του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου
1. Στο επίκεντρο της συζήτησης για τις ανατροπές της κανονικότητας σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που προκάλεσε η πανδημία του κορωναϊού, βρίσκεται ο δραστικός περιορισμός μιας σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών και της Δημοκρατίας. Η έκκληση-σύνθημα «μείνετε στο σπίτι», το διαβόητο Lockdown, συμπυκνώνει με δραματική ενάργεια την ένταση και την έκταση των ανατροπών στο κρίσιμο αυτό πεδίο αστικοδημοκρατικού νομικού πολιτισμού. Ο φόβος, ότι η νέα αυτή «κανονικότητα» μπορεί να αναπτύξει μία μετακορωναϊκή δυναμική, ενισχύοντας την ήδη εν εξελίξει ευρισκόμενη και με όχημα την ψηφιακή τεχνολογία τάση για μια γενικευμένη ολοκληρωτική επιτήρηση, για μια τεχνοκρατική αυταρχική διακυβέρνηση, είναι διάχυτος και αποτυπώνεται σε σειρά δημοσιευμάτων στον ευρωπαϊκό τύπο (βλ. ενδεικτικά Martin Behrens, Virus frisst Demokratie, www.heise_de/tp/features/Virus-frisst_Demokratie-4703519.html)
Χαρακτηριστικές, εξάλλου, για το δημιουργηθέν κλίμα φόβου, που μεγεθύνεται μέσω της υποδαύλισής του από ΜΜΕ, είναι οι δηλώσεις του Agamben, που έσπευσε ήδη από το τέλος Φεβρουαρίου να χαρακτηρίσει τα επιβληθέντα στην Ιταλία μέτρα ως οδηγούντα στη μετατροπή μιας κατάστασης εξαίρεσης σε βιοπολιτική κανονικότητα (βλ. Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Η κατάσταση εξαίρεσης προκαλούμενη από μία αδικαιολόγητη έκτακτη ανάγκη, www.toperiodiko.gr.τζορτζιο-αγκάμπεν-κορονοϊός-2/#.xr-xh2sg-yhA, 10/03/2020). Βεβαίως η εξέλιξη του κορωναϊού δεν φαίνεται να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της πανδημίας ως απλής επιδημίας. Η παρατήρηση ωστόσο αυτή δεν διασκεδάζει τους φόβους για μετάβαση σε μία νέα κανονικότητα. Πολλώ μάλλον αν ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος συχνής εμφάνισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Εκείνο που πάντως εντυπωσιάζει στην περίπτωση της παρούσας πανδημίας είναι το γεγονός ότι η ανάγκη προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος στην υγεία δεν υπερίσχυσε απλώς της ανάγκης προστασίας μιας σειράς άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Πολύ περισσότερο, αξιώνοντας προτεραιότητα και έναντι της διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας της οικονομίας, απετέλεσε μία πρωτόγνωρη, καιοφανή όσο και «παράδοξη», αλλά όχι ανεξήγητη, και πάντως «προσωρινής ισχύος», ανατροπή της σχέσης οικονομικής βάσης και του θεσμικού εποικοδομήματος υπέρ του τελευταίου.
Ανεξαρτήτως των επιπτώσεων της πανδημίας στην περαιτέρω πορεία του κλυδωνιζόμενου ήδη από πολλαπλές κρίσεις καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της ικανότητας απορρόφησης των ποικίλων κραδασμών και αξιοποίησης της «δημιουργικής καταστροφής», τα προκληθέντα και βιωνόμενα ήδη οικονομικά, πολιτικά, νομικά και κοινωνικά προβλήματα είναι πολλά, καινοφανή και πολύπλοκα. Απαιτούν δε επισταμένη διερεύνηση. Πολλώ μάλλον, καθώς η κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού βρίσκεται σε οριακό επίπεδο. Είναι έτσι χαρακτηριστικό ότι η διεξαγόμενη στην Ευρώπη σχετική συζήτηση δεν περιορίζεται στο ζήτημα του μεταδημοκρατικού εκφυλισμού και της μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας. Πολύ περισσότερο επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα, αν και κατά πόσο είναι βιώσιμη η σχέση έντασης καπιταλισμού και δημοκρατίας ή, «ως παρά φύσιν και τελολογίαν», είναι ιστορικά καταδικασμένη σε οριστική ρήξη (βλ. χαρακτηριστικά τους συλλογικούς τόμους Α (2014) και Β (2015) με τίτλο Δημοκρατία ή Καπιταλισμός. Η δημοκρατία σε κρίση).
2. Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που ανέδειξε η πανδημία και, μολονότι συνδέεται με την ευρύτερη προβληματική της δημοκρατίας, δεν έτυχε, ιδίως στη χώρα μας, της δέουσας προσοχής, είναι η δεσπόζουσα θέση των ειδημόνων (λοιμωξιολόγων, ιολόγων, επιδημιολόγων και συναφών ειδικών) στη χάραξη της πολιτικής αντιμετώπισής της και επιλογής των αναγκαίων μέτρων. Εντυπωσιακή δε, όσο και καθοριστική της ευρύτατης απήχησης και αποδοχής των θέσεων και εντολών των ειδικών, είναι η παρουσία του προσηνούς και μειλίχιου, αποπνέοντος εμπιστοσύνη και ασκούντος μία «διακριτική γοητεία» «εθνικού λοιμωξιολόγου», ο οποίος πρωταγωνιστεί στην καθημερινή ενημερωτική εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης. Δίπλα του, βεβαίως, ο πολιτικός εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ο οποίος με ύφος «βλοσυρό» και αποφασιστικό, πλήρως εναρμονισμένος με τις υποδείξεις των ειδικών, μη αρκούμενος στην ενίσχυση της ιδεολογικής νομιμοποίησης των τεχνοκρατικών επιλογών, κραδαίνει, καλού-κακού, τη «σπάθα» του καταναγκασμού μέσω της απειλής κυρώσεων κατά των επίδοξων απείθαρχων και άτακτων πολιτών. Η επιτροπή των ειδικών, όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες έκτακτες περιστάσεις, καλείται ως συμβουλευτικό όργανο να διατυπώσει τις επιστημονικά τεκμηριωμένες, μη δεσμευτικές προτάσεις του στην κυβέρνηση, η οποία και νομιμοποιείται πολιτικά να τις δεχτεί ή να τις απορρίψει. Ωστόσο η εντύπωση που επικρατεί, όχι αδίκως, είναι ότι η κυβέρνηση, πεισθείσα από τον όλο σχεδιασμό και την «ορθολογικότητα» των προταθέντων μέτρων και λόγω του επείγοντος του πράγματος τα υιοθέτησε ανεπιφυλάκτως, προσφέροντάς τους την αναγκαία πολιτική νομιμοποίηση.
3. Ωστόσο, ενώ η εμπιστοσύνη στους ειδικούς είναι ευρύτατη, η δε εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων είτε λόγω πειστικότητας είτε κυρίως λόγω φόβου και καταναγκασμού, είναι σχεδόν καθολική, σύγχυση, αβεβαιότητα και ανησυχία προκαλούν η διάσταση απόψεων, η ασάφεια, οι παλινωδίες ή και οι αντιφάσεις σχετικά με κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η χρήση μασκών και γαντιών, ο τρόπος κλιμάκωσης της επανόδου στην κανονικότητα, η προστασία των ευπαθών ομάδων, η εκτίμηση των δεικτών Rο και Rt, η δραστικότητα των ήδη χορηγούμενων φαρμάκων, κ.λπ. Η σύγχυση αυτή επιτείνεται από την «καθημερινή παρέλαση» ειδικών και μη ειδικών ιατρών και τις συχνές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις.
