Σε τρεις γεμάτες εβδομάδες επεκτάθηκε το φετινό 12ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου που διοργάνωσε η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με προβολές πειραματικών και αποκαταστημένων ταινιών, ανάμεσά τους και ο «Θαλασσοπόρος» (1924) του Μπαστερ Κίτον, που η φωτογραφία του επιλέχτηκε για την αφίσα. Παρακολουθήσαμε συζητήσεις με εκλεκτούς καλεσμένους, αλλά και πληθώρα εξαιρετικών αφιερωμάτων, όπως στον πρωτοποριακό Γιόνας Μέκας, στην διευθύντρια φωτογραφίας Μπαμπέτ Μανγκόλτ, αλλά και στα δέκα χρόνια από τον χαμό του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με προβολή τεσσάρων ταινιών του.

Από τις εννιά συνολικά ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος, το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής απέσπασε η βολιβιανή ταινία του Κίρο Ρούσσο «Η Μακρά Πορεία». Τρεις νεαροί μεταλλωρύχοι, μετά από εφτά μέρες ποδαρόδρομο φτάνουν στην Λα Παζ, αναζητώντας εργασία. Ο επιβαρυμένος από τα ορυχεία Έλντερ αγκομαχάει στα ανηφορικά σοκάκια και υγεία του επιδεινώνεται, ενώ ο γέροντας σαμάνος Μαξ, ερημίτης που κατοικεί στο δάσος, προσπαθεί να τον θεραπεύσει με ξόρκια.

Στην εξαιρετική εισαγωγή, όπου το γενικό πλάνο στα κτίρια της μεγαλούπολης, καταλήγει με εστίαση στην κοπιαστική εργασία οικοδόμων σε κάποια ταράτσα, λίγο πριν η οθόνη γεμίσει με τα κάθετα και οριζόντια στοιχεία από τις όψεις νεοανεγερθέντων πολυκατοικιών, η διαδοχή των πλάνων στο μοντάζ και η αφηγηματική ροή συγχρονίζονται με το ρυθμό της δυναμικής πρωτοποριακής συμφωνικής μουσικής, με άφθονα χάλκινα πνευστά, δημιουργώντας γνήσιο αβάν γκαρντ αποτέλεσμα που εδράζει στο πρωτοποριακό σινεμά του Τζίγκα Βερτόφ και στον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ειδικότερα στη βουβή ταινία «Βερολίνο, η συμφωνία μιας μεγαλούπουλης» (1927/Βάλτερ Ρούτμαν).

Η κίνηση στους δρόμους της μεγαλούπολης περνάει μέσα από παραμορφωτικές αντανακλάσεις, πριν ενταχθεί στο κάδρο το χωροταξικό πλαίσιο από τα μεγάλα κτίρια προς τα πλήθη των ανθρώπων και τις φτωχογειτονιές. Αντίστοιχα, η κάμερα απομακρύνεται από την πόλη και φτάνει πέρα από τα παραπήγματα, στις εξοχές εκτός αστικού ιστού, αποτυπώνοντας κυρίως με τράβελινγκ και πανοραμικά πλάνα, αυτή την μακρά πορεία του τίτλου, όπου συγχέονται σε παρόμοιες κινήσεις, διαδρομές και ανθρώπινα πεπρωμένα. Η θεματική κοινωνικού ρεαλισμού κινηματογραφείται μέσα από μια πειραματική οπτικοακουστική γλώσσα, για να αποτυπώσει μια σύγχρονη πραγματικότητα με ποιητικό τρόπο, μπολιασμένη με στοιχεία της σύγχρονης εποχής. Δίπλα στα συμβολικά πλάνα με τα οράματα του μυστηριώδους Μαξ, που μιλάει για οχιά και πάνθηρα, ενώ μεταμορφώνεται σε λευκό σκύλο, συνυπάρχουν σκηνές όπου οι τρεις φίλοι χορεύουν στο μπαρ με δυνατή ηλεκτροπόπ μουσική, ενώ βράδυ στην αγορά, οι νεαρές προλετάριες παρατούν τις κοπιαστικές εργασίες και λικνίζονται με συγχρονισμένες κινήσεις στους ρυθμούς ηλεκτροπόπ τραγουδιού, σαν στιγμιότυπο από μιούζικαλ. Ο μοντερνισμός της μεγαλούπολης συναντά τον μυστικισμό της φύσης και οι ιστορίες του σύγχρονου προλεταριάτου συναντούν τα μεταφυσικά οράματα και τις παραδόσεις των αυτοχθόνων. Στην εκλεπτυσμένη αυτή ταινία, που γυρίστηκε με φιλμ super 16mm, ξεχωρίζει το πλάνο με τις εύσωμες πωλήτριες με τις γαλαζωπές ποδιές, καθισμένες ανάμεσα στα κοκκινωπά σακιά με τα κρεμμύδια, αλλά και η εξαιρετική μετάβαση από το ανοιχτό στόμα του Έλντερ που ψυχορραγεί, στις σκοτεινές στοές των ορυχείων, με το οπτικό και ηχητικό πεδίο να γεμίζει με τα μεταλλεύματα στον ιμάντα και τους εκκωφαντικούς θορύβους των μηχανών, καταλήγοντας στο κοντινό πλάνο κρεατομηχανής. Αντίστοιχα, οι προκολομβιανές παλάμες στα προϊστορικά σπήλαια καταλήγουν σε κοντινά πλάνα χεριών, που ανταλλάσσουν λεφτά, υπογραμμίζοντας μέσα από κοφτό μοντάζ, τις συναλλαγές στη λαϊκή αγορά, σε επιταχυνόμενη εναλλαγή πλάνων.

