Εικόνα ενίσχυσης της Τουρκίας και σχετικής απομόνωσης του Ισραήλ. Της Αριάδνης Αλαβάνου.
Αν και δύο Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές της στρατιωτικής επέμβασης στη Λιβύη, Σαρκοζί και Κάμερον, επισκέφθηκαν τη Λιβύη την τρέχουσα εβδομάδα, τις ειδήσεις στον αραβικό κόσμο και πέραν αυτού σχεδόν τις μονοπώλησε η περιοδεία του Ρ. Τ. Ερντογάν στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τη Λιβύη.
Εκείνο που προξενεί εντύπωση εκ πρώτης όψεως είναι η μελετημένη επιλογή του χρόνου: Λίγο πριν τεθεί το θέμα της αναγνώρισης του παλαιστινιακού κράτους στον ΟΗΕ, στην οποία αντιτίθεται σφόδρα το Ισραήλ και βεβαίως οι ΗΠΑ, ο Ερντογάν συναντά τον Μ. Αμπάς στο Κάιρο και δηλώνει για μία ακόμη φορά την υποστήριξή του. Λίγο μετά την υποβάθμιση των διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων με το Ισραήλ, λόγω της άρνησής του να «ζητήσει συγνώμη» για τη δολοφονία εννέα Τούρκων υπηκόων, πέρσι, στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά», και αφού έχει επενδύσει πολλά στην καταδίκη του αποκλεισμού και των ισραηλινών πολέμων κατά της Γάζας εδώ και αρκετά χρόνια.
Επίσης, λίγο μετά την εισβολή Αιγυπτίων διαδηλωτών στην ισραηλινή πρεσβεία στο Κάιρο και κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης διαμαρτυρίας Ιορδανών διαδηλωτών στο Αμάν κατά του Ισραήλ για το θέμα της Παλαιστίνης, που ανάγκασε το τελευταίο να αποσύρει προσωρινά τον πρέσβη του.
Η Τουρκία φιλοδοξεί να καλύψει το κενό
Πέρα από τις ανοησίες, για λόγους εντυπωσιασμού, του Τύπου -«υποδοχή ροκ σταρ ή ήρωα» έγραψαν δυτικές και αραβικές εφημερίδες- η αλήθεια είναι ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός φαίνεται να αξιοποιεί αρκετά έξυπνα τόσο το αραβικό αίσθημα υπέρ των δοκιμαζόμενων Παλαιστίνιων, που πλέον μπορεί να εκφράζεται πολύ πιο ελεύθερα μετά την πτώση των αυταρχικών καθεστώτων, όσο και την απογοήτευση που δημιουργεί στον αραβικό πληθυσμό η συμβιβαστική στάση των αραβικών καθεστώτων έναντι της γενοκτονικής και επιθετικής πολιτικής του Ισραήλ. Βεβαίως η προβαλλόμενη εικόνα διαφοροποιείται αρκετά, αν συμπεριληφθεί το κουρδικό πρόβλημα της Τουρκίας, όπου ο Ρ.Τ. Ερντογάν βρίσκεται προ μεγάλης δοκιμασίας της ειλικρίνειάς του όσον αφορά την υποστήριξη των λαϊκών δικαιωμάτων, ενώ στο θέμα της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της στρατιωτικής κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού, η πολιτική του μπορεί να παραλληλιστεί με αυτή του Ισραήλ έναντι της Παλαιστίνης.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Τουρκία έχει καταγραφεί στην ιστορική μνήμη της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής ως κατακτητική δύναμη και ότι το δόγμα του «νεο-οθωμανισμού» ξύνει παλιές πληγές. Ωστόσο, οι νέες ισχυρές τάσεις που δημιουργούνται από τις πολιτικές και οικονομικές μεταβολές στην περιοχή ωθούν εξ αντικειμένου την Τουρκία να αναλάβει ένα ρόλο που γεμίζει το κενό το οποίο αφήνει στην περιφερειακή πολιτική η εξασθένηση χωρών όπως η Συρία, το Ιράκ, η Αίγυπτος ακόμη και η Λιβύη επί Καντάφι. Η Τουρκία εμφανίζεται ως αυτή που έχει αντιληφθεί τις αλλαγές και έχει κατορθώσει να μετατοπίσει τον άξονα της εξωτερικής πολιτικής της στη Μ. Ανατολή: Από τον παθητικό ρόλο που της επιφύλασσε η σχεδόν αποκλειστική