Το τελευταίο διάστημα, μέσα στην πανδημία προβάλλεται όλο και πιό έντονα από ισχυρά συστημικά κέντρα το σύνθημα για μια «Μεγάλη Επανεκκίνηση». Τον Ιούνιο του 2020 μάλιστα εκδόθηκε το βιβλίο «Covid-19: The Great Reset» (1) που φιλοδοξεί να παρουσιαστεί σαν το μανιφέστο αυτής της εκστρατείας. Δηλωτικό του προσανατολισμού του βιβλίου είναι ότι υπογράφεται από τον ιδρυτή του WEF (Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ) Κλάους Σβαμπ (Klaus Schwab), Τόσο το WEF (διοργανωτής των ετήσιων διεθνών συναντήσεων του Νταβός) όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας παίζουν κεντρικό ρόλο στην οργάνωση της προώθησης ενός συνόλου ιδεών και αντιλήψεων που συνθέτουν αυτό που προβάλλεται ως ένα πολιτικό πρόγραμμα «Μεγάλης Επανεκκίνησης». Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι οι επιδιώξεις αυτές έχουν σημαντικό χρονικό βάθος. Ήδη από το 2015 η Κρ. Λαγκάρντ εμφανίζεται να προωθεί με συνεκτικό τρόπο αυτή την πλατφόρμα κωδικοποιώντας την με τον ίδιο όρο, βασικές θέσεις του προγράμματος αυτού έχουν περάσει στην «Ατζέντα 2030: στόχοι για την αειφόρο ανάπτυξη» του ΟΗΕ, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος και με τα ίδια κλισέ και σκεπτικά έχει τοποθετηθεί επανειλημμένα ο Μπίλ Γκέιτς και άλλοι ααπό τον κόσμο των μεγάλων επιχειρήσεων.

Οι πιό εμβληματικές θεματικές/μοτίβα που προβάλλονται –θυμίζοντας συχνά «άρθρα ενός συμβόλου θρησκευτικής πίστεως»– στο πλαίσιο αυτής της πλατφόρμας είναι η «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση» (2), η «ψηφιοποίηση» όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής, οι «Πράσινες πολιτικές», και μια «επιχειρηματικότητα που θέλει να εμφανίζεται ότι λαβαίνει υπ’ όψη της όλα τα ενδιαφερόμενα κοινωνικά μέρη –stakeholders– (δηλαδή όχι μόνο τους μετόχους της εταιρείας αλλά και τους διάφορους τομείς που εκπροσωπούν το ευρύτερο «κοινωνικό σύνολο»). Πίσω από μια αλαζονικά οπτιμιστική ρητορική «του καλοζωισμένου ατομιστή αστού» δεν είναι εύκολο να κρυφτεί η επιδίωξη της επιβολής ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος ολοκληρωτικού κοινωνικού απαρτχάιντ. Θα επιχειρήσουμε συνοπτικά σε αυτό το σημείωμα να δώσουμε μια βασική εκτίμηση που ορίζει και μια στάση απέναντι σε αυτές τις θέσεις του στρατοπέδου της παγκοσμιοποίησης. Θα χρειαστεί να επανερχόμαστε σε αυτά τα θέματα πάντως γιατί η «Μεγάλη Επανεκκίνηση» κωδικοποιεί αυτή την περίοδο την πιο επιδραστική μορφή μιας συνολικής και σε παγκόσμιο επίπεδο καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που προωθούν οι επιθετικότερες μερίδες του κεφαλαίου. Και εδώ πέραν της αποκάλυψης και της καταγγελίας αυτό που κυρίως λείπει είναι η σοβαρή και σε βάθος μελέτη και ανάλυση «του χαρακτήρα και των κινήσεων του αντιπάλου».