Το φαινόμενο αυτό, που φαίνεται να σχετικοποιεί σημαντικά την αυθεντία των ειδικών και την αποτελεσματικότητα ορισμένων μέτρων, είναι, βεβαίως, σε σημαντικό βαθμό σύμφυτο με την επιστημονική έρευνα, που δεν νοείται χωρίς διαστάσεις γνωμών, παλινδρομήσεις, επιτυχίες και αποτυχίες. Ωστόσο, πέραν από τον δημιουργικό επιστημονικό πλουραλισμό, συχνά στην έρευνα υπεισέρχονται προσωπικές αντιζηλίες ή αντιπαλότητες, κυρίως όμως πολιτικές σκοπιμότητες και οικονομικά συμφέροντα. Καθώς η τεχνοεπιστήμη, εντασσόμενη σε μια εξόχως ανταγωνιστική, καπιταλιστική κοινωνία, όπου κυριαρχούν τα οικονομικά συμφέροντα πολυεθνικών ομίλων και ευδοκιμούν η διαπλοκή και η διαφθορά (τρανό παράδειγμα η περίπτωση της Novartis), κινδυνεύει να χάσει την «καθαρότητα» και την «αγνότητά» της, είναι επόμενο ο εκφερόμενος από τους ειδικούς επιστήμονες τεχνοκρατικός λόγος να υφίσταται σημαντικό πλήγμα στην νομιμοποιητική του βάση που είναι ο «εργαλειακός ορθολογισμός». Τούτο δε καθώς οι προταθείσες λύσεις είναι πολύ πιθανό να μην είναι γνήσιο προϊόν ενός πλουραλιστικά διαμορφωμένου και αυθεντικού ορθολογισμού, αλλά αποτέλεσμα πολιτικής ή οικονομικής επιρροής ή και εξάρτησης.
Ένα ακραίο, εμφανιζόμενο ιδίως σε καταστάσεις κρίσεων, κυρίως οικονομικών, παράδειγμα «οικονομικοπολιτικά στρατευμένου» επιστημονικού λόγου αποτελεί η εμφανιζόμενη ως ΤΙΝΑ «τεχνοκρατική-ριζοσπαστική λογική της αγοράς»
Ένα ακραίο, εμφανιζόμενο ιδίως σε καταστάσεις κρίσεων, κυρίως οικονομικών, παράδειγμα «οικονομικοπολιτικά στρατευμένου» επιστημονικού λόγου αποτελεί η εμφανιζόμενη ως ΤΙΝΑ «τεχνοκρατική-ριζοσπαστική λογική της αγοράς», η οποία δέσποσε κατά την, ακολουθήσασα την κατάρρευση της Lehman Brothers, οικονομική κρίση στην Ευρώπη και η οποία εξακολουθεί να καθορίζει σημαντικά την πολιτική και τις αποφάσεις του «τεχνοκρατικού ευρωϊερατείου» σχετικά με την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωναϊού. Οι κυβερνήσεις Monti και Παπαδήμου αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτυχημένης εφαρμογής μιας τέτοιας τεχνοκρατικής λογικής (βλ. σχετικά Στρέεκ, σε: Δημοκρατία ή καπιταλισμός, τ. Α, σ. 173).
4. Οι παραπάνω σκέψεις δεν υπονοούν ούτε υπαινίσσονται βεβαίως την ύπαρξη έστω κάποιας υπόνοιας οικονομικοπολιτικής επιρροής στην παρέμβαση των ειδικών στις σχετικές αποφάσεις της κυβέρνησης και στον όλο σχεδιασμό της αντικορωναϊκής πολιτικής, η οποία υπήρξε στον τομέα προστασίας της υγείας ομολογουμένως επιτυχής, όπως φαίνεται από τον δραστικό περιορισμό της μεταδοτικότητας του ιού και των θανατηφόρων κρουσμάτων. Στο αποτέλεσμα αυτό φαίνεται να συνέβαλε και το γεγονός ότι οι προτάσεις προς την κυβέρνηση υπήρξαν πιθανότατα προϊόν μιας ισορροπημένης ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των μελών της ειδικής επιτροπής των λοιμωξιολόγων και όχι μονομερούς επιβολής. Ωστόσο στη θέση αυτή πρέπει να επισημανθεί ένα σύνηθες, αν όχι εγγενές, ελάττωμα των σχετικών επιτροπών. Πρόκειται για τη σύνθεσή τους βασικά, αν όχι αποκλειστικά, από επιστήμονες, των οποίων η ειδίκευση τους καθιστά αρμόδιους για την αντιμετώπιση της κατάστασης ανάγκης, όπως εν προκειμένω είναι οι λοιμωξιολόγοι, οι επιδημιολόγοι και οι εκπρόσωποι συναφών ιατρικών ειδικοτήτων (π.