Αρχική πολιτισμός Κωνσταντίνα Αρμενιάκου, συγγραφέας- Μιλώντας στα παιδιά για τον Σολωμό και τον Μάντζαρο

Κωνσταντίνα Αρμενιάκου, συγγραφέας- Μιλώντας στα παιδιά για τον Σολωμό και τον Μάντζαρο

«Οι ιππότες της ελευθερίας» της Κωνσταντίνας Αρμενιάκου είναι ένα βιβλίο για παιδιά που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Παρουσιάζει τους αρχικά παράλληλους, αλλά αργότερα διασταυρούμενους δρόμους της ζωής του Διονύσιου Σολωμού και του Νικόλαου Μάντζαρου. Με την εξαιρετική εικονογράφηση της Δέσποινας Μανώλαρου αναβιώνει μια ολόκληρη εποχή και το βιβλίο μάς βοηθά –μικρούς και μεγάλους– να καταλάβουμε το υπόβαθρο, να δούμε πώς στην πραγματικότητα δημιουργήθηκε ο Εθνικός Ύμνος.

Συνεχείς προσπάθειες, πρόβες, συζητήσεις ανάμεσα στους δυο δημιουργούς που ένωνε μια βαθιά φιλία… Όταν τα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα ο Σολωμός δεν ζούσε πια. Δεν έμαθε ποτέ πως όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ άκουσε για δεύτερη φορά από τη Φιλαρμονική της Κέρκυρας τον Ύμνο προς την Ελευθερία, αποφάσισε οι πρώτες 24 στροφές να γίνουν ο Εθνικός μας Ύμνος, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο.

Πέρα από την αφήγηση, στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζονται με εξαιρετικό τρόπο ιστορικά δεδομένα, σημειώσεις για τη δημιουργία της έκδοσης αυτής καθώς και βιβλιογραφία.

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο συνδυάζοντας τις βιογραφίες Μάντζαρου και Σολωμού;
Ζω στην Κέρκυρα. Στο νησί όπου συναντήθηκαν ο Νικόλαος Μάντζαρος και ο Διονύσιος Σολωμός. Περνάω καθημερινά μπροστά από τα σπίτια τους, τα αγάλματά τους, επισκέπτομαι συχνά ως εκπαιδευτικός τα μουσεία με τα προσωπικά τους αντικείμενα. Όλα αυτά αποτελούν ένα ισχυρό ερέθισμα. H ιδέα να γράψω για αυτούς γεννήθηκε, όμως, στη διαπίστωση ότι τους γνωρίζουμε ελάχιστα, ότι η προσφορά τους στην Ελλάδα και στην τέχνη δεν περιορίζεται μόνο στη δημιουργία του Εθνικού Ύμνου. Ένιωσα λοιπόν την επιθυμία να τους «συστήσω» στους αναγνώστες ως δυο ανθρώπους που είχαν ένα όραμα κι έναν κοινό σκοπό: να γράψουν ποίηση και μουσική για το ελληνικό έθνος. Ως δυο φίλους που εργάστηκαν μαζί δημιουργικά. Ως δυο παιδιά που μεγάλωσαν σε μια άλλη εποχή κι έκαναν τις δικές τους μικρές επαναστάσεις. Να πω ότι η αρχική ιδέα ήταν να γράψω δύο διαφορετικά βιβλία, ένα για τον καθένα. Η εκδότριά μου κ. Βάσω Παπαγεωργίου μού πρότεινε να γράψω ένα βιβλίο που θα μιλάει και για τους δυο κι αυτό ήταν μια πρόκληση για μένα, ένα πεδίο πειραματισμών σε σχέση με την πλοκή, τη δομή, το ύφος του κειμένου…

 

Τι σας γοητεύει περισσότερο σε αυτούς τους δύο δημιουργούς;
Με γοητεύει το όραμά τους για την ελευθερία της πατρίδας και η πίστη ότι με την τέχνη τους μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Η ευαισθησία τους και η συγκίνηση με την οποία υποδέχονταν τις ομορφιές της ζωής: τους ήχους μιας φλογέρας, το κελάηδισμα των πουλιών, τα αρώματα των δέντρων, το παιχνίδι των παιδιών. Με γοητεύει επίσης η φιλία τους, ο τρόπος με τον οποίο μιλούσαν ο ένας για τον άλλο, η ανθρώπινη πλευρά τους…