Το γεγονός ότι σήμερα η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση λέει ότι θέλει να επιβάλει το νόμο της, δεν σημαίνει ότι θα το μπορέσει κιόλας. Και σίγουρα εντυπωσιάζει η αδυναμία του ηγεμονικού της σχεδίου αν συγκριθεί ακόμα και με πρόσφατες εποχές, ιδιαίτερα εκείνη της μεταπολεμικής περιόδου που έληξε τη δεκαετία του ‘70

Ο κορωνοϊός ως «ευκαιρία» επιβολής μιας «νέας τάξης» παγκόσμιου ολοκληρωτισμού

Μέσα στην πανδημία δηλώνεται επιθετικά από το ρεύμα της «Μεγάλης Επανεκκίνησης» ότι τώρα είναι η ευκαιρία για την επιβολή μιας «νέας τάξης». Ευθύς εξ αρχής το βιβλίο στο οποίο αναφερόμαστε δηλώνει ότι τώρα είναι η ώρα για την βίαιη, απότομη και ανεπίστρεπτη προώθηση ενός συνόλου αναδιαρθρώσεων που έχουν αποδοθεί κωδικοποιημένα από τον ίδιο συγγραφέα στο βιβλίο του «η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση» ήδη από το 2016. Γιατί τώρα; 1) Διότι γίνεται η εκτίμηση ότι η φύση της πανδημίας ελαχιστοποιεί τις πιθανές κοινωνικές αντιδράσεις. Και εδώ σημειώνεται η μεγάλη άνεση με την οποία πέρασαν αδιανόητα μέτρα και διευθετήσεις με όχημα την υγειονομική έκτακτη κατάσταση. 2) Επειδή μετά την πανδημία εκτιμάται ότι δεν θα αργήσουν να εκδηλωθούν μεγάλες, και με ανανεωμένη ένταση, κοινωνικές αντιδράσεις που θα απονομιμοποιούν περαιτέρω και θα στοχοποιούν τα πολιτικά συστήματα και τις κρατικές εξουσίες. Το θέμα του «φόβου των μαζών» διαπερνά όλο το βιβλίο και στις δύο του διαστάσεις: Φόβος που προκαλούν οι αντιδράσεις «των μαζών» αλλά και διάθεση χειρισμού του φόβου και της έλλειψης αυτοπεποίθησης και συγκρότησης που έχουν «οι μάζες» αυτή την περίοδο – άρα «ευκαιρία επιβολής λύσεων».

Δύο βασικές γραμμές διατρέχουν όλο το βιβλίο: 1) Η παρουσίαση των επιχειρούμενων τεκτονικών αναδιαρθρώσεων ως αναγκαιότητα με «ισχύ φυσικού νόμου». Εδώ ο τεχνολογικισμός (Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση – ψηφιοποίηση) είναι βασική ιδεολογική αιχμή. Το θέμα έχει μεγάλο ιστορικό βάθος (έχει εμφανιστεί και στις μεγάλες κρίσεις του 20ού αιώνα) και επιδραστικότητα και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καίριο από όσους επιδιώκουν την κοινωνική χειιραφέτηση Εδώ το καταγράφουμε σαν κεντρικό και θα επανέλθουμε ειδικά σε αυτό σε επόμενο σημείωμα 2) Σε συνάφεια με όσα λέχθηκαν στο (1) υπάρχει η διαρκής υπόμνηση της ιατρικοποίησης της πολιτικής νομιμοποίησης. Με άλλα λόγια, η εκμετάλλευση της πανδημίας για την μονιμοποίηση της περιθωριοποίησης της πολιτικής αμφισβήτησης με όρους «υγιούς σκέψης».

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινείται παθητικά με πυξίδα το «Great Reset»

Άκρως δηλωτικό των προσανατολισμών και των επιλογών του, το γεγονός ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν χάνει ευκαιρία να επιδεικνύει ως διαπιστευτήριο (όπως φέρει το ελληνικό σημαιάκι στη μάσκα του) το ομότιτλο βιβλίο πάνω στο γραφείο του. Μια σειρά επίσης από αλληλοσυσχετιζόμενες πλευρές μέσα στο πολιτικό σύστημα –επιτροπή Πισαρίδη, το «Δίκτυο για την Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» της Α. Διαμαντοπούλου, το ΕΛΙΑΜΕΠ, κύκλοι της κεντροαριστεράς Σημιτικής, Δημαρικής και Συριζικής κοπής– βρίσκονται συντονισμένοι στην ίδια κατεύθυνση και με την ίδια «ξύλινη» φρασεολογία που φαίνεται να έχει γίνει προαπαιτούμενο προκειμένου να ανοίξουν οι πόρτες για ακαδημαϊκές σταδιοδρομίες.