χ. πνευμονολόγοι). Ωστόσο, καθώς οι προτάσεις γενικότερα των ειδικών και η τυχόν υιοθέτησή τους από την κυβέρνηση έχουν πολλαπλές επιπτώσεις, συχνά δραματικές –όπως συμβαίνει στην επίμαχη περίπτωση‒ στη ζωή των ανθρώπων και την κοινωνία, πρέπει τα επίμαχα ζητήματα και οι σχετικές προτάσεις να είναι αντικείμενο διεπιστημονικής προσέγγισης και συζήτησης. Πιο συγκεκριμένα ο ειδικός επιστημονικός λόγος πρέπει να εμπλουτίζεται και συνακόλουθα να ενισχύει την τεχνοκρατική νομιμοποίησή του μέσω της συμμετοχής στον σχετικό διάλογο εκπροσώπων των οικονομικών, κοινωνικών και πνευματικών επιστημών (κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, πολιτειολόγων, νομικών, κ.λπ). Ο εμπλουτισμός αυτός επιβάλλεται και για το λόγο ότι οι επιστήμονες αυτοί έχουν από τη φύση του γνωστικού τους αντικειμένου σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό αναπτυγμένη την ικανότητα κριτικής και αυτοκριτικής, καθώς και επίγνωσης του μη αξιολογικά ουδέτερου χαρακτήρα και της πολιτικής ευθύνης και της επιστήμης. Πολλώ μάλλον καθώς το γεγονός ότι οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται υπό την ισχυρή επιρροή του αστερισμού της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης προσδίδει ιδιαίτερη ισχύ, αίγλη και γοητεία στους διακόνους των θετικών επιστημών, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει και την έπαρση, τον ελιτισμό και την αυθεντία τους.
Βεβαίως, ο συχνά επείγων χαρακτήρας της αντιμετώπισης μιας έκτακτης ανάγκης καθιστά δυσχερή μεν, αλλά δεν αποκλείει τη συμμετοχή και των μη κατ’ εξοχήν ειδικών από τη σχετική συζήτηση. Πάντως, οι ανάγκες έγκαιρης προετοιμασίας και αποτελεσματικής πρόληψης επιβάλλουν η συγκρότηση της επιτροπής να μην γίνεται ad hoc, όταν ανακύψει το πρόβλημα, αλλά, ως αναγκαίο συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης, να υπάρχει ήδη και να λειτουργεί σε μόνιμη θεσμική βάση (χαρακτηριστική για την ανάγκη διεπιστημονικού εμπλουτισμού των οικείων επιτροπών είναι η γνωμοδότηση της γερμανικής Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών Leopoldina, από 13-4-2020, www.leopoldina_org/uplands/tx_leopublication/2020_04_13_Coronavirus).
Κατόπιν αυτών, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι στο αντικείμενο της διεξαγόμενης στην Ευρώπη κριτικής συζήτησης για τη δραστική παρέμβαση των μέτρων αντιμετώπισης του κορωναϊού στα θεμελιώδη δικαιώματα και τη Δημοκρατία εντάσσεται και το ζήτημα του πρωταγωνιστικού ρόλου των λοιμωξιολόγων. Είναι έτσι ενδεικτική η κριτική που ασκεί ο καθηγητής ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ειδικευμένος σε θέματα Δημοκρατίας, Paul Nolte στη μονόπλευρη, απειλητική για τη δημοκρατία θέση, ισχύος των ιολόγων. Όπως δε τονίζει σκωπτικά, «δεν έχουμε ανάγκη έναν ιολόγο ως Καγκελάριο» (εννοεί τον «Γερμανό Τσιόδρα», καθηγητή ιολογίας Christian Drosten. Βλ. συνέντευξή του στην εφημερίδα Frankfurter Rundschau, στις 29/03/2020, www.fr.de/politik/corona-krise-Gefahr-Demokratie).