Στο διαγωνιστικό συμμετείχε και η σχεδόν πεντάωρη εξαιρετική ασπρόμαυρη ταινία «Η ιστορία του Χα», του 63χρονου διακεκριμένου Φιλιππινέζου σκηνοθέτη Λαβ Ντίαζ. Τοποθετημένη στα 1957, η ταινία έχει για πρωταγωνιστή έναν διάσημο εγγαστρίμυθο, τον φημισμένο Ερνάντο Αλαμάντα, που δίνει παραστάσεις σε κρουαζιερόπλοια, με την περίφημη ξύλινη κούκλα Χα. Αστέρι του βόντβιλ, ο Ερνάντο φυλακίστηκε ως πρώην στέλεχος του σοσιαλιστικού κόμματος και βαθιά απογοητευμένος, μετά το αεροπορικό δυστύχημα του δημοφιλούς Προέδρου της χώρας Ραμόν Μαγκσέισεϊ, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό του, για να παντρευτεί την αγαπημένη του, η οποία παντρεύεται άλλον, για να σώσει την οικογένειά της από τα χρέη. Πικραμένος φεύγει και περιπλανιέται με ένα κάρο με βόδι, σε μια υπαρξιακή αναζήτηση ανάμεσα σε ποταμούς, ορυζώνες και εξωτικά δάση. Καλλιτέχνης και ποιητής ο Ερνάντο, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη του στις λέξεις, ανασύρει από το κουτί τον Χα και μιλάει ποιητικά μονάχα μέσα από αυτόν, σε μια περίεργη ψυχαναλυτική διάθεση αυτοκριτικής. Στο διάβα του θα συναντήσει τρεις συνοδοιπόρους που κατευθύνονται στο χωριό Ντανγκ Ταπάκ, για να περάσουν με βάρκα στο περίφημο Ίσλα Ντιβάτα, προορισμό απόκληρων και χρυσοθήρων. Η παράλογη αύξηση του ναύλου από τον τοπικό άρχοντα Αμόνγκ Κουγιάνγκ τους καθηλώνει εκεί, μαζί με όσους αδυνατούν να πληρώσουν. Ο Ερνάντο τους συντρέχει, ευελπιστώντας να ανακτήσει την πίστη του στον άνθρωπο και στο σοσιαλιστικό όραμα.

