Για τη νέα ταινία του Τάσσου Μπουλμέτη
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στην ταινία Νοτιάς, ο Τάσσος Μπουλμέτης, δημιουργός της πετυχημένης εμπορικά Πολίτικης Κουζίνας (2003), ξαναζωντανεύει την Αθήνα του ’60 και του ’70, με την ιστορία ενηλικίωσης ενός σκηνοθέτη, που τον ερμηνεύει ο όμορφος νεαρός ηθοποιός Γιάννης Νιάρρος.
Ο Σταύρος, που μόλις νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, ξεκινάει να πλάθει φανταστικές ιστορίες με ό,τι υλικό της εποχής τον εμπνέει, ενώ η θητεία του στο φωτογραφείο ενός οικογενειακού φίλου, που τον ερμηνεύει με γλυκύτητα ο Θέμης Πάνου, αποβαίνει καθοριστική για την εξέλιξή του σε σκηνοθέτη.
Σ’ αυτή την ημιβιογραφική ταινία, παράλληλα με την ιστορία του μικρού Σταύρου που αντρώνεται επί χούντας και είναι φοιτητής στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Μπουλμέτης χωράει στο πίσω πλάνο τη σύγχρονη Ιστορία του τόπου μας, από τη δικτατορία μέχρι τα πρώτα χρόνια της περίφημης αλλαγής του ΠΑΣΟΚ.
Σε παιχνιδιάρικη διάθεση, με αφορμή την ενασχόληση του ήρωα με τη φωτογραφία, ο σκηνοθέτης σκαρφίζεται ένα παιχνίδι σχετικά με την κατάρτιση ενός εκκολαπτόμενου σκηνοθέτη στην τεχνική της οπτικής, αραδιάζοντας τις υποτιθέμενες θεωριτικούρες της εποχής. Από τη μια, η πλανημένη θέαση της πραγματικότητας στην καπιταλιστική ιδεολογία, μέσα από την κινηματογραφική παραμόρφωση της χρήσης ευρυγώνιου φακού, έναντι του τηλεφακού, που προτείνει γωνία λήψης πιο κοντά στην ανθρώπινη οπτική, σε μια προσέγγιση με μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Αυτή η συρρίκνωση της αντίστασης του φοιτητικού κινήματος σ’ αυτού του τύπου τις ιδεολογικοπολιτικές διαμάχες υποβιβάζει, έστω και αθέλητα, τον αντιδικτατορικό αγώνα, για χάρη μιας νοσταλγικής παραμυθένιας οπτικής που στρεβλώνει ιστορικά γεγονότα, μάλιστα στη σημερινή περίοδο, που επιχειρείται η ιδεολογική αναθεώρηση της μεταπολίτευσης, μακριά από την πολιτική της διάσταση.
Η συγκινητική, σχεδόν παραμυθένια προσέγγιση του Μπουλμέτη στη διαμόρφωση ενός ονειροπόλου έφηβου, παραμένει σχετικά απλουστευτική, σε αντίθεση με την επίσης ημιβιογραφική γαλλική ταινία του 2013 Μετά το Μάη, του Ολιβιέ Ασαγιάς, που μαζί με τη νοσταλγία της ενηλικίωσης καταφέρνει να αποδώσει και το πολιτικό μήνυμα της φλεγόμενης εποχής του ’68. Ίσως ο Νοτιάς, που η αύρα του μαγνητίζει τον ήρωα του Μπουλμέτη, βρίσκεται περισσότερο κοντά στην παραμυθένια ψυχαγωγική ρομαντική κομεντί Σοκολά (2000) του Λάσε Χάλστρομ, που κινείται σ’ ένα μυθοπλαστικό παρόν μιας μεταπολεμικής Γαλλίας, μακριά από κάθε ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, με την ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας να επηρεάζεται εδώ από τον Βοριά. Μέσα από την ευγένεια των χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης επιδιώκει μια νοσταλγική ανθρωποκεντρική διάσταση, όπως στο Σινεμά ο Παράδεισος (1988), του Τζουζέπε Τορνατόρε, με ήρωα που ανδρώνεται στη μεταπολεμική φτωχική Σικελία και γίνεται κι αυτός σκηνοθέτης, αφού μυηθεί στον ονειρικό κόσμο του κινηματογράφου από την πατρική φιγούρα του προβολατζή του σινεμά.
