Θα ήταν λογικό –αν η λογική σε αυτή την περίπτωση δεν είναι αφέλεια– έπειτα από τις περσινές καταστροφές σε Εύβοια και Αττική, φέτος, έστω και για τα μάτια του κόσμου, να έχουμε ένα ήρεμο, από άποψης πυρκαγιών, καλοκαίρι. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει αφού μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα και πριν «σφίξουν» οι ζέστες του καλοκαιριού κάηκαν αρκετές χιλιάδες στρέμματα σε Ηλεία, Κόρινθο, Αργολίδα, Αχαΐα, Τζια, Αττική και Άμφισσα. Ωστόσο, η είδηση των πυρκαγιών πέρασε σχεδόν στα ψιλά των ειδήσεων, παρά τις σημαντικές καταστροφές σε φυσικό πλούτο και παρά το γεγονός ότι παρά τρίχα δεν είχαμε εικόνες αντίστοιχες με τις περσινές, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις η φωτιά έφτασε ή ήταν δίπλα σε κατοικημένες περιοχές. Για αυτά ελάχιστα ειπώθηκαν από τους πολιτικούς αρχηγούς και τα κόμματα που βρίσκονται σε πρώιμο εκλογικό πυρετό και, όπως φαίνεται, έχουν άλλου είδους ιεραρχήσεις.
Ο απολογισμός της καταστροφής είναι βαρύτερος για την Άμφισσα όπου η φωτιά έκαψε πάνω από 12.000 στρέμματα. Ενδεικτικό της επικινδυνότητας της κατάστασης είναι ότι η φωτιά έφτασε μια ανάσα από την πόλη της Ιτέας, για τμήμα της οποίας δόθηκε εντολή εκκένωσης, θυμίζοντας έτσι την περσινή πρακτική κατά την όποια οι οικισμοί εκκενώνονταν και αφήνονταν στο έλεος των πυρκαγιών. Επιπλέον, ανάμεσα στην καμένη δασική έκταση είναι και 3.000 στρέμματα από τον παραδοσιακό Ελαιώνα της Άμφισσας, μνημείο φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς που συμπεριλαμβάνεται στο Δελφικό Τοπίο και βρίσκεται σε καθεστώς «απόλυτης προστασίας». Ανάλογη αν και μικρότερης κλίμακας είναι και η εικόνα στην Πελοπόννησο όπου και πάλι εκκενώθηκαν αρκετοί οικισμοί και υπήρξαν σημαντικές καταστροφές σε δασικές, αγροτικές και κτηνοτροφικές εκτάσεις. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω το κοινό σημείο είναι ότι πρόκειται για φωτιές πολύ κοντά σε κατοικημένες ή προστατευόμενες περιοχές.
Αυτό σε συνδυασμό με το πλήθος των πυρκαγιών, 348 σε μια εβδομάδα, μαρτυρά την κατάσταση των σχετικών υποδομών και υπηρεσιών. Μάλιστα στην περίπτωση του Ελαιώνα της Άμφισσας, η φωτιά φαίνεται να ξέσπασε από παράνομη χωματερή κοντά στο μνημείο (!). Επί της ουσίας αν μαζί με τις φετινές πυρκαγιές, οι οποίες σημειώνονται πριν ακόμη φτάσουμε στις πιο υψηλές και άρα πιο επικίνδυνες θερμοκρασίες του καλοκαιριού, λάβουμε υπόψη τις χειμερινές πλημμύρες και την κατάσταση που δημιουργήθηκε από τα χιόνια φέτος στην Αττική, γίνεται φανερό πως ο κρατικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών είναι σε απόλυτη κατάρρευση. Καθώς σε μια σειρά σημαντικών καταστροφών που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια δεν έχει μπορέσει να ανταποκριθεί σε καμία περίπτωση, ούτε στα στοιχειώδη. Καταστροφές από τις οποίες η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έμαθε τίποτα αλλά και να μην έκανε τίποτα για να αποφευχθούν. Άλλωστε, δεν έχουν περάσει πολλοί μήνες από όταν κατέστειλε βίαια τους εποχιακούς πυροσβέστες που ζητούσαν τη μονιμοποίηση τους, παρότι το καλοκαίρι είχε αναγνωρίσει πόσο σημαντική ήταν η προσφορά τους. Βέβαια τότε δεν είχαμε μπει ακόμη σε προεκλογική περίοδο –αν τελικά πάμε σε εκλογές– και το ζήτημα είχε αναδειχθεί στα ΜΜΕ και στην Βουλή, σε αντίθεση με τις πρόσφατες πυρκαγιές, οι οποίες εφόσον δεν μπόρεσαν να αποτραπούν, μπόρεσαν να θαφτούν στα αζήτητα των θεμάτων που δεν συνάδουν με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Καθιστώντας έτσι την αποσιώπηση ως μια επιπλέον τακτική για τη μιντιακή και μόνο αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών.
