Ο νέος λαϊκός ριζοσπαστισμός δίνει δινατότητες, αλλά…

Πιθανώς το πιο σημαντικό στοιχείο από την πανελλαδική έρευνα της Public Issue για τις πλατείες είναι αυτό που δείχνει πρόθεση συμμετοχής του 31% των ερωτηθέντων, πράγμα που με τη σχετική αναγωγή στον πληθυσμό –συμπεριλαμβανομένου στατιστικού λάθους +-3,5%- σημαίνει ότι από 2,5 έως 3,07 εκατ. Έλληνες πολίτες σκοπεύουν να συμμετάσχουν στις λαϊκές κινητοποιήσεις. Πρόκειται για πολίτες μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης, που περνούν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στην πλειονότητά τους και αυτοτοποθετούνται πολιτικά στο «τίποτε», «αριστερά» (41% και 17% αντίστοιχα) και «δεξιά», και σε μικρότερο ποσοστό στο ΠΑΣΟΚ και στο «κέντρο».

Τέλος της εποχής των απατών και των αυταπατών
Όσο μπορεί να είναι ασφαλές ένα τέτοιο εύρημα σε δείγμα 843 ατόμων, αποτελεί μια ένδειξη πως κινητοποιείται μια μεγάλη μερίδα της λαϊκής πλειοψηφίας (εργαζομένων κατά κύριο λόγο, ανέργων, αυτοαπασχολούμενων, επαγγελματιών) που αντιλαμβάνεται επώδυνα ότι τελείωσε η εποχή των απατών και των αυταπατών και χειραφετείται από τα κατεστημένα κόμματα εξουσίας. Η χειραφέτηση είναι προϊόν πολύχρονων σωρευτικών τάσεων επιδείνωσης της πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασής τους -όπως μπορεί να δει κανείς στην Ετήσια Έκθεση της VPRC για την Οικονομική και Κοινωνική Κατάσταση των Ελληνικών Νοικοκυριών το 2009 (3/2010, TVXS)- και της συνειδητοποίησης ότι είναι θύματα μιας οικονομικής και πολιτικής τάξης που απομυζά τον πλούτο του τόπου, έστω κι αν δεν το διατυπώνουν με τον «πολιτικά ορθό» τρόπο (αλλά ως προδότες, λαμόγια, κλέφτες). Στην Έκθεση της VPRC διαπιστώνεται ότι, το 2009, προ μέτρων Μνημονίου, εκατομμύρια άτομα δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα ούτε για μία εβδομάδα διακοπών το χρόνο, δεν διέθεταν την οικονομική δυνατότητα να τρώνε κάθε δεύτερη μέρα κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά ή να αντιμετωπίσουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες, όπως αυτές της υγείας, δυσκολεύονταν να πληρώσουν τους οικιακούς λογαριασμούς. Η μείωση των εισοδημάτων και κυρίως των πραγματικών μισθών επί πολλά χρόνια αποτελεί το «σκληρό πυρήνα» αυτής της επιδείνωσης. Μέσα σ’ αυτό το «περιβάλλον φτώχειας», οι επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους (που έβαλαν τέρμα στη φούσκα δανεισμού, που μέχρι τότε συγκάλυπτε τη μείωση του εισοδήματος), το Μνημόνιο και η σκληρή λιτότητα πέφτουν σαν πυρηνική βόμβα. Οι άνεργοι έχουν προσεγγίσει το 1 εκατομμύριο, οι μαγαζάτορες έχουν βάλει λουκέτο, οι μισθοί μειώθηκαν, οι συνταξιούχοι ζητιανεύουν φάρμακα στους φαρμακοποιούς της γειτονιάς. Και τότε έρχεται η επίγνωση: Τι στηρίζαμε τόσα χρόνια; Αυτό γίνεται εμφανές από την επαφή με τους ανθρώπους στις πλατείες και από τις τοποθετήσεις τους στις συνελεύσεις, που σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτοκριτικές.

Γιατί βρέθηκε μακριά;
Τίθεται το ερώτημα γιατί το οργανωμένο εργατικό, λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε να πλησιάσει όλο αυτόν τον κόσμο ή γιατί ο ίδιος δεν το προσέγγισε. Μια πρόχειρη απάντηση θα ήταν ότι η πασιφανής αποτυχία του Μνημονίου 1 και τα δεινά που βίωσε ο κόσμος, ένα χρόνο τώρα, το Μνημόνιο 2, το ότι σκοπεύουν να βγάλουν τη χώρα στο σφυρί για να πληρωθούν οι τοκογλύφοι αποτέλεσαν τις αιτίες που τον έβγαλαν απότομα στο δρόμο.
