Την Κυριακή 29 Απρίλη οργανώνεται με τον τίτλο «Let‘s do it Greece?» ημέρα πανελλαδικής εθελοντικής δράσης σχετικά με ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και οικολογίας. Μέχρι στιγμής έχουν δηλώσει συμμετοχή περίπου 4.300 φορείς και συλλογικότητες. Από σχολεία, τοπικές περιβαλλοντικές κινήσεις και πολιτιστικούς συλλόγους μέχρι προσκοπικές ομάδες, δήμους και επαγγελματικές ενώσεις. Υποχρέωση όλων αυτών να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε δράση επιθυμούν με τον εν λόγω γενικό χαρακτήρα. Από τον καθαρισμό κάποιας ακτής και τον καλλωπισμό μιας σχολικής αυλής μέχρι την ενημερώση των πολιτών και τη συλλογή ανακυκλώσιμων υλικών. Έχει ενδιαφέρον τόσο το πρόσημο αυτής της πρωτοβουλίας όσο και ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται. Κέντρικό της σύνθημα είναι το «Γίνε η αλλαγή που περιμένεις». Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν συντονισμό και μια ομπρέλα όλων των ξεχωριστών δράσεων, με τον ταυτόχρονο χαρακτήρα να δίνει μια αίγλη και μια εμβέλεια στο όλο εγχείρημα. Μια λεπτομερής περιήγηση στην ιστοσελίδα Let ‘s do it Greece έχει αρκετό ενδιαφέρον. Και μάλλον υπάρχουν πολλοί τρόποι για να σκεφτεί κανείς γύρω από τέτοιου είδους κινήσεις.
Μεγάλες καμπάνιες και εκστρατείες που θα στόχευαν στην προώθηση κάποιων στόχων, θα κινητοποιούσαν χιλιάδες ανθρώπους, θα δημιουργούσαν συνέργειες και οσμώσεις ανάμεσα σε διαφορετικές καταστάσεις. Όπως και στιγμές, διεργασίες και πρωτοβουλίες που σε διάφορους χώρους θα έθεταν το «κάτι παραπάνω». Γιατί όντως θα ήταν πολύ φτωχό όλα να τα επιλύει, να τα προωθεί ή να τα αναμένουμε από το όποιο κράτος
Μια πρώτη διάσταση είναι η ίδια η έννοια του εθελοντισμού. Εδώ μπορούν και πρέπει να ειπωθούν πολλά. Για το καθόλου ουδέτερο ιδεολογικό κλίμα του «όλοι έχουμε ευθύνη» που αποκρύπτει τους μεγάλους φταίχτες. Για το κράτος και την οικονομία του που αποσύρεται από κάθε υποχρέωση για να αναλάβουν οι πολίτες και οι ΜΚΟ. Για τον εθισμό στη δωρεάν εργασία που προσφέρεται σε συνθήκες ανεργίας. Για την αναζήτηση κατιτίς δημιουργικού σε συνθήκες «καψίματος». Για τον κατακερματισμό της κοινωνίας όπου κανείς δε νοείται να ασχοληθεί με κάτι πέρα από «εκεί που φτάνει το χέρι του». Για την συρρίκωκνωση του καθολικού προς ένα συλλογικό με μικρό εύρος αρμοδιοτήτων ή και συντεχνιακής κοπής. Για την προσδοκία κάποιας αυτονομίας και αυτεξούσιου σε συνθήκες όπου «τα πάντα κρίνονται αλλού». Για την «κακιά και σάπια πολιτική» σε σχέση με τους ικανούς, ειδικούς και άξιους. Για την αποτελεσματικότητα και το «εδώ και τώρα» σε σχέση με τη δέσμευση σε μια προοπτική.
Μια δεύτερη διάσταση αφορά την αντιφατικότητα αυτής της στάσης στις μέρες μας. Γιατί εθελοντισμό έχουν κατεξοχήν και η πολιτική δράση, τα κινήματα, η αλληλεγγύη. Κι όσο κι αν «by the book» μπορούμε να καταδείξουμε τις διαφορές, μιλώντας για τα υποκείμενα –βλ. τους πραγματικούς ανθρώπους– τα πράγματα δεν είναι εντελώς ξεκάθαρα. Η ανάγκη για συμμετοχή, για αυτενέργεια, για πράξη, για θετικότητα, για ανοιχτότητα, για προσωπική ευθύνη, για επιμέρους δράσεις, για να «αναγνωρίσεις κάπου τον εαυτό σου» ξεφυτρώνει σήμερα και εντός του κινηματικού και πολιτικού πεδίου. Για παράδειγμα, στους Αγανακτισμένους του 2011, η δημιουργία των ομάδων εργασίας και των θεματικών συνελεύσεων είχε μια κάποια σχέση με αυτή την ατμόσφαιρα. Το ότι αυτό είναι ενδεικτικό της μεταμοντέρνας κατάστασης είναι αλήθεια. Μα αυτό δε λύνει κάποιο πρόβλημα. Εκτός κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο θα την καταργήσουμε μαζί με τους ανθρώπους που την συγκροτούν.