Και βέβαια αν πρόκειται να ξεφύγουν τα πράγματα από το σημερινό τέλμα αφόρητου μικροπολιτικού τσιμπολογήματος που επικρατεί, και να γίνει μια προσπάθεια ανοίγματος ενός δρόμου διεξόδου για το λαό και τη χώρα, θα πρέπει να υπάρξει σοβαρή απασχόληση με τις κύριες πλευρές της ελληνικής εκδοχής του «Great Reset»:

Στερέωση του νέου καθετώτος ημιαποικίας – αναζωογονημένος μεταπρατισμός στις νέες πίστες της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης και των πράσινων αναδιαρθρώσεων – υποτελής δορυφοροποίηση και κατακερματισμός της χώρας σε οικονομικές και γεωπολιτικές ζώνες.

Μέσα από το βιβλίο δηλώνεται ότι τώρα είναι η ώρα για την βίαιη, απότομη και ανεπίστρεπτη προώθηση ενός συνόλου αναδιαρθρώσεων που έχουν αποδοθεί κωδικοποιημένα από τον Κλάους Σβαμπ στο βιβλίο του «η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση» ήδη από το 2016. Γιατί τώρα; Διότι γίνεται η εκτίμηση ότι η φύση της πανδημίας ελαχιστοποιεί τις πιθανές κοινωνικές αντιδράσεις. Και εδώ σημειώνεται η μεγάλη άνεση με την οποία πέρασαν αδιανόητα μέτρα και διευθετήσεις με όχημα την υγειονομική έκτακτη κατάσταση

Λίγα πρώτα λόγια για βασικά ζητήματα που θίγει το βιβλίο «Great Reset»

Σίγουρα έχει ιδιαίτερη σημασία ο κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο αναγνωρίζονται το βάθος και τα αδιέξοδα της πολύπλευρης κρίσης της τρέχουσας περιόδου –κρίσης του συστήματος της παγκοσμιοποίησης και τεράστιων κοινωνικών συγκρούσεων που σοβούν– και δηλώνεται «το τέλος του νεοφιλελευθερισμού», η «ανάγκη αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών και μιας μεγάλης αναδιανομής πλούτου». Η προσέγγιση είναι ολιστική και εκτείνεται σε μια πρόθεση αναδιάρθρωσης όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής. Κάτω απ’ αυτή την «ανοιχτή», «ειλικρινή» επιφάνεια, σημασία έχουν βέβαια τα περιεχόμενα και η ιδεολογική γραμμή και θέση.