Όμως, η γενικευμένη αντισυνδικαλιστική και αντικομματική διάθεση που εκφράστηκε τις πρώτες ημέρες του Συντάγματος, και ακόμη διαρκεί, παραπέμπει σε μια διαφορετική εικόνα. Από τη μια, καταδεικνύει την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας, που θεωρεί ότι οποιαδήποτε οργανωμένη συνδικαλιστική ή πολιτική δράση είναι κατά τεκμήριο «καπέλωμα», και βρίσκει γόνιμο έδαφος στη δικαιολογημένη απέχθεια προς τον κυβερνητικό συνδικαλισμό των «κλαδικών» – προθάλαμο πολιτικής καριέρας και πλήρως αποτυχημένο στην υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων. Τμήματα του ανανεωτικού αριστερού συνδικαλισμού που επέδειξαν «νομιμοφροσύνη» προς τις κυβερνητικές συνδικαλιστικές ηγεσίες εισπράττουν την ίδια καταδίκη. Από την άλλη, αποκαλύπτει πόσο στενά μεταχειρίστηκαν και αριστερές δυνάμεις, που λέγονται συνεπείς, το συνδικαλισμό ως αναπαραγωγή της κομματικής τους επιρροής, εγκαταλείποντας σε πολλές περιπτώσεις μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, ενώ η διαμάχη στην Αριστερά, με τους όρους που συνήθως διεξάγεται, είχε κι αυτή τις επιπτώσεις της στη διαίρεση των εργαζομένων. Έτσι, το ακομμάτιστο και ακηδεμόνευτο του κινήματος των πλατειών μπορεί να ερμηνευθεί και ως αυθόρμητη απέχθεια προς πρακτικές που διαιρούν ανθρώπους με κοινά συμφέροντα βάσει του ιδιοτελούς «κομματισμού».

Οργανωμένο και αυθόρμητο
Αν η διάθεση για αντιμνημονιακή ενότητα και για την απαλλαγή από την πολιτική τάξη που ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση είναι το ελπιδοφόρο στοιχείο των πλατειών, δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει ως εξίσου ελπιδοφόρα τη γενική και ισοπεδωτική επιφύλαξη προς τα κόμματα και τα συνδικάτα, αν το κίνημα θεωρηθεί όχι με όρους αγανάκτησης αλλά κοινωνικών και ταξικών συσχετισμών. Και όχι μόνο γιατί έτσι λέει η θεωρία, αλλά γιατί η καλλιέργεια της επιφύλαξης προς την οργανωμένη δράση είναι το όχημα που ήδη χρησιμοποιείται για να περιοριστεί αυτή η συγκλονιστική λαϊκή κινητοποίηση στο πλαίσιο της διαμαρτυρίας, η οποία ταρακουνάει το πολιτικό σύστημα και πιθανώς μπορεί να το ανατρέψει. Το ζητούμενο όμως, είναι, αν δεν κάνουμε λάθος, να δοθεί φιλολαϊκή εναλλακτική λύση και όχι μια λύση που να προέρχεται από το ίδιο το σύστημα. Και η εναλλακτική λύση χρειάζεται συγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο. Το πολιτικό υποκείμενο δεν μπορεί παρά να είναι αυτό που ιστορικά ορίστηκε ως Αριστερά, και τούτες τις στιγμές κρίνεται αν οι σημερινοί οργανωμένοι φορείς τής όχι κατ’ όνομα Αριστεράς είναι ικανοί να βρουν τρόπους δημοκρατικούς για να εκφραστεί πολιτικά το καινούριο κοινωνικό κίνημα που γεννιέται.