Από τις αρχές του 2018, στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας έχει εισβάλει το εθνικό στοιχείο. Είτε με τη μορφή της τουρκικής απειλής, είτε και με τη μορφή της αμερικάνικης παραγγελίας να τελειώνει το θέμα με το όνομα της ΠΓΔΜ ώστε να μπει στο ΝΑΤΟ. Οι παραγγελίες των ΗΠΑ και οι σχεδιασμοί που μπορεί να έχει ο Ερντογάν για τους δικούς του λόγους, αντανακλώνται άμεσα στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας.
Δε πρόκειται για μια απλή αλλαγή ατζέντας. Δεν είναι μια εβδομαδιαία διαδοχή θεματολογίας σαν να περνάμε, για παράδειγμα, από το σκάνδαλο Νοβάρτις στον Καμμένο και τις σφαίρες στη Σαουδική Αραβία κι από κει σε μια κατάθεση σε μια επιτροπή του Πολάκη που δημιουργεί εκνευρισμό στον Άδωνι κ.λπ. Δεν είναι τέτοιου είδους «αλλαγή ατζέντας». Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο, συμβαίνει κάτι θεμελιακό. Που ταράζει ολόκληρη την πραγματικότητα της χώρας, της κοινωνίας, της ζωής των ανθρώπων.
Επικαιρότητα του εθνικού
Μπαίνουμε σε μια νέα πολιτική εποχή που, για να συνεννοηθούμε, έχει τις διαστάσεις της εποχής των μνημονίων. Όπως μπήκαμε στα μνημόνια για μια οκταετία, έτσι εισερχόμαστε τώρα σε μια εποχή όπου το εθνικό, και όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτό, θα είναι κεντρικό ζήτημα. Η διαδικασία έχει ξεκινήσει το τελευταίο δίχρονο, αλλά όλοι το καταλαβαίνουν καλύτερα σήμερα, ενώ το φαινόμενο κορυφώνεται διαρκώς.
Κύριο χαρακτηριστικό της επικαιρότητας του εθνικού, είναι ο διαρκής κίνδυνος και η απειλή από την Τουρκία. Από τη πλευρά του τουρκικού επεκτατισμού, έχουμε διακηρυγμένους και εκφωνημένους με τον πιο επίσημο τρόπο στόχους ενάντια στην εθνική κυριαρχία της Ελλάδας. Πρόκειται για στρατηγικούς σχεδιασμούς και είναι λάθος να ερμηνεύονται σαν ενέργειες προς εσωτερική κατανάλωση και αντιμετώπιση δυσκολιών ή σαν αποτέλεσμα των νεύρων του Ερντογάν.
Η τουρκική πολιτική, συνήθως προαναγγέλλει τι θα κάνει και δεν εκπλήσσει. Βάζει στο τραπέζι αιτήματα, προωθεί διεκδικήσεις, αναγγέλλει κινήσεις και τις πραγματοποιεί όταν κρίνει πως πρέπει να πραγματοποιηθούν. Δεν μπλοφάρει συνήθως. Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Ερντογάν, δεν μπλόφαρε σε αυτά που είπε. Ο ίδιος ήθελε το ταξίδι τον Νοέμβρη και η ελληνική κυβέρνηση κωλυσιεργούσε γιατί δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί το ζήτημα. Τελικά, αναγκάστηκαν να δεχτούν και έστειλαν πρόσκληση στον Ερντογάν, όταν εκείνος απείλησε πως αν δε τον καλούσαν, θα πήγαινε μόνος του στη Θράκη. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν ήρθε για να κάνει μια επίδειξη ισχύος, να διακηρύξει από εδώ ότι η Λωζάννη τελείωσε και ότι υπάρχουν διεκδικήσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν.
Όσα ακολούθησαν τους επόμενους μήνες, επιβεβαιώνουν πως υπάρχει άμεσος κίνδυνος και απειλή από τη μεριά της Τουρκίας επί της εθνικής κυριαρχίας και των εδαφικών δικαιωμάτων της χώρας. Επιβεβαιώνουν επίσης την έλλειψη προετοιμασίας και ανικανότητα (διπλωματική έκφραση) του πολιτικού κόσμου και της κυβέρνησης, να διαχειριστούν ένα τέτοιο πρόβλημα.
Δημιουργούνται προϋποθέσεις, η χώρα μέσα από αυτή την απειλή να γνωρίσει μια κρίση πρωτόγνωρη, πολύ μεγαλύτερη από την κρίση των μνημονίων. Ο κίνδυνος υπάρχει, ακόμα κι αν δεν προχωρήσει η Τουρκία στην πραγματοποίηση των απειλών της. Δηλαδή, με τη διαρκή πίεση να επιτευχθούν αποτελέσματα που θα μπορούσαν να έλθουν με άλλα μέσα. Αν ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, τότε η πολιτική τους μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς άμεσες πολεμικές επεμβάσεις, μέσω του υβριδικού πολέμου, μέσω της διαρκούς στρατιωτικής πίεσης, εκβιασμών και παρουσίας σε όλα τα πεδία.
