Του Βασίλη Νομπιλάκη

Καθώς, διόλου τυχαία, η περιβόητη «κρίση» έχει επικρατήσει να θεωρείται πρωτίστως οικονομική, κληθήκαμε όλοι ξαφνικά να γίνουμε περίπου οικονομολόγοι και να εξοικειωθούμε, κακήν κακώς, με πλείστους εξωτικούς όρους (ενδεικτικά: spreads, PSI, «κούρεμα», πρωτογενές πλεόνασμα…) σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Οι συνέπειες του παραπάνω «αυτονόητου» ήταν, ως συνήθως, πολλαπλές. Αφενός, μέσω της αδιάλλακτης αυστηρότητας των αριθμών, αυτό που μας συνέβαινε αποκτούσε μια «αντικειμενική» διάσταση, όπου δεν χωρούσαν η αμφιβολία και η αμφισβήτηση. Αυτά είναι τα δεδομένα, κύριοι. Τέλος. Αφετέρου η πολιτική, ως η έλλογη εκείνη δραστηριότητα συμμετοχής στα κοινά που προσιδιάζει στους λεγόμενους πολίτες, όφειλε και επισήμως πλέον να αποσυρθεί στο παρασκήνιο: Το πρόβλημα παρουσιαζόταν ως τεχνικό και επομένως έπρεπε να το διαχειριστούν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, ήτοι τεχνοκράτες πολιτικοί και οικονομολόγοι. Εντέλει, το όλο ζήτημα μετατοπίστηκε βολικά σε ένα επιστημονικοφανές πεδίο, απ’ όπου η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου ήταν εξ αρχής εξοβελισμένη, καθώς δεν διέθετε πτυχίο (πόσο μάλλον διδακτορικό) στα οικονομικά.
Παράπλευρη απώλεια της όλης οικονομίστικης λαίλαπας ήταν ότι κάθε λόγος που δεν ένιωθε την ιερή υποχρέωση να ομνύει στους οικονομικούς δείκτες και να προσφέρει απτές, εφαρμόσιμες λύσεις, όφειλε ασμένως να συγκατανεύσει στη ρετσινιά αν όχι του «γραφικού», τουλάχιστον του «ιμπρεσιονιστικού». Λίγοι σκέφτηκαν, ωστόσο, ότι η εκπτώχευση που συντελέστηκε και εξακολουθεί να συντελείται στο επίπεδο των ιδεών ενδέχεται να είναι εξίσου σημαντική με την άλλη, την «υλική» – αν όχι σημαντικότερη. Έτσι, βρεθήκαμε στην περίεργη θέση να ξαναζούμε ανεστραμμένα την αιώνια επιστροφή του (πολύ) πρόσφατου παρελθόντος, με μόνη διαφορά ότι τη θέση της χαρωπής ελευθεριότητας του «καταναλώνω, άρα υπάρχω», καταλάμβαναν τώρα εντατικά μαθήματα προτεσταντικής ηθικής, σύμφωνα με τα οποία μόνο μέσα από τον πόνο και τις μετάνοιες θα επέλθει, εάν το θελήσουν οι Αγορές, η «σωτηρία».
Με άλλα λόγια, η οικονομική κατάρρευση, με όλα τα άλγη και την δυστυχία που επιφέρει, δεν αποτελεί παρά την τελευταία πράξη ενός δράματος, το οποίο αρχικά βιώθηκε ως «ελευθερία». Ή, καλύτερα, ως ζωτική απελευθέρωση από το πνιγηρό βάρος που κουβαλούσε ένα παρελθόν βαθιά σημαδεμένο από πολέμους, διχασμούς, πολιτική αστάθεια, ανέχεια και αυταρχισμό. Η απώθησή του οδήγησε σταδιακά στην άκριτη υιοθέτηση ενός καταναλωτικού μοντέλου ζωής, προερχόμενου από μια μυθοποιημένη «Δύση», το οποίο σταδιακά κάλυψε σχεδόν τα πάντα. Μόνο λαθρόβια κατάφερνε να επιβιώνει οτιδήποτε αυθεντικό εν μέσω της γενικευμένης επικράτησης μιας κάλπικης και δανεικής, όπως αποδείχθηκε, ευδαιμονίας. Όσο για την περίφημη «απελευθέρωση», αυτή δεν ήταν παρά η άλλη όψη μιας νέας τυραννίας, η οποία μετουσιώθηκε σε μια μακρά διαδικασία έκπτωσης όσων είχαν να κάνουν με τη σκέψη, τα γράμματα, τις τέχνες, τα ήθη. Τον πολιτισμό εν γένει.
Ίσως, λοιπόν, εκτός από την πολυπόθητη κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία απουσιάζει από τα μέρη μας με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο, να είναι εξίσου επιτακτικό να αποζητήσουμε επιτέλους μια συνάντηση με τον εαυτό μας όπως αυτός όντως είναι, αφού πρώτα σπάσουμε τους παραμορφωτικούς καθρέφτες του ναρκισσισμού και της θυματοποίησης. Είναι πιθανό αυτό που θα αντικρίσουμε να μη μας κολακεύει ιδιαίτερα. Όμως μονάχα έτσι υπάρχει περίπτωση να μάθουμε εάν διαθέτουμε την αρετή και την τόλμη να αναλάβουμε το βάρος της ευθύνης που μας αναλογεί. Και να πράξουμε αναλόγως.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!