του Θανάση Μουσόπουλου*

Στο εισαγωγικό κείμενό μας για τη Γενιά του Τριάντα είχαμε αναφερθεί στον Λίνο Πολίτη που για τη λογοτεχνία της περιόδου γράφει: «Ένας άλλος κόσμος, πλουσιότερος και βαθύτερος, αλλά και πιο υπεύθυνος και πιο τραγικός έρχεται να πάρει τη θέση του παλαιότερου της διάλυσης και της παρακμής» («Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας», 1969, σελ. 69).

Μετά τον Γ. Σεφέρη, Α. Εμπειρίκο, Ν. Εγγονόπουλο, Γ. Ρίτσο, Ν. Βρεττάκο και Ν. Γκάτσο, στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε, συνεχίζουμε με τον Κοσμά Πολίτη.

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Πάρη Ταβελούδη. Γεννήθηκε το 1888 στην Αθήνα. Όταν ήταν δυο χρονών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, μετά από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Από εκεί ξαναγύρισε στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ και ιδρυτικό μέλος της ΕΔΑ. Το 1961 έγινε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1973 μπήκε στον Ευαγγελισμό λόγω αναπνευστικής και καρδιακής ανεπάρκειας, και ένα χρόνο αργότερα ξαναμπήκε στον Ευαγγελισμό, όπου πέθανε.

Η πρώτη εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στον χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε με την έκδοση του «Λεμονοδάσους» (1930). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πάτρα έγραψε την «Eroica», που τιμήθηκε το 1939 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και έγινε κινηματογραφική ταινία. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο διηγήματος (1960 για την «Κορομηλιά») και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1964 για το «Στου Χατζηφράγκου»).

Ο Κοσμάς Πολίτης θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πεζογραφίας της γενιάς του ’30. Τα μυθιστορήματά του διακρίνονται για την εκφραστική τους λεπτότητα και μια έντονη λυρική διάθεση· είναι διαποτισμένα από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας. Το τελευταίο εξολοκλήρου σωζόμενο έργο του «Στου Χατζηφράγκου» έχει ως αφορμή τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη Σμύρνη και κατά κάποιο τρόπο συνοψίζει το σύνολο της δημιουργίας του. Από το 1942 και ως το θάνατό του το βασικό μέσο βιοπορισμού του ήταν οι μεταφράσεις (από το 1945-1946 εργάστηκε ως μεταφραστής στο Βρετανικό Συμβούλιο και στο περιοδικό «Ελληνοαγγλική Επιθεώρηση»).

Ύστερα από τον θάνατό του εκδόθηκε το μυθιστόρημα «Τέρμα», που ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να τελειώσει (Επιμέλεια: Αγνή Τσιότσου).

***

Τα τσερκένια

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» (1963). Στο έργο αυτό περιγράφονται με νοσταλγική διάθεση η ζωή και οι περιπέτειες μιας παρέας παιδιών σε μια γειτονιά (Στου Χατζηφράγκου) της Σμύρνης στις αρχές του 20ού αιώνα. (Τα τσερκένια = οι χαρταετοί)

Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα —ήτανε αντέτι— και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.

(*αντέτι: έθιμο *ταρλά (ταρλάς): οικόπεδο *κορωνίζανε: αιωρούνταν)

***

Eroica 

Η Νόρα Αναγνωστάκη σημειώνει ότι το μυθιστόρημα αυτό «δικαιωματικά είναι ο μαγικός χώρος της εφηβείας και των απεριόριστων ονείρων».

«Το Λοΐζο είχαμε να τον δούμε από την αρχή της περασμένης εβδομάδας. Η απουσία του τη μέρα εκείνη μάς ήταν ακατάληπτη. Στο σπίτι του, μας πληροφόρησαν πως πήγαινε σχολείο. Μα κάποιος από τους συμμαθητές του ορκίστηκε πως είχε μέρες να φανεί εκεί.

