Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος συνομιλεί με τον Κώστα Στοφόρο
Μοιάζει να διαβάζουμε περισσότερο για τα βιβλία, παρά τα ίδια τα βιβλία. Ένα πλήθος ιστοσελίδων είναι πια αφιερωμένες στην κριτική και την παρουσίαση απόψεων περί του βιβλίου και της ανάγνωσης… Ομολογώ πως αυτό μου προκαλεί την περιέργεια, καθώς η εικόνα που εισπράττει κανείς σερφάροντας στο Διαδίκτυο είναι εντελώς διαφορετική από αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, όπου η ανάγνωση βιβλίων παραμένει ένα… χόμπι για λίγους, ενώ και τα βιβλία που διαβάζονται -ευκολοχώνευτα, ογκώδη best seller- δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα ποιοτικά βιβλία που επιλέγουν και προτείνουν οι διάφορες σελίδες με το book ως πρώτο συνθετικό του τίτλου τους.
Παράλληλα διαβάζει κανείς άρθρα και αφιερώματα που πραγματικά ξεχωρίζουν. Ένα τέτοιο αφιέρωμα, του ηλεκτρονικού περιοδικού Βookstand, στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω αυτή την ενδιαφέρουσα προσπάθεια που μας τροφοδοτεί κάθε Τρίτη με νέα πολύχρωμα κείμενα και να μπορέσω να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, συνομιλώντας με τον Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο.
Πώς και γιατί ξεκίνησε το Βookstand;
Το Bookstand ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες από μια παρέα ανθρώπων με διαφορετικές μεν αφετηρίες και προτιμήσεις, αλλά με κοινό στοιχείο την αγάπη για το βιβλίο και την ανάγνωση. Έτσι, λοιπόν, μαζί με όσους προστέθηκαν στη συνέχεια, δημιουργήσαμε ένα περιοδικό που δεν φιλοδοξεί να κυνηγάει την εκδοτική επικαιρότητα παρουσιάζοντας αποκλειστικά νέες εκδόσεις, αλλά επιμένει περισσότερο στην απόλαυση και την ωφέλεια της ανάγνωσης, ανεξάρτητα αν αυτή προέρχεται από ένα παλιό βιβλίο ή από ένα που μόλις εκδόθηκε. Κάθε Τρίτη παρουσιάζουμε κείμενα που δεν σχολιάζουν μόνο τα ίδια τα βιβλία και τους συγγραφείς, αλλά στέκονται και στο υποκείμενο της ανάγνωσης, τον αναγνώστη, και στη σκηνοθεσία και την τέχνη της ευγενούς αυτής συνήθειας. Γιατί το Bookstand γράφεται από αναγνώστες και σε τέτοιους απευθύνεται.
Υπάρχουν αρκετές ιστοσελίδες, μπλογκ κ.λπ. που ασχολούνται με το βιβλίο. Αυτή η άνθιση στο Διαδίκτυο συνοδεύεται από μια αντίστοιχη άνθιση στο διάβασμα;
Η ανάπτυξη των διαδικτυακών σελίδων που ασχολούνται με το βιβλίο είχε ως κύριο αποτέλεσμα να αλλάξει σταδιακά τόσο η μορφή όσο και η ουσία του κριτικού λόγου, καθώς αποδεσμεύτηκε η λογοτεχνική κριτική από τα καθιερωμένα έντυπα και τους επαγγελματίες. Αυτή η ανανέωση έφερε με τη σειρά της τη δημιουργία κάποιων βιβλιοφιλικών κοινοτήτων (η διάδοση που γνώρισαν οι λέσχες ανάγνωσης τα τελευταία χρόνια δεν είναι μια εξέλιξη άσχετη από αυτά), αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτό δεν συνεπάγεται και ανάλογη αύξηση του αναγνωστικού κοινού. Μειώθηκε, ενδεχομένως, η μοναξιά των βιβλιοφίλων και πιθανώς κάποιοι αναγνώστες σταθεροποίησαν τη σχέση τους με το βιβλίο, μα δυστυχώς οι περισσότερες από τις σελίδες αυτές απευθύνονται σε ανθρώπους που ήδη διαβάζουν σχετικά συστηματικά, δεν δημιουργούν νέους αναγνώστες.
Είναι μια επαγγελματική λύση ή απλά ένα χόμπι; Αν κρίνω από τη δουλειά σας, χρειάζεται πολύς κόπος και χρόνος για να ετοιμάσετε τα αφιερώματα που κάνετε…
Η ανάγνωση είναι ένα διαρκές πάθος για μένα και τα βιβλία, προφανώς, καταλαμβάνουν έναν πολύ σημαντικό χώρο στη ζωή μου (και κυριολεκτικά, αφού με δυσκολία χωράνε πια μες στο σπίτι…). Το Bookstand είναι η έκφραση αυτού του πάθους. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, παρά να λειτουργεί με επαγγελματισμό κι ας απαιτεί αυτό προσωπική δαπάνη χρόνου και δυνάμεων. Μα, ό,τι αξίζει να κάνουμε στη ζωή μας έτσι το κάνουμε.
