή την περίοδο; Παίζει ρόλο η γενικότερη συγκυρία;
Όχι, καμία. Το σχέδιο το είχα από παλιά. Απλά με βοήθησε η συνταξιοδότησή μου, η ηρεμία τού να ζω μακριά από την Ελλάδα της κρίσης και η ηρεμία της Δημοτικής βιβλιοθήκης της πόλης Haarlem όπου ζω.
Διαλέγετε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική/ιστορική περίοδο, όταν η ΕΔΑ γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Η επιλογή είναι τυχαία. Μου χρειαζόταν μια προεκλογική περίοδος για να ασχοληθώ με το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα και η αγωνία των εκλογών για να χρησιμεύσει σαν συνδετικός κρίκος των διαφόρων διηγήσεων. Ήταν όμως και μια εποχή που θυμάμαι καλά γιατί πήγαινα συχνά με το φορτηγό στην επαρχία. Έτσι, οι εκλογές του 1958 μου ήρθαν κουτί. Θα μπορούσα όμως να διαλέξω και άλλες εκλογές. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα του 1958, του 1961 ή του 1956. Από το τέλος του Εμφυλίου, το 1949, μέχρι τους Συνταγματάρχες το 1967 το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα ήταν περίπου το ίδιο. Δημοκρατία στα χαρτιά, καταπιεστικό συντηρητικό καθεστώς στην πράξη. Αν και οφείλω να ομολογήσω ότι το πέρασμα από την καταπιεστική δημοκρατία στην πραγματική δικτατορία ήταν για μένα ένα σοκ που άλλαξε τη ζωή μου.
Εσείς ποια βιώματα έχετε πιο έντονα από την Ελλάδα εκείνης της εποχής;
Τη φτώχια των αγροτών και την έλλειψη ελευθερίας λόγου. Εκτός και ήσουν Δεξιός βέβαια. Θυμάμαι το «Ένας Μεταξάς μας χρειάζεται», όπου δεν τολμούσες να αντδράσεις, και τον πανικό στα μάτια της μάνας μου όταν της είπα μια φορά ότι το καλύτερο πολιτικό σύστημα –σύμφωνα με τον δάσκαλό μου– ήταν η δικτατορία. Αργότερα, αυτοεξόριστος στην Ολλανδία, προσπάθησα να καταλάβω τι συνέβη, πώς μπόρεσαν να επικρατήσουν τόσο εύκολα οι συνταγματάρχες. Το ερώτημα αυτό με ακολούθησε σε όλη μου την επιστημονική και επαγγελματική καριέρα, στην ύπαρξή μου σαν δημοκρατικός άνθρωπος. Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στο έλλειμμα δημοκρατίας στην Ελλάδα του 1949-67. Στο ότι ο κρατικός μηχανισμός διατήρησε σε θέσεις κλειδιά ακραία αντιδημοκρατικά στοιχεία. Στο ότι ο μπαμπούλας του κομμουνιστικού κινδύνου χρησιμοποιούνταν για να τορπιλιστεί κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού ή έστω και στοιχειώδους εκσυγχρονισμού. Βέβαια, αυτό δεν έγινε μόνο στην Ελλάδα. Η Λατινική Αμερική είναι το πιο τραγικό παράδειγμα.
Για μένα είναι πλέον σαφές: Δημοκρατία με εκπτώσεις και εξαιρέσεις, έστω και για «τα δικά μας παιδιά» δεν γίνεται και οδηγεί σιγά σιγά στην καταστροφή. Αυτό ισχύει για όλες τις καταστάσεις, ανεξάρτητα από ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία.
Η διαμονή σας στο εξωτερικό, τρέφει τη νοσταλγία; Θα επιστρέφατε;
Δεν νομίζω. Από το 1967 έζησα σε πέντε χώρες και έξι σπίτια, χωρίς να υπολογίζω τα άπειρα φοιτητικά. Βαρέθηκα τις μετακομίσεις. Επί πλέον, η νοσταλγία καταπολεμείται πλέον αποφασιστικά και από τα φθηνά αεροπορικά εισιτήρια.
Να περιμένουμε και άλλο μυθιστόρημα ή θα επιστρέψετε στην καθαρά ιστορική έρευνα;
Την καθαρά ιστορική έρευνα την βαρέθηκα. Ας ασχοληθούν οι νέοι ιστορικοί που είναι και πολύ καλύτεροι από μένα. Επίσης βαρέθηκα το «καθώς πρέπει». Προτιμώ να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου με την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την Τρόικα, το σκουριασμένο κράτος δικαίου. Πάλι κάτι γράφω λοιπόν, αλλά αμφιβάλλω αν είναι δημοσιεύσιμο. Πρώτον γιατί είναι τεράστιο, δεύτερον γιατί δεν ξέρω αν θα το τελειώσω ποτέ, τρίτον γιατί είναι μια σουρεαλιστική σάτιρα θρίλερ που δεν απευθύνεται σε «νοικοκυραίους».