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι ερμηνείες και οι πρακτικές αριστερών δυνάμεων έναντι της ορμητικής εισόδου του λαού στην πολιτική είναι το λιγότερο αμφιλεγόμενες. Η αντιπαράθεση του οργανωμένου στο αυθόρμητο πολιτικά είναι εγκληματική, παίζει στο έδαφος του αντίπαλου, διευκολύνοντάς τον, αλλά και ακατανόητη, υπό την έννοια ότι πάντα υπάρχει μια τέτοια διελκυστίνδα ή και ένταση. Τα κοινωνικά ξεσπάσματα δεν ακολουθούν «οργανογράμματα», και όσοι το επιχείρησαν έσπασαν τα μούτρα τους. Οι αριστερές οργανώσεις οφείλουν να παίζουν ρόλο συντονισμού, πολιτικοποίησης, προγραμματικής ενοποίησης, να δίνουν τη μάχη των ιδεών, και, όποτε παραιτήθηκαν απ’ αυτό, καταποντίστηκαν. Τι μπορεί να εξυπηρετεί τούτη τη στιγμή η αντιπαραθετική προβολή της πολιτικής ανωτερότητας του οργανωμένου ή της πολιτικής πρωτοπορίας του αυθόρμητου εκτός από το να αναπαράγει τη διαίρεση «πρωτοπορίας-μάζας», στη μία περίπτωση, ή να αποδομεί την αναγκαιότητα του πολιτικού υποκειμένου, στην άλλη;
Και στις δύο περιπτώσεις οι φορείς αυτών των απόψεων επαναλαμβάνουν το ίδιο διαχρονικό λάθος: Διεκδικούν την ορθότητα της δικής τους «γραμμής»/ερμηνείας σε μια μεταξύ τους αναμέτρηση, τη στιγμή που κάθε αριστερός φορέας αναμετριέται κυρίως με τον εαυτό του: Θα μπορέσει να συμβάλει στη δημιουργία ενός πλατιού πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, που θα αρθρώσει προγραμματικά και πρακτικά τις σημερινές αναγκαιότητες και θα εκφράσει τη λαϊκή πλειοψηφία; Θα ανταποκριθεί σ’ αυτό που ζητάει ο κόσμος, θολά, ασαφώς ή πολιτικοποιημένα τώρα, μπροστά στη Βουλή; Το «Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από εδώ» είναι μια ισχυρή πολιτική θέση, αλλά έχει ένα «μετά».Ποιος και πώς θα καλύψει αυτό το «μετά»;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν προκύπτει αυθόρμητα από την κινηματική δράση ούτε μπορεί να δοθεί στο έδαφος του τι θεωρεί ο καθένας «αναγκαία προϋπόθεση» με βάση μια απόκρυφη λειτουργία ή σκοπιμότητα. Γράφοντας ο Ένγκελς τον πρόλογο στο έργο του Μαρξ Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, είκοσι χρόνια μετά την Κομμούνα του Παρισιού, κάνει μια σοφή παρατήρηση σχετικά με τους μπλανκιστές και τους προυντονικούς που είχαν εξουσία στην Κομμούνα: «Και στις δύο περιπτώσεις η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε… να κάνουν και οι δυο το αντίθετο από ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους» (Δ.Ε., σ. 572).
Οι προϋποθέσεις, λοιπόν, τίθενται από τις αναγκαιότητες και από τη βούληση και συμμετοχή του κόσμου ή, για να το πούμε αλλιώς, από το σύνολο των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών της εποχής. Ελάχιστο ρόλο παίζει το πώς φαντασιώνεται η Αριστερά τα πράγματα με τη «γενική απεργία», τη «λαϊκή εξουσία», τη «μεταπολίτευση του λαού» ή τα δόγματα του καταρρέοντος «ευρωπαϊσμού». Ξέρουμε πως κάθε δύναμη μπορεί να προβαίνει σε πλειοδοσία στόχων, αλλά να αποφεύγει τα επίδικα της εποχής που αφορούν το δημόσιο χρέος και τη στάση πληρωμών, την έξοδο από το ευρώ και ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, την αναδιανομή εισοδήματος, τη δημοκρατική συγκρότηση της κοινωνίας κ.λπ. όπως και να αποφεύγει, μέσω πολλαπλών συμμαχιών εκλογικών σκοπιμοτήτων, τη δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου με σοβαρές αξιώσεις εναλλακτικής λύσης, που θα ανοίγει δρόμους κοινωνικών ανατροπών. Όμως, αυτό ακριβώς καλείται να καλύψει η Αριστερά, και ο νέος λαϊκός ριζοσπαστισμός δίνει τέτοιες δυνατότητες. Η πράξη θα απαντήσει αν μπορεί.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!