Αδιαμφισβήτητα, ο Μπουλμέτης αποσπά άρτιες ερμηνείες από όλους ανεξαιρέτως τους ηθοποιούς, παλιούς και νέους, που πλαισιώνονται από την Μαρία Καλλιμάνη στο ρόλο της μητέρας, ενώ το μικρό ρόλο της κυρίας που διαβάζει τα μυστικά του καφέ ενσαρκώνει πολύ πειστικά η Ζωζώ Σαπουντζάκη.
Μέσα από τα ψηφιακά εφέ, αποδίδεται επίσης εξαιρετικά πετυχημένα το φαντασιακό σύμπαν του νεαρού πρωταγωνιστή, που μπερδεύει στην αχαλίνωτη φαντασία του το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, σε αναπαράσταση φθηνής εικονογράφησης σχολικών βιβλίων, με τις κινηματογραφικές υπερπαραγωγές και τις κιτς αρχαιοπρεπείς γιορτές της χουντικής προπαγάνδας.
Στα θετικά συγκαταλέγεται και η πρωτότυπη μουσική που συνέθεσε η Ευανθία Ρεμπούτσικα, πότε με ταγκό πινελιές σε ακορντεόν και πότε με λαϊκές πενιές, σε ηχόχρωμα μπουζουκιού.
Η εξαιρετικά προσεγμένη ενδυματολογική απόδοση της εποχής, με τους μυτερούς γιακάδες, τις καμπάνες και τις χρωματικές αποχρώσεις σε καφέ, μουσταρδί, μπορντό και πετρόλ, καθώς και η σκηνογραφία εσωτερικών χώρων, αλλά και η πιστή αναπαραστατική διαμόρφωση της στοάς με το φωτογραφικό στούντιο, όπου θήτευσε ο πρωταγωνιστής, δεν αποφεύγουν τη ρετρό νοσταλγική αισθητική καρτ ποστάλ, που απολαύσαμε στην Αμελί (2001), του Ζαν-Πιερ Ζενέ.
Στη μετά τον ιταλικό νεορεαλισμό εποχή, ο οραματιστής νοσταλγός Φελίνι απογείωσε τη μαγεία του σινεμά, μπολιασμένη με ψυχαναλυτική ειλικρίνεια, επιδιώκοντας να αποκωδικοποιήσει τις επιθυμίες του Εγώ, μέσα από την αναπαραστατική λειτουργία της μνήμης και των ονείρων, δημιουργώντας έναν ποιητικό ρεαλισμό. Στην πατρίδα μας, η μεταλαμπάδευση μιας στυλιζαρισμένης νοσταλγίας, κατά τα πρότυπα του Τορνατόρε, επικράτησε με το Πεθαμένο Λικέρ (1992) του Γιώργου Καρυπίδη, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη και το Peppermint (1999) του Κώστα Καπάκα. Το εισπρακτικό φαινόμενο της Πολίτικης Κουζίνας, λίγο αργότερα, με επιρροές και από το τούρκικο και αιγυπτιακό μελόδραμα του ’50, υπήρξε άλλο ένα προϊόν της προ Ολυμπιακών Αγώνων χαρακτηριστικής ζεμανφουτίστικης αισιοδοξίας. Ωστόσο, η συνέχιση αυτής της αλλοτινής ψυχαγωγικής διάστασης του σινεμά, ενδεχομένως να στερείται πλέον νοήματος, στη μνημονιακή εποχή της βουβής βίας.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])