Το βράδυ της Τετάρτης, την ώρα που καθένας μελετούσε τα μαθήματά του, ο Σταύρος χτύπησε μια μια τις πόρτες κι έφερε τα νέα. Είδε τον αρχηγό. Παραγγέλνει σε όλους, αύριο Τσικνοπέφτη που το σχολείο είναι το απόγευμα κλειστό, να μαζευτούμε στο κάτω μέρος του Ψωμάλωνου, πίσω απ’ τον εμπορικό σταθμό. Θα κάνομε αγώνες. Στις τρεις η ώρα να βρισκόμαστε στη θέση μας, θα έρθουν και ο τάδε και ο τάδε. — Μα πώς, αυτοί δεν είναι της παρέας. — Τους κάλεσε ο Λοΐζος επειδή ο ένας είναι δυνατός στο πήδημα κι ο άλλος στο λιθάρι. — Πού ήταν ο Λοΐζος τόσες μέρες; — Δε μου ’πε…

— Τί σ’ ήθελε ο Σταύρος; ρώτησε τον Αλέκο η μητέρα του.

— Τίποτα, για κάποιο μάθημα…

Τώρα και λίγες μέρες η κυρία Κοδράτου τον έβλεπε κάπως χλωμό και αδυνατισμένο. Είχε μιλήσει σχετικά μ’ αυτό και στον πατέρα του. Συμφώνησαν και οι δύο πως πρέπει να περάσει τις διακοπές του Πάσχα στο κτήμα με τη θεία Φίλις, να ξεκουραστεί απ’ τα πολλά μαθήματα. Κάποια σκέψη έδειχνε να κυριεύει το μυαλό του Αλέκου. Στιγμές στιγμές έμενε αφηρημένος, μ’ ένα χαμένο ύφος, σα να μην ήταν ολότελα παρών.

Οι γονείς των παιδιών ανησυχούσαν και σε κάθε ύποπτο σημάδι. Το δυστύχημα του Αντρέα ήταν πολύ πρόσφατο και είχε κάνει τέτοια εντύπωση που σε κάθε ομιλία το θέμα τούτο ξαναρχότανε στη μέση. Ανακατεύτηκαν και οι εφημερίδες. Από την πρώτη μέρα η μία έκανε υπαινιγμό για τους ορούς —για τον αντιτετανικό προπάντων πως η χρησιμότητά του δεν είναι αποδειγμένη: “απ’ εναντίας, η διείσδυσις των μικροβίων, έστω καλλιεργημένων, εν τω οργανισμώ…”— και ο φαρμακοποιός του Ιπποκένταυρου έλεγε σ’ όποιον ήθελε ν’ ακούσει πως αυτός προσωπικά έφερε αντιρρήσεις αλλά μια και είχε διατάξει ο γιατρός… Ξεδίπλωνε αμέσως την εφημερίδα και έδειχνε το άρθρο: — Το λέει καθαρά… Ξέρετε βέβαια ποιός το ’γραψε. Ναι, ναι, αυτός που υποθέτετε. Μη με βιάζετε να αποκαλύψω τ’ όνομά του, καταλαβαίνετε, μυστικό επαγγελματικό… Αφήστε δα που έσπασαν το τζάμι της βιτρίνας — για ποιά αιτία σάς παρακαλώ; Και η Αστυνομία;… Ο δράστης — ποιός είναι ο δράστης;»

***

Κάποιες ωραίες διατυπώσεις του Κοσμά Πολίτη δείχνουν τον άνθρωπο:

  • Η αγάπη του Θεού αρχίζει από την αγάπη του ανθρώπου.
  • Αν υπάρχουν αφεντάδες, είναι γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να ‘ναι δούλοι.
  • Η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός του εαυτού σου, είναι κι αυτό μια θετική ανθρώπινη ευτυχία.

Στην επόμενη ενότητα θα προσεγγίσουμε τον Γιώργο Θεοτοκά.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!