Ενδεικτικός της απομάγευσης της τεχνοκρατικής αυθεντίας και ορθολογικότητας του ευρωϊερατείου των Βρυξελλών είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας και των συνεπειών της και η ουσιαστική μετακύλιση της ευθύνης αντιμετώπισής της στα εθνικά κράτη, ανεξαρτήτως μάλιστα κοινωνικής και οικονομικής τους κατάστασης
5. Οι προηγηθείσες παρατηρήσεις δεν θέτουν βεβαίως υπό αμφισβήτηση τον κρίσιμο ρόλο των ειδικών και της γνώσης στην εκλογίκευση και αποτελεσματικοποίηση της πολιτικής διαδικασίας ούτε αποκλείουν μία διαλεκτική δημιουργική συνεύρεση μεταξύ αστικής δημοκρατίας και τεχνοκρατίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο δημοκρατικός καπιταλισμός θα αποδειχθεί βιώσιμος. Η υπερβολική ωστόσο επίδειξη δύναμης των ειδημόνων με αφορμή την έκτακτη ανάγκη αντιμετώπισης της πανδημίας και της καθοριστικής παρέμβασής τους στη διαμόρφωση της πολιτικής προστασίας της υγείας, όχι μόνο στη χώρα μας, προσέφερε μία σημαντική ευκαιρία να καταδειχτεί η διαχρονική επικαιρότητα της σχέσης έντασης δημοκρατίας και τεχνοκρατίας. Πρόκειται βασικά για το κρίσιμο ζήτημα, αν και κατά πόσο η προϊούσα παρέμβαση των τεχνοκρατών στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή η επιστημονικοποίηση της πολιτικής, ωφελεί μέσω του εξορθολογισμού και της αποτελεσματικοποίησης ή βλάπτει, υποβαθμίζει και τελικά οδηγεί σε αναίρεση της πεμπτουσίας της Πολιτικής που είναι η δημοκρατική νομιμοποίησή της. Πιο συγκεκριμένα ερωτάται, αν και κατά πόσον η υποσχόμενη ορθολογικότητα και αποτελεσματικότητα μπορεί να υποκαταστήσει ή και αντικαταστήσει τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία και να οδηγήσει έτσι στην αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος (βλ. ενδεικτικά Rickert, Technokratie und Demokratie, 1983).
6. Στη θέση αυτή δεν είναι δυνατή βεβαίως μία εγγύτερη προσέγγιση του κρίσιμου και ανοικτού αυτού ζητήματος, που απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, όμως κυρίως συνταγματολόγους και πολιτειολόγους (ήδη άρχισε η σχετική συζήτηση στη χώρα μας με αφορμή την αναγνώριση από το Σύνταγμα των Ανεξάρτητων Αρχών άρθρο 101Α (βλ. Κοζύρη/Μεγγλίδου [επιμ.], Η «ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών. Προβληματισμός και ελπίδες ενός νέου θεσμού, Πρακτικά Ημερίδας, 2002), επίσης Μακρυδημήτρη/Ζυγουρά [επιμ.], Η διοίκηση και το Σύνταγμα. Η αναθεώρηση του Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία, 2002). Ωστόσο, πριν από την ολοκλήρωση των γραμμών αυτών θα ήταν χρήσιμες οι ακόλουθες επισημάνσεις που προσδιορίζουν την συγκρουσιακή σχέση δημοκρατίας και τεχνοκρατίας και σηματοδοτούν πιθανότατα τις επερχόμενες εξελίξεις:
α) Η αδιαμφισβήτητη ανάγκη εκλογίκευσης και αποτελεσματικοποίησης της εκτελεστικής εξουσίας δεν πρέπει να λειτουργεί ως υποκατάστατο της δημοκρατικής νομιμοποίησης και αυτονόμισή της από τη νομοθετική εξουσία και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Τυχόν δε μετάλλαξη μιας δημοκρατικά νομιμοποιημένης κυβέρνησης σε μια, στηρίζουσα τη νομιμοποίησή της στην εικαζόμενη ικανότητα ορθολογικής και αποτελεσματικής διαχείρισης, διακυβέρνηση θα ήταν ασυμβίβαστη προς το ισχύον σύστημα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η λαϊκή κυριαρχία και συμμετοχή.