Γύρω από την επικαιρότητα του εθνικού, γύρω από τη νέα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει, πρέπει να ξετυλιχθεί μια δημοκρατική και κοινωνικά απελευθερωτική προοπτική. Σε αυτήν, ο ενεργοποιημένος και ενωμένος λαός έχει τον πρώτο ρόλο
Μετρήσεις και έρευνες
Πρόσφατα, δημοσκοπήσεις και έρευνες κοινής γνώμης καταγράφουν με καθαρό τρόπο τη μεταστροφή του ενδιαφέροντος στα εθνικά ζητήματα. Μέσα από ερωτήσεις για τις σχέσεις με την Τουρκία, την ΠΓΔΜ και την εξωτερική πολιτική, προκύπτουν αρκετά συμπεράσματα, τα βασικότερα από τα οποία είναι τα ακόλουθα:
α) Μεγαλύτερος κίνδυνος για την χώρα, εκτιμάται ότι αποτελεί η Τουρκία και μάλιστα με πολύ μεγάλα ποσοστά.
β) Η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτούμενων, δεν θέλει να χαριστεί το όνομα «Μακεδονία» στη γειτονική χώρα.
γ) Καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον για το Κυπριακό. Τάση σαφώς αντίστροφη από αυτήν που επεδίωξαν για δεκαετίες οι κυβερνήσεις εδώ και στην Κύπρο.
δ) Δεν περιμένει κανείς σημαντική βοήθεια από καμία μεγάλη δύναμη.
ε) Εκφράζεται εμπιστοσύνη προς τον στρατό σε πολύ υψηλό ποσοστό, ενώ μεγάλη επιφύλαξη επιδεικνύεται για τον πολιτικό κόσμο.
στ) Σε περίπτωση θερμού επεισοδίου ή πολέμου, το μεγαλύτερο ποσοστό θεωρεί πως η Τουρκία θα ηττηθεί.
ζ) Τέλος, φαίνεται ότι μια πολιτική διαπραγματεύσεων προτιμάται από οποιαδήποτε άλλη.
Τα ευρήματα των ερευνών, δείχνουν μια μεγάλη μετατόπιση του ενδιαφέροντος, αλλά και τα προβλήματα που νοιώθει το κοινωνική σώμα, την αγωνία που το διαπερνά μπροστά στις εθνικές απειλές. Έμμεσα, έρχονται στην επιφάνεια μια ανάθεση (προς τον στρατό) να λύσει το πρόβλημα, η σκέψη ότι ίσως οι διαπραγματεύσεις απομακρύνουν τον κίνδυνο ή χαρίσουν χρόνο, όπως και η αισιοδοξία περί επικράτησης των ελληνικών δυνάμεων αν συμβεί κάτι πιο σοβαρό.
Η άλλη πλευρά
Η επικαιρότητα του εθνικού, δημιουργεί όμως και μια άλλη κατάσταση, την οποία πρέπει να συλλάβουμε. Μπορεί να βοηθήσει να αναγεννηθεί και η ελπίδα. Αυτό που δεν έγινε με τα μνημόνια, όταν κατασπαταλήθηκε τελικά η λαϊκή αφύπνιση και ετοιμότητα, μπορεί κάτω από ορισμένους όρους να επιτευχθεί τώρα. Υπάρχει εν δυνάμει μια πλευρά που μπορεί να καλλιεργηθεί και να ενισχυθεί, για να αναγεννηθεί η ελπίδα πάνω στην αντιμετώπιση της επικαιρότητας του εθνικού.
Γιατί η επικαιρότητα αυτή, σημαίνει ότι αλλάζουν και ξεθεμελιώνονται αρκετά πράγματα που ίσχυαν μέχρι τώρα. Αλλάζει όλο το μοντέλο της πολιτικής όπως το γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αποδομούνται κατεστημένες πολιτικές αντιλήψεις και θίγεται και το κυρίαρχο μοντέλο που ίσχυε μέχρι σήμερα ως μοναδικό. Ξαναβγαίνει στην επιφάνεια η ανάγκη μιας εναλλακτικής πολιτικής, πιο συνολικής, που να αντιμετωπίζει τα μεγάλα ζητήματα.
Όπως επίσης, απαιτείται εκ των πραγμάτων το ξεπέρασμα του «καταγγελτισμού» και της σκέτης «αγωνιστικής», «ασυμβίβαστης» αριστερής στάσης, το ξεπέρασμα του «δικαιωματισμού» που οδηγείται σε έναν άκρατο ωφελιμισμό χωρίς τέλος. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, το εθνικό μπορεί να οδηγεί σε υπέρβαση αυτών των τάσεων, να ενώνει και να συλλογικοποιεί πολύ κόσμο που αγωνιά για τον τόπο και το μέλλον.
Τα συλλαλητήρια που έγιναν σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Ορεστιάδα και πρόσφατα σε Μυτιλήνη, δείχνουν ορισμένες από αυτές τις δυνατότητες και την ωρίμανση κάποιων παραγόντων. Μόνο όσοι από στενοκεφαλιά ξεκόβουν το κοινωνικό (ή ταξικό) από το εθνικό (γιατί το θεωρούν εθνικιστική παρέκκλιση), δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει ετούτη την εποχή στη χώρα.
Γύρω από την επικαιρότητα του εθνικού, γύρω από τη νέα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει, πρέπει να ξετυλιχθεί μια δημοκρατική και κοινωνικά απελευθερωτική προοπτική. Σε αυτήν, ο ενεργοποιημένος και ενωμένος λαός έχει τον πρώτο ρόλο.