Μέσα στις τεσσερισήμισι ώρες της ταινίας, ξεδιπλώνεται η οδύσσεια ενός τυραννισμένου πρωταγωνιστή, που απεικονίζει το συλλογικό τραύμα μιας ολόκληρης χώρας, που αποκόπηκε από τον δρόμο για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Τα εσώτερα διλλήματά του για τον κοινωνικό ρόλο ενός καλλιτέχνη αποκαλύπτονται μέσα από τους χιουμοριστικούς μονολόγους του Χα, που στην τελευταία παράσταση δίνει αντικαθεστωτικό στίγμα. Η ταινία διανθίζεται με σοσιαλιστικά ιδεώδη και πολιτικές σκέψεις, γύρω από τη μετάβαση προς την ανεξαρτησία των αποικιοκρατούμενων Φιλιππίνων, πλάι σε θέματα που αγγίζουν τη δημιουργική αυτονομία του καλλιτέχνη και το ρόλο της εκπαίδευσης στον αναλφάβητο αγροτικό πληθυσμό.

Κόντρα στον καταιγισμό δράσης των χολιγουντιανών ταινιών, το σινεμά του Ντίαζ αναπτύσσει κινηματογραφικό χρόνο για να προαγάγει το στοχασμό, δημιουργώντας εικόνες γεμάτες αισθήματα και νοήματα. Μέσα από μακρόσυρτες σκηνές δίχως μουσική, μονάχα με ήχους της φύσης, εμφανίζονται υπέροχα βουκολικά τοπία, ανακαλώντας γκραβούρες Άγγλων τοπιογράφων του 18ου αιώνα, αλλά και τον νατουραλιστικό λυρισμό του Ινδού Σατγιατζίτ Ρέι, ενώ η νεαρή τυφλή που πουλάει ψωμάκια παραπέμπει στα «Φώτα της Πόλης» (1931/Τσάπλιν). Οι ιστορίες που μοιράζονται οι συνοδοιπόροι κάτω από ένα υπόστεγο, ενώ βρέχει, θυμίζουν την εισαγωγή του «Ρασομόν» (1950/Ακίρα Κουροσάβα), ειδικά όταν μέσα από τα γράμματα του Ερνάντο γίνεται αναφορά στον «Θρόνο του αίματος» (1957/Κουροσάβα). Στο ίδιο γράμμα κάνει αναφορά στο βιβλίο «Ανατολικά της Εδέμ» (1952/Τζον Στάινμπεκ), όμως η ιστορία της ταινίας θυμίζει περισσότερο «Τα σταφύλια της Οργής» του ίδιου συγγραφέα. Η ταινία κλείνει με φόντο το σταθερό πλάνο όπου ο Ερνάντο και δυο συγχωριανοί σκάβουν για να φτιάξουν αποχέτευση στο χωριό, όπου κατέφυγε ως δάσκαλος, ενώ η ανάγνωση επιστολής του εκτός κάδρου, με την οποία ζητάει βιβλία, τετράδια, μολύβια αλλά και γιατρούς, αποκαλύπτει τη δύναμή του να συνεχίσει τον αγώνα για το κοινωνικό καλό.

Μετά την προβολή ο μικροκαμωμένος Ντίαζ, καλεσμένος της διοργάνωσης, εμφανίστηκε με καπελάκι, αναφέροντας πως επεδίωκε να υπενθυμίσει στον κόσμο την ιστορία των Φιλιππίνων, σε μια ψυχροπολεμική περίοδο γεμάτη αντιφάσεις. Τόνισε ότι δίνει έμφαση στον χρόνο και στον χώρο, γιατί νιώθει πως χάνονται μέσα στη συνθήκη ταχείας αναπαραγωγής του λόγου στο χολιγουντιανό σινεμά, ενώ υπογράμμισε τη σημασία που δίνει στην έννοια της προσμονής, σε συσχετισμό με μια βιωμένη εμπειρία και τον δικό του τρόπο να κινηματογραφεί την αξία χώρου και χρόνου. Με δικό του καμβά τη φύση, δήλωσε ότι η τέχνη του ουσιαστικά βασίστηκε στους ήχους της φύσης και στο ραδιόφωνο, μέσα από τις δραματικές σειρές της εποχής. Το δεύτερο κομμάτι που επηρέασε την ζωγραφική του αντίληψη ήταν τα βιβλία μεγάλων Ρώσων συγγραφέων, που διάβασε όταν σπούδαζε, την περίοδο όπου ήρθε σε επαφή με τις τέχνες και τη ζωγραφική.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!