Και ο διδακτισμός ως ερμηνευτική άποψη. Της Έλενας Πατρικίου
Στις 27 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου, ο Πέτερ Στάιν αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Σε συνέντευξή του στο Βήμα της περασμένης Κυριακής, ο αρχαίος συνιδρυτής της πάλαι ποτέ ένδοξης βερολινέζικης Σάουμπύνε μίλησε με αμήχανη ασάφεια για το σκηνοθετικό του έργο και κατηγορηματική σαφήνεια για την ποιότητα των οικονομικών σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας ή ευρωπαϊκού Νότου και Βορρά.
«Έχω παιδαγωγικό σύστημα […]. Με ενδιαφέρει η θεατρική έρευνα. Όχι τόσο στο επίπεδο της αισθητικής, όσο σε εκείνο της γνώσης, του τί σημαίνει θέατρο», είπε, για να καταλήξει στην (ταπεινόφρωνα; υπερφίαλη; απλώς κενή;) φράση «δεν έχω προσωπικό στυλ»!!! Το είχαμε υποψιαστεί ήδη από τα τέλη των μακαριστών ετών ’70 πως τόσο η εκθαμβωτικής μιμητικής ικανότητας σκηνοθεσία της Μάνας του Μπρεχτ όσο και η μεταγενέστερη δεξιοτεχνικής ακρίβειας αναβίωση των στανισλαβσκικών Τριών Αδελφών του Τσέχωφ δεν ήταν τελικά θεατρικές ασκήσεις πάνω στα σκηνοθετικά πρότυπα συστήματα των μεγάλων δασκάλων, αλλά ακριβή αντίγραφα, επιδέξια, αλλά πάντως πλαστά. Ασκήσεις ακροβατισμού, που πρότειναν την δυτικοβερολινέζικη Σάουμπύνε ως προοδευτικότερη τόσο του αγκυλωμένου ανατολικοδημοκρατικού Μπερλίνερ Ανσάμπλ όσο και του εξίσου βαλτωμένου στα μπρεζνιεβικά καλλιτεχνικά απόνερα Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Ναι, μας είχε πείσει ο Στάιν, το Δυτικό Βερολίνο, επιχορηγώντας αδρά μία θεατρική «λαϊκοδημοκρατική» κοινότητα σαν την Σάουμπύνε, προσέφερε στην Ευρώπη ένα θέατρο ικανό να ξεπεράσει σε πιστότητα τα ίδια τα πρότυπα. Ναι, ο καπιταλισμός, βελτιωμένος και διορθωμένος από το πνεύμα του Μάη του ’68 στην αγχωτική γερμανική εκδοχή που επεξεργάστηκαν οι απόγονοι του ναζισμού (και ο πατέρας του Στάιν, όπως πολλοί αντίστοιχοι μπαμπάδες, κάνει κάποια χρόνια φυλακή ως συνεργάτης του ναζιστικού καθεστώτος), προσέφερε μία καλλιτεχνική επανάσταση. Μόνο που τελικά η «επανάσταση» αυτή απεδείχθη άκρως άνυδρη, μια μεταμοντερνιά στερούμενη «προσωπικού στυλ», τόσο για τον Στάιν όσο και για τους συνοδοιπόρους του, τον Κλάους Γκρύμπερ ή τον Μπομπ Γουίλσον.
Απομένει ο διδακτισμός, καλλιτεχνικός ή πολιτικός, ως αφόρητο κατακάθι των παλαιών μιμητικών ασκήσεων στο στυλ των πρωτοπόρων: «Οι πολιτικοί τα κάνουν όλα μαντάρα, αλλά δεν φταίνε μόνο εκείνοι. Αν θέλεις να σώσεις την κοινωνία, πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά. Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και τον Νότο της Ιταλίας. Στον Βορρά, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά [sic]». Κάπως έτσι η Ιταλία «βρήκε μόνη της [δηλαδή χωρίς ΔΝΤ και τρόικες] τον τρόπο. Οι πολιτικοί παραδέχθηκαν ότι δεν μπορούν κι έτσι την εξουσία ανέλαβαν οι τεχνοκράτες». Ο πρωτοποριακός σκηνοθέτης του ’70 ισοπέδωσε το πολιτικό νόημα της Ορέστειας μεταμφιέζοντας τον χορό των Αργείων γερόντων σε συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους μίας κεντροευρωπαϊκής κρατικής μηχανής. Τώρα, παρεπιδημών ως άλλος Γκαίτε σε μία Ταορμίνα, ισοπεδώνει την πολυπλοκότητα των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με αντιδραστική αφέλεια: «Οι Έλληνες ζητούν χρήματα από τους Γερμανούς και οι Γερμανοί θέτουν όρους. Το βρίσκω λογικό, πολύ περισσότερο όταν βλέπω τα έξοδα που κάνεις. Αν συνεχίσεις το ίδιο lifestyle [sic!!!], δεν θα μπορέσεις να μου τα επιστρέψεις». Για να καταλήξει: «Αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ποιός είναι ο ένοχος»!
Ίσως ο ένοχος, εν μέρει τουλάχιστον, να είναι το γεγονός πως εσείς, Πέτερ Στάιν, εκχωρήσατε την αναζήτηση της ουσίας του θεάτρου στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός μιμητικού «lifestyle», εκχωρήσατε την διερεύνηση της αισθητικής στον παιδαγωγισμό, εκχωρήσατε εντέλει το πολιτικό αίνιγμα του Αισχύλου στον διδακτισμό της γερμανικής φιλολογίας του Βιλαμόβιτς.