συμμαχία με το Ισραήλ, πέρασε σε έναν πιο ενεργητικό και πολυδιάστατο ρόλο που φαίνεται να θέτει στο επίκεντρο ένα είδος τουρκο-αραβικής συνεργασίας. Η άποψη ότι Ισλάμ και κοσμικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα δεν είναι πράγματα αλληλοαποκλειόμενα αποτελεί μία από βασικές πτυχές αυτής της αντίληψης. Έτσι, εκτός από το ότι σήμερα φαίνεται να παίζει το «πρώτο βιολί» στην αντιπαράθεση με το Ισραήλ για το παλαιστινιακό ζήτημα, η Τουρκία μπορεί και παρεμβαίνει ως μεσάζων στις φατριαστικές θρησκευτικές αντιπαλότητες στον Λίβανο και στο Ιράκ, διατηρεί καλές σχέσεις με το Ιράν, είχε την ετοιμότητα να υποστηρίξει από τους πρώτους την παραίτηση του Μουμπάρακ και του Μπεν Άλι, παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα στη Συρία και παρόλο που στο θέμα του Καντάφι άργησε κάπως να ταχθεί υπέρ της απομάκρυνσής του, έσπευσε να δώσει 300 εκατ. δολάρια βοήθειας στο Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο (ΕΜΣ) της Βεγγάζης. Ταυτόχρονα, παρουσιάζεται να έχει βασικό ρόλο σε όλους τους δυτικούς σχεδιασμούς που διέρρευσαν για τη μετακανταφική κατάσταση στη Λιβύη, ως μέλος του ΝΑΤΟ.
Συνολικά, η Τουρκία είναι σε θέση να ακούγεται από πολλούς στην περιοχή και να απευθύνεται τόσο στις λαϊκές δυνάμεις όσο και στις ελίτ, ενώ το Ισραήλ έχει περιέλθει σε μια θέση σχετικής απομόνωσης, στο βαθμό που οι γενικότερες εξελίξεις εγκυμονούν αλλαγές στις σχέσεις με τις δύο αραβικές χώρες που έχουν υπογράψει συνθήκη ειρήνης μαζί του, την Ιορδανία και την Αίγυπτο. Η μεν Ιορδανία επηρεάζεται σοβαρά από τις εξελίξεις στο παλαιστινιακό ζήτημα (ο μισός πληθυσμός της χώρας είναι παλαιστινιακής καταγωγής), στη δε Αίγυπτο δυναμώνουν οι φωνές για μια αναθεώρηση των συνθηκών με το Ισραήλ. Η δήλωση του Αιγύπτιου πρωθυπουργού, Ε. Σαράφ, ότι η συνθήκη του Καμπ Ντέιβιντ είναι «ανοιχτή σε συζήτηση» και δεν είναι «ιερή» σίγουρα δεν θα μπορούσε να γίνει σε άλλη εποχή και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι έγινε στο πλαίσιο της επίσκεψης Ερντογάν.
Οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις
Ο ρόλος της Τουρκίας διευκολύνεται από τις οικονομικές θέσεις που έχει κατακτήσει τα τελευταία χρόνια στον αραβικό κόσμο. Ως προς αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αίγυπτο ο Ερντογάν συνοδευόταν από 6 υπουργούς και περίπου 200 επιχειρηματίες που σχεδιάζουν επενδύσεις στη Β. Αφρική. Η συμφωνία για αύξηση του εμπορίου με την Αίγυπτο από 3 στα 5 δισ. δολάρια αντισταθμίζει σχεδόν τις απώλειες της Τουρκίας από την επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ, παράλληλα ίσως βελτιώσει τις προοπτικές της για μια συμφωνία με την Αίγυπτο σχετικά με τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) και να της επιτρέψει να παρεμβληθεί στο παιχνίδι που παίζεται στον τομέα της ενέργειας στην Αν. Μεσόγειο από τον οποίο φαίνεται να την εξαιρεί ο πρόσφατα δημιουργηθείς άξονας Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας. Γενικότερα, το 2010, οι εμπορικές σχέσεις της Τουρκίας με τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική αποτιμούνταν σε 30 δισ. δολάρια που αντιστοιχούν στο 27% των τουρκικών εξαγωγών προς αυτή την περιοχή. Στην Αίγυπτο, έχει επενδυθεί 1,5 δισ. δολάρια από 250 τουρκικές επιχειρήσεις.