  • Δυσκολίες, συστημικοί κίνδυνοι, και η αναδιοργάνωση του χρόνου και του χώρου: Εξ αρχής εντοπίζονται τρία βασικά χαρακτηριστικά –εστίες συστημικών κινδύνων και αστάθειας– που κυριαρχούν στην τρέχουσα κατάσταση: Αλληλοσύνδεση, ταχύτητα, και πολυπλοκότητα. Η αντιμετώπιση και των τριών παραπέμπει στο θέμα της ριζικής αναδιοργάνωσης του χώρου και του χρόνου σε όλα τα επίπεδα (από το διεθνές σύστημα, στο επίπεδο οργάνωσης των σχέσεων εντός της κάθε κοινωνίας, μέχρι τη συγκρότηση του προσώπου και της ατομικής συνείδησης για τον κόσμο και τη ζωή). Ενώ η ρητορική είναι συμπεριληπτική, ήδη από την αρχή υψώνονται τα μεγάλα τείχη πολλαπλών αποκλεισμών σε διεθνή κλίμακα. Οι εργαζόμενοι χωρίζονται σαφέστατα σε διαφορετικές «ταχύτητες» ανάλογα με την εμπλοκή τους στην «άυλη», ψηφιοποιημένη» οικονομία. Αναγνωρίζεται βέβαια ότι η υλική, βιομηχανική βάση που συγκροτεί την κοινωνία δεν μπορεί να πάψει να υφίσταται (και εξαίρεται ο ηρωισμός των σχετικών εργασιακών κλάδων μέσα στην πανδημία με τον γνωστό χαρακτηριστικό κυνικό τρόπο). Ύστερα έρχεται ο διαχωρισμός και η κοινωνική απομόνωση που επιχειρείται να μονιμοποιηθεί και μετά την πανδημία –η αποθέωση του «τηλέ» και του «απο το σπίτι»– στη βάση επιχειρημάτων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση κινδύνων ασφάλειας πάσης φύσεως. Και όλα αυτά οργανώνουν τον χώρο και κατακερματίζουν και μετράνε τον χρόνο (και τον εργασιακό και τον «ελεύθερο») πιο λεπτομερειακά και πιο βαθιά απ’ ότι το έκαναν οι προηγούμενες μεγάλες αναδιαρθρώσεις (ταιηλορισμός και στη συνέχεια η νεοφιλελεύθερη «απορρύθμιση»). Όλο το κείμενο είναι ένας χάρτης των σύγχρονων κοινωνικών αποκλεισμών και των πολλαπλών αλλοτριώσεων. Προσπαθεί να πείσει ότι θα συμβάλει στο «ριζικό» ξεπέρασμά τους, ενώ η περιγραφή του κόσμου που υπόσχεται αν ποτέ μπορούσε να πραγματοποιηθεί θα ήταν το βασίλειο της πιό ακραίας αλλοτρίωσης σε όλα τα επίπεδα. Οι κοινωνικές προτεραιότητες, η περιβαλλοντική συνείδηση που γίνεται το όχημα-ευκαιρία για νέες εκρήξεις «οικολογικού» καταναλωτισμού, η αίσθηση του εαυτού, όλες οι αξίες και τα σημεία αναφοράς των πόθων κοινωνικής απελευθέρωσης αδειάζουν από το περιεχόμενό τους και αποικίζονται από ένα πνεύμα ατομικισμού και ακραίας εμπορευματοποίησης με έμφαση στο θέαμα και στο «άυλο». Όλα αυτά βέβαια δεν άρχισαν ξαφνικά χθες. Συνιστούν ήδη την ουσία των επιδιώξεων του ρεύματος της παγκοσμιοποίησης που την κρίση της βιώνει η ανθρωπότητα. Τώρα όμως επανέρχονται με την ανανεωμένη ορμή μιας ολοκληρωτικής κοινωνικής ρεβάνς και με την αυτοπεποίθηση (ανάμικτη με πανικό μπροστά στα αδιέξοδα) που δημιουργεί στις κυρίαρχες δυνάμεις η πανδημία.
    Η σαρωτική αναδιαρθρωτική μετάβαση παγκόσμιας κλίμακας (και τα σοκ καταστροφισμού που τέτοιες αναδιαρθρώσεις συνεπάγονται) για την οποία εκτιμάται ότι στις παρούσες συνθήκες μπορεί να εκβιαστεί η καθολική συναίνεση, είναι συνώνυμη του πιο ακραίου κοινωνικού δαρβινισμού. Ιδίως στο συνδυασμό της με μια λογική «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» που φλερτάρει με τον πατερναλιστικό –άλλοτε πιο «φωτισμένο» άλλοτε πιο ανοιχτά επιθετικό– αυταρχισμό της μακράς βρετανικής παράδοσης των «νόμων για τους φτωχούς» χαρακτηριστικής ιστορικών φάσεων της εξέλιξης του καπιταλισμού του 18ου και των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Τότε που οι υποτελείς τάξεις δεν είχαν ακόμα καταφέρει να βγουν στο προσκήνιο της Ιστορίας με την δική τους αυτοτελή πολιτική «φωνή».
  • Το πεδίο της γεωπολιτικής και το κράτος: Η ρητή αναγνώρισή τους είναι κατ’ αρχήν μια ενδιαφέρουσα καθυστερημένη εξέλιξη. Εκτός από τις αγορές έχει κατοχυρωθεί πλέον ότι υπάρχει και το κράτος και η γεωπολιτική.
    Όμως και εδώ η επιδίωξη επιβολής της «ενιαίας σκέψης» υπό τον μανδύα της πρόταξης «του κοινού καλού» δεν μπορεί να κρύψει τα πεδία τεράστιων κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων και άρα την επιθετικότητα των σχεδιασμών. Σε ένα πρώτο επίπεδο ομολογείται σαφώς η μεγάλη κρίση ηγεμονίας και η παρακμή της Δύσης και η συνακόλουθη χαοτική αποδιάρθρωση του διεθνούς συστήματος, και τονίζεται ως στρατηγικής σημασίας μια κλιμακούμενη σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.
    Παραπέρα, κρίσιμες αντιλήψεις της «επανεκκίνησης» είναι: 1) Το σχήμα για τον εθνικισμό – η προσπάθεια να γίνουν ένα ο ιμπεριαλιστικός εθνικιστικός ανταγωνισμός και οι εθνικισμοί που μάχονται για την εξασφάλιση όρων αυτοτέλειας των μικρών χωρών. 2) Η αξίωση συγκρότησης ενός κέντρου παγκόσμιας διεύθυνσης. Μέσα σε όλο αυτό το πλέγμα αξεπέραστων και αναπαραγόμενων αντιθέσεων σε όλα τα επίπεδα, αυτή η αξίωση έχει διπλή σημασία: Ακραία επιθετικότητα των ισχυρότερων κύκλων του διεθνούς κεφαλαίου και ταυτόχρονα ένας επί της ουσίας «ευσεβής» μη επιτεύξιμος στόχος που δείχνει το βάθος της υφιστάμενης κρίσης ηγεμονίας. 3) Η ιδιότυπη επαναφορά του κράτους ως ρυθμιστή των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου. Της ρύθμισης της οικονομίας, των επενδύσεων και των εισοδημάτων. Και ταυτόχρονα ένα κράτος ολοκληρωτικής «μεγάλης επίβλεψης και παρακολούθησης» μέσω της διαχείρισης των ψηφιακών δεδομένων κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής που και πάλι προωθείται «βελούδινα» με όχημα τις ανάγκες που δημιουργούν οι πανδημίες και η διαχείριση της ασφάλειας – που εξελίσσεται και αυτή σε άλλο ένα πεδίο μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων.
    Η «ευκαιρία» και ο «συστημικός κίνδυνος» είναι οι δύο έννοιες που εικονογραφούν ένα κόσμο δομημένο στο πρότυπο της «αποδοτικής επιχείρησης». Δεν είναι τυχαίο βέβαια που σε αυτή τη βάση θα μπορούσε να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο σαν τον τόπο (ή ακριβέστερα σαν τον μη τόπο) των μόνιμων ανεπίλυτων αντιφάσεων.