Διαχρονικές ευθύνες
Οι ευθύνες για την κατάσταση αυτού που λέμε πολιτική προστασία ξεπερνούν την τρέχουσα κυβέρνηση, είναι διαχρονικές και αγγίζουν των σύνολο του πολιτικού συστήματος, το οποίο μόνο ευκαιριακά και επιφανειακά ασχολείται με το ζήτημα. Όπως επιφανειακός ήταν και ο διορισμός του κ. Στυλιανίδη που μετρά τη μια αποτυχία μετά την άλλη αλλά και ευκαιριακές ήταν οι περσινές αγορές εναέριων μέσων πυρόσβεσης, όταν πλέον είχε φανεί στην πράξη ότι τα υπάρχοντα πετάνε με το ζόρι. Η μόνη συζήτηση που ευδοκιμεί για το ζήτημα είναι το blame game από την κυβέρνηση, στην αντιπολίτευση και από το Μάτι στην Εύβοια, ο ένας ανταγωνίζεται τον άλλο για το μέγεθος της καταστροφής που συντελέστηκε επί της κυβερνήσεώς του. Έπειτα από την καταστροφή, έρχεται η τρέχουσα κυβέρνηση να ρίξει την ευθύνη σε κάποιον ιδιώτη, σε μια εταιρεία διαχείρισης, στη κλιματική κρίση –που έγινε και όνομα υπουργείου– και να εξαγγείλει μια σειρά αποζημιώσεων που σπάνια φτάνουν σε όλους τους πληγέντες. Αλλά και συνολικά στο πολιτικό σύστημα ποιος ασχολείται με την πρόληψη και την κατάσταση των υποδομών, με τα ζητήματα των αποζημιώσεων, με τον αποχαρακτηρισμό ή όχι των δασικών εκτάσεων έπειτα από μια καταστροφή; Ζητήματα σημαντικά που δυστυχώς όμως χρησιμοποιούνται μόνο ως όπλα για την φθορά της όποιας κυβέρνησης, εξού και επανέρχονται συχνά προεκλογικά.
Μυκήνες, Δελφοί, τι έχει σειρά;
Επί κυβερνήσεως της Ν.Δ. μέσα σε τρία μόλις χρόνια πυρκαγιές έχουν προξενήσει ζημιές σε δύο σημαντικά μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, στην ακρόπολη των Μυκηνών το 2020 και τώρα στον Ελαιώνα της Άμφισσας στους Δελφούς. Προφανώς και τα δύο σημεία είναι χαρακτηρισμένα από την Unesco και αποτελούν ορισμένα από τα σημαντικότερα μνημεία της χώρας, οπότε εύλογα προκύπτουν ερωτήματα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ξέσπασε η φωτιά. Για την ακρόπολη των Μυκηνών όλοι θυμούνται την απαράμιλλη επιτυχία της κυβέρνησης στον περιορισμό μιας φωτιάς σε ξερά χόρτα δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και τη δήλωση της υπ. Πολιτισμού ότι δεν κάηκε το μνημείο αλλά το πούσι. Για τον Ελαιώνα της Άμφισσας όλα δείχνουν πως πρόκειται για μια περίπτωση χρόνιας εγκατάλειψης και υποβάθμισης της δασοπροστασίας, δεδομένου ότι η φωτιά ξέσπασε σε, κοντινή στον αρχαιολογικό χώρο, παράνομη χωματερή.
Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση η κ. Μενδώνη δεν ένιωσε την ανάγκη να προχωρήσει σε ανάλογες δηλώσεις δεδομένου ότι το θέμα θάφτηκε κυριολεκτικά. Η φωτιά έφτασε μια ανάσα από τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών και κόντεψε να κάψει την Ιτέα αλλά «τέλος καλό – όλα καλά» και το θέμα θεωρείται λήξαν. Μοναδικό μελανό σημείο στον απολογισμό 3.000 στρέμματα από καμένες ελιές.