Πολιτικά, ο Ερντογάν με τις ενέργειές του επιχειρεί να τοποθετήσει την Τουρκία στο επίκεντρο της αραβικής άνοιξης ως χώρα που υποστηρίζει τη δημοκρατία, αλλά και ως μοντέλο για τις χώρες όπου έχουν ισχυρή παρουσία ισλαμικά κόμματα. Το παλαιστινιακό και οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις μιλούν στο συναίσθημα των απλών ανθρώπων, το πρότυπο της Τουρκίας, –διακυβέρνηση ενός ήπιου ισλαμικού κόμματος, βάσει ενός κοσμικού συντάγματος, με τους στρατηγούς περιορισμένους στους στρατώνες και με ισχυρή οικονομική μεγέθυνση– μπορεί να εμπνεύσει τις ελίτ. Η προβολή του «μοντέλου Τουρκία» που επιχείρησε ο Ερντογάν στην περιοδεία του αποτελεί μια έμμεση πλην όμως σαφή υποστήριξη των ισλαμικών κομμάτων –ίσως και υπόδειξη προς τα πιο ακραία στοιχεία τους– στην Αίγυπτο και την Τυνησία ιδίως προ των εκλογών που θα γίνουν τους επόμενους μήνες και στις δύο χώρες.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι μονοδιάστατα. Οι δηλώσεις του Ερντογάν στην αιγυπτιακή τηλεόραση περί κοσμικότητας του κράτους προκάλεσαν αντιδράσεις από τα πιο συντηρητικά στοιχεία της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Στην άλλη πλευρά των δυτικών συνόρων, ο Μ. Τζαλίλ του ΕΜΣ της Λιβύης δήλωσε ότι πηγή της νομοθεσίας θα είναι η σαρία αν και στο πλαίσιο ενός «μετριοπαθούς Ισλάμ», αλλά ουδείς γνωρίζει ακόμη ποιες θα είναι οι εξελίξεις εκεί. Παράλληλα, η παρέμβαση στην περιφερειακή πολιτική και το πρότυπο που προβάλλει η Τουρκία μπορεί να μην είναι καθόλου ευπρόσδεκτα από την άλλη αναδυόμενη πολιτικά δύναμη, το Συμβούλιο του Κόλπου με επικεφαλής τους Σαουδάραβες μονάρχες. Με λίγα λόγια, η Τουρκία δεν είναι μόνη της στην αρένα και οι Σαούντ «ταΐζουν» με τόνους πετροδολάρια τον Ταντάουι και το στρατιωτικό συμβούλιο της Αιγύπτου, οικοδομώντας ταυτόχρονα μια συμμαχία των μοναρχιών στην περιοχή, με τη συμπερίληψη της Ιορδανίας και του Μαρόκου στο Συμβούλιο του Κόλπου. Μια βασιλευομένη Λιβύη και η αύξηση της ισχύος των συντηρητικών στοιχείων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο είναι λογικό να θεωρούνται βασικές επιδιώξεις των Αράβων μοναρχών.
Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική ηγεσία φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι μακροπρόθεσμα η πολιτική που ακολουθεί συντονίζεται πιο καλά με τις τάσεις που αναδύονται στην περιοχή μετά την ανατροπή των καθεστώτων της Αιγύπτου και της Τυνησίας. Το «μοντέλο Τουρκία» δίνει περισσότερες εγγυήσεις για τη συγκράτηση, σε ορισμένα πλαίσια, της ριζοσπαστικότητας που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλα τμήματα του αραβικού λαού, αλλά και των ακραίων ισλαμιστών, φαινόμενα που συν τω χρόνω μπορεί να δημιουργήσουν μεγάλη ανησυχία στους ιμπεριαλιστικούς κύκλους της Δύσης.