β) Σε περίοδο προϊούσας κρίσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και έξαρσης του μεταδημοκρατικού φαινομένου, η προσφυγή στην «άχρωμη», «κοινωνικά ουδέτερη», «απολίτικη» και «ακομμάτιστη» τεχνοκρατική «εργαλειακή ορθολογικότητα» ιδεολογικοποιείται και εμφανίζεται ως οιονεί «αναγκαστικός μονόδρομος». Αυτό σημαίνει υποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμοποίησης από μια τεχνοκρατική ΤΙΝΑ, η οποία μέσω μιας ψευδεπίγραφης «νεοφιλελεύθερης συναίνεσης» υποβάλλει και εδραιώνει την λογική της αγοράς ως τη μοναδική, μη επιδεχόμενη εναλλακτική αντιμετώπιση, ορθολογικότητα (βλ. Offe σε: Δημοκρατία ή Καπιταλισμός, τομ. Β, σ. 79 επ.). Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσταση μεταξύ «τεχνοκρατικής νεοφιλελευθεροκρατούμενης ΤΙΝΑ και διολίσθησής της στον «τεχνοκρατικό ολοκληρωτισμό» δεν είναι μεγάλη. Ο σφικτός εναγκαλισμός νεοφιλελευθερισμού και δικτατορίας του Πινοσέ, έχει ήδη καταδείξει με δραματικό τρόπο τον απειλούντα την αστική δημοκρατία κίνδυνο.
γ) Η αύξηση της πιθανότητας συχνής επέλευσης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, ανθρωπογενούς ή φυσικής προέλευσης, θέτει τη λειτουργία της δημοκρατίας σε κατάσταση συνεχούς διακινδύνευσης: υπό τη δαμόκλεια σπάθη της αίρεσης της μη επέλευσης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ο κίνδυνος έτσι βαθμιαίας μετατροπής της κατάστασης εξαίρεσης σε μία μορφή κανονικότητας, όπου η δημοκρατία θα βρίσκεται για μεγάλο ή το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε αναστολή ή ατονία όχι μόνο δεν φαίνεται να κινείται στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, αλλά πολύ περισσότερο προσλαμβάνει βιοπολιτικά εξουσιαστικά χαρακτηριστικά.
δ) Η προκληθείσα από την πανδημία του κορωναϊού κρίση της Δημοκρατίας δεν άφησε ανέγγιχτο το παραπαίον και αιωρούμενο μεταξύ «δημοκρατικού ελλείμματος» και «τεχνοκρατικού ορθολογισμού και επαγγελματισμού» ευρωενωσιακό εγχείρημα. Έτσι ενδεικτικός της απομάγευσης της τεχνοκρατικής αυθεντίας και ορθολογικότητας του ευρωϊερατείου των Βρυξελλών είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας και των συνεπειών της και η ουσιαστική μετακύλιση της ευθύνης αντιμετώπισής της στα εθνικά κράτη, ανεξαρτήτως μάλιστα κοινωνικής και οικονομικής τους κατάστασης. Η παρατηρούμενη δυστοκία του Eurogroup στο ζήτημα της ενίσχυσης των εθνικών οικονομιών των κρατών-μελών της Ε.Ε. φανερώνει την εξάρτηση της ευρωτεχνοκρατίας από τη νεοφιλελεύθερη λογική της αγοράς. Όπως δε επισημαίνεται χαρακτηριστικά, «για να έχει η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σταθερότητα και διάρκεια και να είναι προβλέψιμη χρειάζεται δημοκρατική νομιμοποίηση»… «Αυτός που θέλει να κυβερνήσει αποτελεσματικά πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτής της διακυβέρνησης, μόνον τότε οι πολιτικές στρατηγικές και τα θεσμικά όργανα θα έχουν την εγκυρότητα και την εξουσία που δεν μπορεί να υποκαταστήσει η (υποτιθέμενη, αλλά κηλιδωμένη) αυθεντία των τεχνοκρατών (Offe, ο.π. σ. 79).