Το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής δεν σου έκανε καρδιά να βγεις απ’ το σπίτι. Καταρχάς ήταν βράδυ Κυριακής, προοίμιο Δευτέρας και αποχαιρετισμός της σύντομης ψευδαίσθησης που οι πιτσιρικάδες κωδικοποιούν ως ΠΣΚ, είχε ποδόσφαιρο, και επιπλέον είχε αγιάζι, χειμωνιάτικο καιρό με ψιλόβροχο και κρύο αέρα. Υπήρχε, βέβαια, η πρόσκληση απ’ τον Ιλισό, μία διάλεξη του Παναγιώτη Νούτσου για το ρόλο των διανοουμένων σε εποχές κρίσης. Το κίνητρο υπήρχε. Όμως, υπήρχαν κι όλα τα άλλα. Επίσης, υπήρχε και το εξής: το θηριώδες γκάλοπ εκείνης της μέρας που έφερνε το 80% των Ελλήνων να συμφωνούν με το τείχος στον Έβρο.
Το σκεφτόσουν και σε έπιανε φόβος, κι αν βγω και με περιλάβουν (κατά λάθος βέβαια) τίποτα Μεγαλέξανδροι; Δεν βγαίνεις έτσι καλοπίχερα απ’ το σπίτι τη σήμερον. Όχι μόνο δεν βγαίνεις, αλλά εγκλωβίζεσαι όλο και περισσότερο. Νομίζω, είναι κοινή διαπίστωση ότι η οργή είναι χειρότερη απ’ το φόβο. Κάθε άλλο παρά εξεγείρει τους ανθρώπους. Εσωστρεφείς τους κάνει, τους κλείνει στο καβούκι τους, τους κάνει να πιστρώνονται στις ανασφάλειες και στα άγχη τους. Να γίνονται ξενοφοβικοί και ξένοι. Το σπίτι τους να γίνεται το μοναδικό καταφύγιο και η τηλεόραση -που εκείνη την ώρα, ας θυμηθούμε- έπαιζε ποδόσφαιρο, η εστία εκτόνωσης.
Παρ’ όλα αυτά, η ζαριά ρίχτηκε και έδειξε Νούτσο. Ιλισός και διανοούμενοι. Ας πάμε εκεί, ας βρούμε άλλη μια φορά τους πέντε-δέκα βαρεμένους σαν εμάς, κι ας προβληματιστούμε για αυτόν τον πληθυντικό που γίνεται ενυπόγραφος, όταν πρόκειται για κανέναν Παλαιστίδη, αλλά κρύβεται πίσω από ανώνυμους ενικούς, ο καθείς και η βολή του, όταν πρόκειται ας πούμε για την κρίση. Και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να προκαλέσει βαρυθυμιά, αλλά ας τη μοιραστούμε, τι έγινε;
Στο κάτω-κάτω είναι και μια ευκαιρία να ξαναμετρηθούμε. Αντέχουμε ακόμη; Θα τη βγάλουμε;
Με τέτοιες προκαταλήψεις φτάσαμε στο φιλοσοφικό καφενείο. Σύντομα, όμως, υποχρεωθήκαμε να βάλουμε το καλύτερο, το πιο ειλικρινές χαμόγελό μας. Κοιταζόμασταν και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Όχι, αυτή δεν ήταν η ευάριθμη παρέα κάποιων βαρεμένων! Ήταν 70-80 άτομα που, αψηφώντας τα προγνωστικά, αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες και το ποδόσφαιρο, βρέθηκαν εδώ, βρέθηκαν εν κοινωνία να δώσουν ένα μάθημα φιλοσοφίας. Γιατί το μάθημα εκείνη τη βραδιά ήταν η συμμετοχή. 70-80 νοματαίοι, όχι όλοι σπουδαγμένοι και μπασμένοι στα της διανόησης, ωστόσο με άποψη συγκροτημένη και όρεξη για συζήτηση, που κράτησε τουλάχιστον δυο ώρες. Και άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό στο αγιάζι. Υπάρχει ελπίδα…
Παρ’ όλα αυτά, η ζαριά ρίχτηκε και έδειξε Νούτσο. Ιλισός και διανοούμενοι. Ας πάμε εκεί, ας βρούμε άλλη μια φορά τους πέντε-δέκα βαρεμένους σαν εμάς, κι ας προβληματιστούμε για αυτόν τον πληθυντικό που γίνεται ενυπόγραφος, όταν πρόκειται για κανέναν Παλαιστίδη, αλλά κρύβεται πίσω από ανώνυμους ενικούς, ο καθείς και η βολή του, όταν πρόκειται ας πούμε για την κρίση. Και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να προκαλέσει βαρυθυμιά, αλλά ας τη μοιραστούμε, τι έγινε;
Στο κάτω-κάτω είναι και μια ευκαιρία να ξαναμετρηθούμε. Αντέχουμε ακόμη; Θα τη βγάλουμε;
Με τέτοιες προκαταλήψεις φτάσαμε στο φιλοσοφικό καφενείο. Σύντομα, όμως, υποχρεωθήκαμε να βάλουμε το καλύτερο, το πιο ειλικρινές χαμόγελό μας. Κοιταζόμασταν και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Όχι, αυτή δεν ήταν η ευάριθμη παρέα κάποιων βαρεμένων! Ήταν 70-80 άτομα που, αψηφώντας τα προγνωστικά, αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες και το ποδόσφαιρο, βρέθηκαν εδώ, βρέθηκαν εν κοινωνία να δώσουν ένα μάθημα φιλοσοφίας. Γιατί το μάθημα εκείνη τη βραδιά ήταν η συμμετοχή. 70-80 νοματαίοι, όχι όλοι σπουδαγμένοι και μπασμένοι στα της διανόησης, ωστόσο με άποψη συγκροτημένη και όρεξη για συζήτηση, που κράτησε τουλάχιστον δυο ώρες. Και άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό στο αγιάζι. Υπάρχει ελπίδα…
Λάμπρος Πολύζος
Σχόλια