Μια τρίτη πλευρά αφορά στο εάν αυτό που προβάλλεται ως λύση έχει τελικά κάποιο πραγματικό και ισχυρό αντίκτυπο. Αν δηλαδή υιοθετούσαμε την περιοριστική οπτική ότι «το αποτέλεσμα μετράει», πώς θα αξιολογούσαμε τέτοιες πρωτοβουλίες; Εν προκειμένω είναι σίγουρο ότι θα μαζευτούν εκατοντάδες τόνοι σκουπιδιών, ότι θα καθαρίσουν αρκετές περιοχές, ότι σε χιλιάδες μαθητές κάτι καλό θα μείνει ως οικολογική συνήθεια. Και όλα αυτά δεν είναι αδιάφορα. Ούτε για το πώς υπάρχουν οι κοινωνίες, ούτε για το πως πράττουν οι άνθρωποι, ούτε για τη συνείδηση που γεννιέται. Μα σήμερα ζούμε ένα παράδοξο που καθόλου παραδόξως αποσιωπάται. Άπειρες πρωτοβουλίες ξεφυτρώνουν για μια μεγάλη ποικιλία ζητημάτων. Δομές και ομάδες, καινοτομίες και πρότζεκτ, φορείς, πανεπιστήμια και συνεργασίες. Από την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι την εκπαίδευση και την κοινωνική αλληλεγγύη. Κι ας αφήσουμε τα πιο «επίσημα». Όσα δηλαδή πωλούν «ευαισθησία» και «προσφορά» κάθε τύπου για να ανταμειφθούν με μειωμένη φορολογία ή με χρηματοδότηση λόγω «κοινωνικής εταιρικής ευθύνης». Κι όμως η σούμα δείχνει ότι τα πράγματα χειροτερεύουν στους αντίστοιχους τομείς. Κι αυτό δεν μπορεί να μην απασχολεί. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα δεν μπορεί να είναι αδιάφορη η στήριξη της πρωτοβουλίας από το Υπουργείο Περιβάλλοντος κι Ενέργειας όσο και από το «The Mall». Δεν τους λες και φορείς οικολογικά ευαίσθητους…
Μια τέταρτη πλευρά αφορά τον τρόπο οργάνωσης αυτής της πρωτοβουλίας. Ίσως αρκετά στοιχεία θα μπορούσαν να ενταχθούν και σε μια άλλη πολιτική, σε ένα άλλο πλαίσιο. Μεγάλες καμπάνιες και εκστρατείες που θα στόχευαν στην προώθηση κάποιων στόχων, θα κινητοποιούσαν χιλιάδες ανθρώπους, θα δημιουργούσαν συνέργειες και οσμώσεις ανάμεσα σε διαφορετικές καταστάσεις. Όπως και στιγμές, διεργασίες και πρωτοβουλίες που σε διάφορους χώρους θα έθεταν το «κάτι παραπάνω». Γιατί όντως θα ήταν πολύ φτωχό όλα να τα επιλύει, να τα προωθεί ή να τα αναμένουμε από το όποιο κράτος. Μα σήμερα ζούμε μια διαστροφή. Ένα τέτοιο πλέγμα δράσεων (αν και πολλές εξ’ αυτών είναι διαδικτυακά φουσκωμένες…) κουμπώνει αλλά και νομιμοποιεί μια διαλυμένη κανονικότητα. Για παράδειγμα στο χώρο της εκπαίδευσης, όπου εργάζεται ο γράφων, έχουν αυξηθεί τα διάφορα προγράμματα ή οι συνεργασίες με εξωτερικούς φορείς και θεσμούς κ.ο.κ. Ακόμα και στην καλύτερη, χρησιμότερη και πιο αθώα εκδοχή αυτών, το πρόβλημα ξεκινά όταν ξεχνιέται η καθημερινότητα, η ρουτίνα, αυτό που θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι το κανονικό. Με άλλα λόγια, δε χρειάζεται κάποιο πολύ ειδικό πρόγραμμα για να αρχίσει κάποιο σχολείο ανακύκλωση, για να φυτέψει τον σχολικό κήπο, για να βάψει τους γκρίζους τοίχους ή για να μιλήσεις στα παιδιά για την υγιεινή. Αν και μάλλον το πιο βασικό είναι ότι πια πολλές από τις βασικές ανάγκες των σχολείων καλύπτονται από χορηγίες.
Εν κατακλείδι. Ζούμε μια συνεχιζόμενη φθορά και μια στρατηγική επίθεση στην Πολιτική και το Πολιτικό. Μια ΜΚΟποίηση της πολιτικής που όμως δεν αντιστρέφεται ούτε με κάποια επιστροφή σε κάποιο παλιό, καλό παρελθόν, ούτε με το ξόρκισμά της. Απέναντι στην ενσωματωτική διάσταση και τις ψευδαισθήσεις του εθελοντισμού, αναζητείται μια πιο πλούσια, σε περιεχόμενο και μορφές, εκδοχή της Πολιτικής και του Κινήματος. Γιατί αν εδώ εστιάσαμε στον εθελοντισμό, στην πραγματικότητα το φαινόμενο έχει μια πολύ πιο διευρυμένη και επικίνδυνη έκφραση. Γιατί τι άλλο συμβαίνει όταν οι ελίτ δεν δεσμεύονται από τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης; Όταν θεσμοί τύπου Τρόικας «νομοθετούν» και αποφασίζουν; Όταν κάθε είδους μαφίες επιβάλλουν με τη δύναμη και δίχως κανέναν έλεγχο ζώνες ακυβερνησίας και εξουσίας; Όταν οι γεωπολιτικές αναταράξεις μάς κάνουν να νιώθουμε μικροί και ανήμποροι;