Κρίση και διανοούμενοι. Πιστεύετε πως οι Έλληνες διανοούμενοι έχουν «σταθεί στο ύψος των περιστάσεων»;
Δουλειά των διανοουμένων δεν είναι να βγαίνουν στον δρόμο για να φωνάζουν επαναστατικά συνθήματα ούτε να σηκώνουν τα μανίκια και να ρίχνονται στην πολιτική πράξη. Και το ένα και το άλλο εννοείται πως μπορούν να το κάνουν -κάποτε μάλιστα επιβάλλεται- παρόμοια όμως με κάθε άλλον πολίτη, αφήνοντας κατά κάποιον τρόπο στην άκρη την ιδιότητα του διανοουμένου. Γιατί η δουλειά του στοχαστή είναι ακριβώς αυτή: η εμβάθυνση στα γεγονότα, η ανάλυση των αιτιών τους και των αποτελεσμάτων τους, η αποστασιοποιημένη ματιά και η κριτική παρακολούθηση της επικαιρότητας. Και είναι αυτή δουλειά χρησιμότατη χωρίς την οποία καμία κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, πόσο μάλλον μια κρίση που όλοι δεχόμαστε πια ότι δεν είναι μόνο οικονομική, δημοσιονομική ή στενά πολιτική. Οι Έλληνες διανοούμενοι δυστυχώς την αντιμετωπίζουν, στην πλειοψηφία τους, σχεδόν δημοσιογραφικά και όσο παρορμητικά το κάνει ο καθένας από μας. Η κοινωνία μας όμως δεν έχει ανάγκη από αυτό.
Ποια είναι τα καλύτερα βιβλία που διαβάσατε το 2012; Τι άλλο κρατάτε από τη χρονιά που φεύγει;
Συγκρατώ το μυθιστόρημα του Κυριάκου Αθανασιάδη Ζα Ζα (Εκδ. Free Thinking Zone), που πραγματεύεται με εξαιρετικό τρόπο το ζήτημα της ελευθερίας και της ερωτικής επιθυμίας, καθώς και το Λύτρα (Εκδ. Πατάκη) του Ντέιβιντ Μαλούφ, ένα μυθιστόρημα που ξαναπιάνει το κορυφαίο ίσως ομηρικό επεισόδιο, τη συνάντηση του Αχιλλέα με τον Πρίαμο. Τη συλλογή θεωρητικών άρθρων του Θανάση Γιαλκέτση Σημειωματάριο ιδεών (Εκδ. Πόλις), που δημιουργεί ερεθίσματα και προσφέρει χρησιμότατα εργαλεία για την κατανόηση της πραγματικότητας των καιρών μας. Τις ώριμες ποιητικές συλλογές δύο σημαντικών ποιητών, του Μάρκου Μέσκου Τα λύτρα (Εκδ. Γαβριηλίδης) και του Τίτου Πατρίκιου το Σε βρίσκει η ποίηση (Εκδ. Κίχλη). Και, τέλος, τη μετάφραση των Χρονικών του Τάκιτου από τον Νίκο Πετρόχειλο (Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). Το 2012 έδειξε, νομίζω, ότι η κρίση σπρώχνει ορισμένους εκδότες να επενδύσουν στο σίγουρο best seller, αλλά συγχρόνως ωθεί κάποιους άλλους να γίνουν πιο αυστηροί στις επιλογές τους.
Γράμματα σε έναν πολύ νέο ποιητή. Το δικό σας βιβλίο. Τι θα λέγατε σε πεζό λόγο σε έναν πολύ νέο ποιητή που διαβάζει αυτές τις γραμμές;
Η ποίηση είναι ακριβώς ο τρόπος να παραμένουμε νέοι. Να γοητευόμαστε από την πραγματικότητα σαν να τη συναντάμε πρώτη φορά, να αντικρίζουμε κάθε μέρα τον κόσμο νέο απ’ την αρχή, να διακρίνουμε μέσα στην κωμωδία και την τραγωδία της καθημερινότητας την ποίηση που περιέχει, την ομορφιά, το θαύμα, το αίνιγμα. Ο ποιητής έχει τα μάτια του μικρού παιδιού και επιμένει να τα διατηρήσει. Σε μια εποχή, μάλιστα, όπου το μυθιστόρημα, η εικαστική δημιουργία, η μουσική, ο κινηματογράφος, η αρχιτεκτονική αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο σαν εμπορικά και μόνο προϊόντα, η ποίηση ως η τέχνη την οποία περιφρονούν όλοι οι οικονομικοί δείκτες φαίνεται ότι θα επιζήσει.