(Στον Γιώργο Βαρελά). Του Μάκη Μαλαφέκα.

Όχι, ο κόσμος δεν συρρέει προς το Ραδιομέγαρο επειδή «αγαπάει την ΕΡΤ», όπως μας λέει συγκινημένη η επί είκοσι χρόνια κλώνος της Φώφης και άρτι πασιοναριοποιημένη, Βάλια Πετούρη.
Ο κόσμος πηγαίνει κάθε μέρα στην Αγία Παρασκευή διότι η ζωή του έχει ποδοπατηθεί, η αξιοπρέπειά του χίλιες φορές έχει προσβληθεί, διότι έχει χάσει το χρώμα του, τη λάμψη τού βλέμματός του, διότι του έχουν στερήσει τα βασικά, διότι γύρω του μυρίζει θάνατο και ό,τι γνώριζε από παλιά καταρρέει σαν τραπουλόχαρτο – μαζί κι η ΕΡΤ, μα μόνον ως μετασεισμικό φαινόμενο της δικής του βιωματικής κατακρήμνισης. Κι ούτε πάει εκεί για ν’ ακούσει Χατζιδάκι, αλλά για να ξαναβρεί τον εαυτό του, να σμίξει με τους πλησίους του, να πάει εκεί που υπάρχει ζωή, που κάτι συμβαίνει. Πηγαίνει προς αυτό που νιώθει ως την τελευταία συνάθροιση πολιτισμένων ανθρώπων, την τελευταία του ελπίδα. Οδηγημένος απ’ το σοφό του ένστικτο κατευθύνεται προς κάτι που μπορεί να μεταβληθεί, επιτέλους, στη δική του νίκη.
Ο Σαμαράς απέτυχε πλήρως στο σκηνοθετικό κομμάτι της κίνησής του (ακριβώς όπως κι ο ΓΑΠ με το σπασμωδικό του «δημοψήφισμα»). Θεώρησε ότι η διαχείριση των ίματζ μέικερ, φασιστο-μάνατζερ και τηλεσκηνοθετών τύπου Μιχελάκη, Κεδίκογλου, Λιάτσου, Φαήλου, αδελφών Βορίδη και δεν συμμαζεύεται, αρκούσε, με τη γνωστή της εξαχρειωτική-αποχαυνωτική συνταγή, για να περάσει στο ντούκου (ίσως και σαν «χαρούμενη εκτροπή») ένα τόσο χοντροκομμένο παραλήρημα κοινωνικού αυταρχισμού. Όμως η τέχνη της σκηνοθεσίας είναι κάτι παραπάνω από πετυχημένο μοντάζ και ρυθμική επανάληψη οπτικοακουστικών μηνυμάτων. Όταν έρχεται η ώρα να μπουν στο παιχνίδι οι πραγματικοί άνθρωποι του μετιέ, οι μπαρουτοκαπνισμένοι, που πραγματικά ξέρουν τι σημαίνει πλάνο, φως, βάθος πεδίου, διάρκεια και ρυθμός, τότε μπορούμε ίσως να συλλάβουμε γιατί ο Παζολίνι είναι μεγαλύτερος όχι μόνο από τον Τζεφιρέλι αλλά κι απ’ τον ίδιο τον Ματθαίο. Γιατί ο Αϊζενστάιν πραγματοποίησε την τελειότερη απεργία του 20ού αιώνα και ο Κασσαβέτης την πιο αναπάντεχη ανατροπή θεατρικής πρεμιέρας.
Όταν χτυπάς στην καρδιά της, προσβλητικότατα, μια ολόκληρη στρατιά από καλλιτέχνες, μουσικούς, οπερατέρ, τεχνικούς φωτισμού, ηλεκτρολόγους, γραφιάδες, φωτογράφους, σκηνογράφους, μακινίστες, και τους θέτεις ωμά μπροστά στο φάσμα τού ηθικού και φυσικού τους εκμηδενισμού, τότε πρέπει να έχεις απόλυτη επίγνωση ότι παίρνεις χοντρά ρίσκα. Γιατί τίποτα δεν συγκρίνεται με τη φύση του μετιέ όταν αυτό αντιλαμβάνεται ότι μόνη του διέξοδος είναι η επιστράτευση, ταυτόχρονα αυθόρμητη και συντονισμένη, των επιμέρους τεχνογνωσιών του, στην υπηρεσία της προαναγγελίας της ήττας του αντιπάλου. Και καμία σεκάνς δεν είναι πιο απρόβλεπτη απ’ αυτήν της οποίας οι παθητικοί θεατές μεταβάλλονται ξαφνικά σε πρωταγωνιστές της πραγματικής, επανοικειοποιημένης ζωής τους.
Και ξέρεις, επίδοξε Μακάρθι, με την τέχνη δεν παίζουμε. Όταν κάποιος είναι ικανός να φανταστεί (κυρίως να φανταστεί) και να σκηνοθετήσει με τέτοια στυλιστική αρτιότητα την ήττα σου, είναι ικανός και να σου γαμήσει το κέρατο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!