Όταν γράφω, το έχω πάντα κατά νου, ξέρω ότι απευθύνομαι και στους ενήλικες

Γιατί προτιμήσατε ένα παιδικό βιβλίο κι όχι ένα που να απευθύνεται στο ενήλικο κοινό;
Αν και το βιβλίο μου κατατάσσεται στην κατηγορία «βιβλίο γνώσεων για παιδιά», εγώ νιώθω ότι έγραψα ένα βιβλίο για όλους, μικρούς και μεγάλους. Κι αυτό επειδή ένα βιβλίο γνώσεων έχει ένα εύρος ηλικιακό, οι αναγνώστες ανάλογα με την ηλικία τους λαμβάνουν και επεξεργάζονται με διαφορετικό τρόπο τις πληροφορίες, έχουμε δηλαδή διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης. Εδώ, σε ένα πρώτο επίπεδο έχουμε μια αφήγηση για τη ζωή του Νικόλαου Μάντζαρου και του Διονύσιου Σολωμού. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, παρακολουθούμε τη δημιουργία ενός εθνικού συμβόλου, του Εθνικού μας Ύμνου. Σε ένα τρίτο, ανακαλύπτουμε τη ζωή στα Επτάνησα τον 19ο αιώνα: τους ξένους κατακτητές, την κοινωνία, τη γλώσσα, το επτανησιακό πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γαλουχήθηκαν οι ήρωες. Οι εικόνες, επίσης, παρέχουν πληροφορίες για την εποχή και τα πρόσωπα, τις οποίες θα αντιληφθούν οι αναγνώστες ανάλογα με τις προϋπάρχουσες γνώσεις και εμπειρίες τους. (Κι ένα μπράβο εδώ στην εικονογράφο, Δέσποινα Μανώλαρου, για την εξαιρετική δουλειά της.)

Από την άλλη πλευρά, κάθε παιδικό βιβλίο εμπλέκει τους ενήλικες, αφού οι γονείς και οι δάσκαλοι είναι συνήθως εκείνοι που το επιλέγουν και εκείνοι που το διαβάζουν στα παιδιά. Κι όταν γράφω, το έχω πάντα κατά νου, ξέρω ότι απευθύνομαι και στους ενήλικες. Αυτό είναι κάτι που με γοητεύει στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας: είναι ένας χώρος όπου συναντιούνται μεγάλοι και μικροί.

 

Μήπως θα έπρεπε γενικότερα να βρούμε εναλλακτικούς τρόπους ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν την ιστορία και να ανακαλύπτουν την τέχνη;
Αν λέγοντας «εναλλακτικούς» εννοούμε άλλους τρόπους από αυτούς που εφαρμόζονται σήμερα στη σχολική τάξη, εννοείται πως ναι. Μόνο που δεν θα έλεγα «να βρούμε», γιατί η σύγχρονη Διδακτική τους έχει βρει (διερευνητική μάθηση, βιωματική μάθηση, μουσειακή εκπαίδευση κ.λπ.). Θα έλεγα να τους υιοθετήσουμε κι αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Τα Εικαστικά για παράδειγμα, το μάθημα που έχει ως στόχο να φέρει τους μαθητές σε επαφή με την τέχνη, γίνεται σε μια αίθουσα με 25 παιδιά, σε περιορισμένο χρόνο, χωρίς ποικιλία υλικών και μέσων, συχνά περιορίζεται σε φωτοτυπίες ή ευτελείς κατασκευές. Θα έπρεπε να υπάρχουν εργαστήρια κατάλληλα εξοπλισμένα και να δίνονται περισσότερες ευκαιρίες για επισκέψεις σε μουσεία και εκθέσεις. Η Ιστορία, πάλι, να πάψει να είναι αποστήθιση, να εμπλουτιστεί με τη χρήση πολυτροπικών εργαλείων, να συνδεθεί με το σήμερα, την τοπική ιστορία, τις εμπειρίες και το συναίσθημα των παιδιών.

 

Τι θα μπορούσε να γίνει για να στηριχτεί το παιδικό βιβλίο και οι δημιουργοί του;
Μια στοχευμένη πολιτική φιλαναγνωσίας: σχολικές βιβλιοθήκες με χώρους ανάγνωσης (όχι σε διαδρόμους, γωνιές κ.λπ.), καθημερινή λειτουργία (όχι δανεισμός μόνο το πρώτο διάλειμμα κάθε Τετάρτης για παράδειγμα) και εξειδικευμένο προσωπικό, υπεύθυνο για τις δράσεις φιλαναγνωσίας του σχολείου (όχι να επαφίεται στη φιλοτιμία και το μεράκι ενός εκπαιδευτικού η δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου). Δημιουργία ενός φορέα που θα ορίζει τα δικαιώματα εικονογράφων και συγγραφέων (οικονομικά και πνευματικά) και θα προωθεί τα ελληνικά βιβλία στο εξωτερικό. Γενικότερα, μια πολιτική που θα υπηρετεί ένα όραμα: να βάλει το βιβλίο στην καθημερινή ζωή των παιδιών, να το εντάξει στις ρουτίνες τους, να το προσφέρει ως μια ελκυστική, ευχάριστη, δημιουργική πρόταση για τον ελεύθερο χρόνο τους.

Σχόλια

Exit mobile version