Ωστόσο, ο εν λόγω ελαιώνας είναι ο μεγαλύτερος της χώρας και πολλές από τις ελιές υπεραιωνόβιες, ενώ εκτιμάται ότι είναι ηλικίας περίπου 3.000 ετών. Παρόλα αυτά περισσότερες ειδήσεις και άρθρα γράφτηκαν για τη «διάσωση» του πολυτελούς ξενοδοχείου Amanzoe από τη φωτιά στο Κρανίδι παρά για την καταστροφή του Ελαιώνα. Αυτό από μόνο του συνοψίζει και την αντίληψη της κυβέρνησης για τη χώρα, τον τουρισμό, το φυσικό και πολιτιστικό πλούτο: Αν είναι τουριστικά αξιοποιήσιμο ίσως και να προστατευθεί, αν δεν συγκινεί ιδιαίτερα τότε καλή του τύχη!
Καλά δηλαδή που η Ακρόπολη δεν είναι σε δάσος, γιατί θα είχαμε άλλα. Όσο δε για τις επόμενες δηλώσεις, εμείς από μεριάς μας προτείνουμε να τις κάνει ο κ. Γεωργιάδης, που είναι λάτρης των αρχαιοτήτων και Υπ. Ανάπτυξης ώστε να δοθεί και το κατάλληλο μήνυμα σε τουρίστες-επενδυτές.
Αδιάφοροι και ανίκανοι
Αν δεν ήταν τραγικό θα ήταν αστείο. Σχεδόν κάθε χρόνο, ειδικά τα τελευταία, στην Ελλάδα σημειώνονται τεράστιες καταστροφές από «ακραία» φυσικά φαινόμενα, πίσω από τα οποία κρύβεται κάτι το αληθινά ακραίο, η ανικανότητα αλλά και κυριότερα η αδιαφορία του πολιτικού συστήματος. Οι ευθύνες είναι διαχρονικές και σημαντικά μεγαλύτερες για όσα κόμματα έχουν αναλάβει κυβερνητικό ρόλο, με τις κυβερνήσεις η μια μετά την άλλη να λανσάρουν τις ίδιες ακριβώς δικαιολογίες, να λένε τα ίδια ψέματα. Το Μάτι, η Μάνδρα, η Εύβοια, η Χαλκιδική, η Αττική, τώρα η Άμφισσα και ξανά η Πελοπόννησος, δεν υπάρχει ουσιαστικά σχεδόν καμία περιοχή στην επικράτεια που να μην έχει υποστεί τραγικές καταστροφές.
Ωστόσο, παρά το τεράστιο τίμημα που έχουμε πληρώσει, δεν καίγεται καρφάκι για αυτά στους ιθύνοντες. Αν ενδιαφέρονταν, τα πράγματα θα είχαν αλλάξει μέσα στα χρόνια. Δεν είναι δα και φοβερό να αντιληφθεί κανείς τον κίνδυνο για πλημμύρες τον χειμώνα ή για φωτιές το καλοκαίρι, ούτε βέβαια η αντιμετώπιση τους είναι αδύνατη ή πρέπει να «ανακαλυφθεί». Δεν είναι μόνο η μνημονιακή φτωχοποίηση που άφησε τα αντιπλημμυρικά έργα ασυντήρητα και τα δάση αφύλακτα. Επί της ουσίας, η πολιτική που ασκείται στον τομέα της πολιτικής προστασίας είναι μια διαχρονική επιλογή των κυβερνήσεων, που πορεύονται με στυλ «τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσαμε», αφήνοντας τις αντίστοιχες υποδομές να ρημάξουν και να υπολειτουργούν. Και όταν με μαθητική πλέον ακρίβεια προκύψει το «πρόβλημα» τότε έχουμε απολογίες, «έρευνες» για ευθύνες, πενιχρές αποζημιώσεις που συνήθως δεν φτάνουν ποτέ σε όσους καταστράφηκε το βιός τους. Αυτά στην καλύτερη περίπτωση, γιατί –όπως πρόσφατα προτιμάται– μπορεί και να ρίχνονται όλα στην εξωγενή και άρα ανυπέρβλητη κλιματική κρίση, σε ανέμους που δεν υπήρχαν, στην άτακτη δόμηση δεκαετιών ή και να μην λέγεται τίποτα, να περνάνε αυτά στα ψιλά των ειδήσεων όπως συμβαίνει και αυτές τις μέρες, λόγω… εκλογικής προετοιμασίας.