Η εποχή μας είναι περίοδος μιας σύγκρουσης για μια «νέα τάξη»

Υπάρχει ένας κοινός αντικειμενικός αφετηριακός τόπος. Η κρίση της εποχής μας είναι φανερό ότι αφορά έναν ολόκληρο τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, μαζί και τις νοητικές του αναπαραστάσεις. Αφορά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, τη συνείδηση, και βεβαίως τη σχέση ανθρώπου-φύσης που για την κριτική θεώρηση των απόψεων της «επανεκκίνησης» επ’ αυτού θα αρκεστούμε για την ώρα να παραπέμψουμε στα όσα λέει η Βαντάνα Σίβα στις επόμενες σελίδες του αφιερώματος.

Σε τέτοιες εποχές –και τέτοιες υπήρξαν και πρόσφατα τον 20ό αιώνα– η διαπάλη γίνεται γύρω από το πρόβλημα της μετάβασης και του πως θα συγκροτηθεί ο κόσμος που θα προκύψει. Η σύγκρουση γύρω από τον χαρακτήρα μιας «νέας τάξης». Σε τέτοιες εποχές καθίσταται κεντρικό πρόβλημα η υπέρβαση του ελλείμματος νοητικών εργαλείων και αναπαραστάσεων (των ιδεών και της συνείδησης), των τρόπων συγκρότησης και δράσης των κοινωνικών δυνάμεων που αγωνίζονται για τη χειραφέτησή τους.

Όσο κι αν στέκεται απειλητική και βίαιη η ισχύς όλης αυτής της απόλυτης αξίωσης για ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στους χώρους και τους χρόνους σε πλανητικό επίπεδο, το κρίσιμο ελάττωμά της είναι ότι δεν μπορεί να δει (να έρθει σε λογαριασμό με) τις κοινωνικές αντιθέσεις. Και είναι ύβρις ο ισχυρισμός ότι μπορεί τώρα (που είναι η ευκαιρία) αυτές να παραμεριστούν. Το γεγονός ότι σήμερα η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση λέει ότι θέλει να επιβάλει το νόμο της, δεν σημαίνει ότι θα το μπορέσει κιόλας. Και σίγουρα εντυπωσιάζει η αδυναμία του ηγεμονικού της σχεδίου αν συγκριθεί ακόμα και με πρόσφατες εποχές, ιδιαίτερα εκείνη της μεταπολεμικής περιόδου που έληξε τη δεκαετία του ‘70.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!