Ίσως ο ένοχος, όχι για την κρίση, αλλά για τον απλουστευτικό σας διδακτισμό, να είναι το γεγονός πως πάντα προτιμήσατε τον καθωσπρεπισμό της μεταμοντέρνας μίμησης από την αισθητική και πολιτική επαναστατικότητα των προτύπων σας.
«Έχω παιδαγωγικό σύστημα […]. Με ενδιαφέρει η θεατρική έρευνα. Όχι τόσο στο επίπεδο της αισθητικής, όσο σε εκείνο της γνώσης, του τί σημαίνει θέατρο», είπε, για να καταλήξει στην (ταπεινόφρωνα; υπερφίαλη; απλώς κενή;) φράση «δεν έχω προσωπικό στυλ»!!! Το είχαμε υποψιαστεί ήδη από τα τέλη των μακαριστών ετών ’70 πως τόσο η εκθαμβωτικής μιμητικής ικανότητας σκηνοθεσία της Μάνας του Μπρεχτ όσο και η μεταγενέστερη δεξιοτεχνικής ακρίβειας αναβίωση των στανισλαβσκικών Τριών Αδελφών του Τσέχωφ δεν ήταν τελικά θεατρικές ασκήσεις πάνω στα σκηνοθετικά πρότυπα συστήματα των μεγάλων δασκάλων, αλλά ακριβή αντίγραφα, επιδέξια, αλλά πάντως πλαστά. Ασκήσεις ακροβατισμού, που πρότειναν την δυτικοβερολινέζικη Σάουμπύνε ως προοδευτικότερη τόσο του αγκυλωμένου ανατολικοδημοκρατικού Μπερλίνερ Ανσάμπλ όσο και του εξίσου βαλτωμένου στα μπρεζνιεβικά καλλιτεχνικά απόνερα Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Ναι, μας είχε πείσει ο Στάιν, το Δυτικό Βερολίνο, επιχορηγώντας αδρά μία θεατρική «λαϊκοδημοκρατική» κοινότητα σαν την Σάουμπύνε, προσέφερε στην Ευρώπη ένα θέατρο ικανό να ξεπεράσει σε πιστότητα τα ίδια τα πρότυπα. Ναι, ο καπιταλισμός, βελτιωμένος και διορθωμένος από το πνεύμα του Μάη του ’68 στην αγχωτική γερμανική εκδοχή που επεξεργάστηκαν οι απόγονοι του ναζισμού (και ο πατέρας του Στάιν, όπως πολλοί αντίστοιχοι μπαμπάδες, κάνει κάποια χρόνια φυλακή ως συνεργάτης του ναζιστικού καθεστώτος), προσέφερε μία καλλιτεχνική επανάσταση. Μόνο που τελικά η «επανάσταση» αυτή απεδείχθη άκρως άνυδρη, μια μεταμοντερνιά στερούμενη «προσωπικού στυλ», τόσο για τον Στάιν όσο και για τους συνοδοιπόρους του, τον Κλάους Γκρύμπερ ή τον Μπομπ Γουίλσον.
Απομένει ο διδακτισμός, καλλιτεχνικός ή πολιτικός, ως αφόρητο κατακάθι των παλαιών μιμητικών ασκήσεων στο στυλ των πρωτοπόρων: «Οι πολιτικοί τα κάνουν όλα μαντάρα, αλλά δεν φταίνε μόνο εκείνοι. Αν θέλεις να σώσεις την κοινωνία, πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά. Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και τον Νότο της Ιταλίας. Στον Βορρά, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά [sic]». Κάπως έτσι η Ιταλία «βρήκε μόνη της [δηλαδή χωρίς ΔΝΤ και τρόικες] τον τρόπο. Οι πολιτικοί παραδέχθηκαν ότι δεν μπορούν κι έτσι την εξουσία ανέλαβαν οι τεχνοκράτες». Ο πρωτοποριακός σκηνοθέτης του ’70 ισοπέδωσε το πολιτικό νόημα της Ορέστειας μεταμφιέζοντας τον χορό των Αργείων γερόντων σε συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους μίας κεντροευρωπαϊκής κρατικής μηχανής. Τώρα, παρεπιδημών ως άλλος Γκαίτε σε μία Ταορμίνα, ισοπεδώνει την πολυπλοκότητα των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με αντιδραστική αφέλεια: «Οι Έλληνες ζητούν χρήματα από τους Γερμανούς και οι Γερμανοί θέτουν όρους. Το βρίσκω λογικό, πολύ περισσότερο όταν βλέπω τα έξοδα που κάνεις. Αν συνεχίσεις το ίδιο lifestyle [sic!!!], δεν θα μπορέσεις να μου τα επιστρέψεις». Για να καταλήξει: «Αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ποιός είναι ο ένοχος»!
Ίσως ο ένοχος, εν μέρει τουλάχιστον, να είναι το γεγονός πως εσείς, Πέτερ Στάιν, εκχωρήσατε την αναζήτηση της ουσίας του θεάτρου στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός μιμητικού «lifestyle», εκχωρήσατε την διερεύνηση της αισθητικής στον παιδαγωγισμό, εκχωρήσατε εντέλει το πολιτικό αίνιγμα του Αισχύλου στον διδακτισμό της γερμανικής φιλολογίας του Βιλαμόβιτς.
Ίσως ο ένοχος, όχι για την κρίση, αλλά για τον απλουστευτικό σας διδακτισμό, να είναι το γεγονός πως πάντα προτιμήσατε τον καθωσπρεπισμό της μεταμοντέρνας μίμησης από την αισθητική και πολιτική επαναστατικότητα των προτύπων σας.
Σχόλια